Κατά πάσα πιθανότητα το έχετε ήδη δει. Ή σας το ‘χουν στείλει φίλοι. Ή σας το έχει πετάξει ο αλγόριθμος του Tiktok ανάμεσα σε βίντεο με την «Ballerina Capuccina» και χορηγούμενες διαφημίσεις online ψυχοθεραπείας. Το πρώτο comedy special του Θανάση Σαμαρά, «ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΤΕ;», κυκλοφόρησε στο YouTube και σε μια εβδομάδα έγινε viral. Μια σπάνια περίπτωση όπου το ίντερνετ συμφωνεί – όχι από κεκτημένη ταχύτητα, αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

Ο Θανάσης Σαμαράς, που κάποιοι γνώρισαν ως Cain στο YouTube, εμφανίστηκε όταν η πλατφόρμα στην Ελλάδα διήνυε τα πρώτα της βήματα, εντός ενός τοπίου σχεδόν αδιαμόρφωτου. Σπούδασε Φιλολογία, έγινε stand-up κωμικός, παράλληλα δουλεύει ως οδηγός ταξί στη Θεσσαλονίκη και στο δεύτερο κανάλι του GreekSingerman ανεβάζει παρωδίες ξένων τραγουδιών σε ελληνική διασκευή. Ωστόσο, εδώ  σκοπός μου δεν είναι να χαρτογραφήσω πλήρως το ποιος είναι – άλλωστε, τον εαυτό του τον έχει αφηγηθεί ήδη στις συνεντεύξεις που έδωσε μετά την επιτυχία του special. Εδώ μας αφορά περισσότερο το εγχείρημα: πώς κατάφερε μια παράσταση να κάνει τέτοιο χαμό, χωρίς κάποιο φαντεζί επικοινωνιακό περιτύλιγμα κι από έναν κωμικό και δημιουργό που δεν έχει από κάτω του το «μαξιλαράκι» των εκατοντάδων χιλιάδων ακολούθων.

«Πώς τολμάτε;»: Γιατί έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία

Μετά από 12 χρόνια παρουσίας στο Youtube και τα social media, ο κωμικός ανεβαίνει στη σκηνή για 85 λεπτά και κάνει κάτι που λίγοι τολμούν: δεν καταφεύγει σε σχήματα. Δεν κρύβεται πίσω από callbacks ή gimmicks. Παίζει μόνο με το μυαλό του και τις λέξεις του. Και το κοινό γελάει με τη βαρύτητα που γελάει κανείς όταν κάτι είναι πολύ αλήθεια. Ένας καταιγισμός αναφορών, βήξε-και-θα-το-χάσεις punchlines και παρατηρήσεων για τα πάντα –τις σχέσεις, τα social media, τα παιδικά τραύματα, τη ζωή του στη Δυτική Θεσσαλονίκη, την πανδημία και την μετά-COVID εποχή. Την παράσταση την είδα μαζί με έναν φίλο, που την είχε ξαναδεί.

Στο 20λεπτο συνειδητοποίησα ότι είχα γελάσει περίπου όσο γελάω σε πέντε παραστάσεις μαζί. Τα κείμενα φαίνονταν να έχουν γραφτεί με κόπο κι όχι με φόρμουλα. Είναι η απόδειξη ότι η ελληνική κωμωδία δεν χρειάζεται να μιμείται για να σταθεί. Ότι μπορεί να είναι κάτι αυτούσιο, να έχει φωνή, ρυθμό και ταυτότητα. 

Ένας μονόλογος έξυπνος και ακριβής

Όλα αυτά είναι πολύ καλά, αλλά από μόνα τους δεν εξηγούν γιατί ο κόσμος -συμπεριλαμβανομένων των συναδέλφων του- έδειξε να αγκαλιάζει τόσο πολύ τη συγκεκριμένη παράσταση. Σε οτιδήποτε γίνεται viral, πάντα παίζει ρόλο και το timing (το οποίο καλό θα ήταν να μην το μπερδεύουμε με την τυχαιότητα). Ίσως, λοιπόν, πέραν από την ποιότητα του περιεχομένου, το ταλέντο, την ευφυΐα και το comedic timing του Θανάση, η επιτυχία της παράστασης να έγκειται στο γεγονός ότι ήρθε την κατάλληλη στιγμή, βρίσκοντας τον τρόπο να εκφράσει κάτι πιο συλλογικό, τη στιγμή ακριβώς που έλειπε. Ήταν οργανικό με την πλήρη έννοια: ρίζωσε.

