Mε τρία φυσικά λιμάνια και ιστορία που χάνεται στο βάθος του χρόνου, ο Πειραιάς έζησε χρυσές εποχές αλλά και κατακτήσεις, λεηλασίες και προσφυγιά. Οι γειτονιές του σμιλεύτηκαν με πείσμα και αγώνα, στα καφενεία και τα σοκάκια του έμεινε πάντα ζωντανή η δυνατή ψυχή του.

Είναι από εκείνα τα μέρη όπου, όταν τα επισκέπτεσαι, νιώθεις τις δονήσεις τους. Από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου, ο δικός μας Πειραιάς, το λιμάνι με την περισσότερη κίνηση στην Ευρώπη. Είναι κόκκινη η καρδιά του, οι άνθρωποί του έχουν δυνατά χέρια και καθαρά μάτια. Απ’ όπου κι αν έφτασαν, τίμησαν τον τόπο, τον έκαναν δικό τους, ένα μικρό πλανήτη με ξεχωριστή κουλτούρα και άλλο αέρα.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πάει κάποιος στο λιμάνι μας, πολλά σημεία και μνημεία να θαυμάσει, αλλά πάντα η γοητεία θα βρίσκεται στις συνοικίες του, εκεί όπου κατοικεί η πιο αυθεντική εκδοχή του. Εκεί, περπατώντας και μιλώντας με τον κόσμο, θα μπορέσει να καταλάβει την ιστορία του και θα συνδεθεί μαζί του. Και, φυσικά, μία από τις μεγάλες δυνάμεις του είναι η γαστρονομία του, που προέκυψε από το δημιουργικό σμίξιμο πολιτισμών, με νέα αλλά και ιστορικά μαγαζιά να προσελκύουν επισκέπτες από όλη την Αττική. Ξεκινάμε με τέσσερα ταβερνάκια, τιμώντας τις ψαροφαγικές επιταγές αυτής της περιόδου, υποσχόμενοι να επιστρέψουμε στον Πειραιά για να ανακαλύψουμε όλη τη μαγεία του.

Στο Καπηλειό του Ζάχου στα Καμίνια

Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Δεν χρειάζεται να είσαι Ολυμπιακός για να πηγαίνεις στον Ζάχο, αλλά, αν είσαι και δεν έχεις πάει ακόμη, σίγουρα είναι μεγάλη παράλειψη. Το στέκι που οι φίλαθλοι θεωρούν γούρι τους πριν από κάθε αγώνα είναι η επιτομή της οικογενειακής ταβέρνας.

Αυτό το αγαπημένο μαγαζί του Πειραιά βρίσκεται στα Καμίνια, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας που χτίστηκε ελπιδοφόρα και φιλόδοξα την ηρωική δεκαετία του ’60. Πρώτος ιδιοκτήτης ο Βασίλης Μπαταγιάννης, που έφτιαξε το ταβερνάκι του σαν κρασοπουλειό πουλώντας κρασάκι από τα βαρέλια του, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Θαμώνας του μαγαζιού, ο Χρήστος Ζάχος είχε τη φαεινή ιδέα να το πάρει από τον Μπαταγιάννη όταν έκλεισαν τα Λιπάσματα στη Δραπετσώνα και έμεινε άνεργος. Με τη σύζυγό του, Βαΐα, τόλμησαν να μεταμορφωθούν με συνοπτικές διαδικασίες σε ταβερνιάρηδες, και ήταν τόσο μεγάλο το πείσμα αλλά και η πίστη τους που κατάφεραν να προκόψουν και να εξελιχθούν έτσι ώστε γρήγορα το καπηλειό τους να γίνει στέκι όλης της Αθήνας.

Η κουζίνα του Ζάχου είναι ακούραστη. | Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Στον Ζάχο ευχαριστιέσαι το φαγητό μαζί με την οικογενειακή ατμόσφαιρα, που θα εισπράξεις ακόμα καλύτερα τις καθημερινές, τότε που η κίνηση στο μαγαζί είναι μετρημένη. Από την ασταμάτητη κουζίνα βγαίνουν αστεράτα τηγανητά – ψαράκια από τις γύρω θάλασσες που φτάνουν σε ψαράδικα του Πειραιά με τα οποία υπάρχει