Είναι όμως και το άλλο. Η επιτυχία της παράστασης δεν ήταν απλώς θέμα timing. Ήταν και θέμα οπτικής. Γιατί ο Θανάσης Σαμαράς δεν κάνει απλώς αστεία (ή τον αστείο, πράγμα ακόμη πιο άβολο) — παρατηρεί. Χαράζει ένα είδος λαογραφίας της μετα-ψηφιακής Ελλάδας, μια συλλογή από ευαίσθητες και χιουμοριστικές παρατηρήσεις της ελληνικής καθημερινότητας. Κάθε punchline, κάθε απόχρωση ρεαλισμού αποτυπώνει τις μικρές ιστορίες, τους θρύλους των ανθρώπων που ταξιδεύουν από τις παραδοσιακές στις σύγχρονες, ψηφιακές παραστάσεις.

Μέσα από το 85λεπτο μονόλογό του, ο Σαμαράς μεταμορφώνει τις αστικές σκιές, τα σχεσιακά κλισέ και τις διαδικτυακές ταυτότητες σε ζωντανά αρχέτυπα, σαν να επιτελεί επιτόπια έρευνα. Σε κάθε του αστείο, διακρίνεται η επένδυση μιας σκέψης και γραφής που έχει καλλιεργηθεί μέσα από χρόνους και χώρους και εμπειρίες (δικές του, φίλων, γνωστών, ποιος ξέρει). Για αυτό και τα κείμενά του δεν μοιάζουν απλώς έξυπνα αλλά και ακριβή – ένα φαινομενικά απλό αλλά σφιχτά δομημένο ρεπερτόριο.

Κωμωδία που δεν γκρινιάζει για την «πολιτική ορθότητα»

Κι είναι και κάτι ακόμα — σχεδόν ενοχλητικά απλό, αλλά τόσο ανακουφιστικό. Πολλοί κωμικοί και φαν της κωμωδίας παγκοσμίως, αναλώνονται σε παράπονα για τη woke agenda και την κακιά πολιτική ορθότητα (που αν δεν υπήρχε θα γράφανε αυτοί κάτι αστειάρες, μα κάτι αστειάρες!). Ενώ λοιπόν, τα τελευταία χρόνια παραπονιούνται για το πώς η ενσυναίσθηση στραγγαλίζει την κωμωδία, για τις εποχές που δεν τους «αφήνουν πια να πουν τίποτα», ο Θανάσης Σαμαράς κάνει ακριβώς αυτό: λέει πράγματα. Πολλά. Σκληρά, γελοία, τρυφερά, προσωπικά, άβολα — και τα λέει καλά. Χωρίς να προσβάλλει για να τραβήξει προσοχή, χωρίς να θυσιάζει την παρατήρηση στον βωμό της πρόκλησης. Χωρίς να στρογγυλεύει τη ματιά του για να την κάνει χωνεύσιμη.

Δεν διαμαρτύρεται για την εποχή του — τη χρησιμοποιεί. Και την καταγράφει. Όχι σαν κήρυκας, αλλά σαν συλλέκτης λεπτομερειών, εμπειριών και παραμορφωμένων ειδώλων της καθημερινότητας. Δεν πρόκειται απλώς για μια πολύ καλή παράσταση. Είναι μια μορφή τεκμηρίωσης: ένα κοινωνικό αφήγημα δοσμένο με ρυθμό, με γλώσσα, με παλμό και χιούμορ που δε θυμίζει Twitter τοy 2016 (ή σκέτο Twitter). Μια εθνογραφία της σύγχρονης καθημερινότητας – όπως αυτή βιώνεται στο Instagram, στα ψώνια του σουπερμάρκετ, στις συνομιλίες με τους πρώην μας. Όχι με διάθεση να διδάξει, αλλά με διάθεση να παρατηρήσει: να σταθεί λίγο πιο κοντά, να αποτυπώσει, να αναγνωρίσει.

Το virality ως συλλογική αναγνώριση

Και αυτό ίσως να εξηγεί γιατί η παράσταση δεν διαδόθηκε με κραυγές αλλά με ψιθύρους. Γιατί τα views ανέβαιναν όχι από clickbait αλλά από ανθρώπους που την έστελναν σε άλλους. Γιατί αυτή η επιτυχία δεν είναι προϊόν hype, αλλά αποτέλεσμα συλλογικής αναγνώρισης. Ίσως τελικά να είναι έτσι που ριζώνουν τα πράγματα. Μέσα από ιστορίες που κάποιος τόλμησε να πει απλά. Και που άλλοι τόλμησαν να αναγνωρίσουν ως δικές τους. Κάποιες φορές, το internet έχει δίκιο. Αυτή είναι μία από αυτές.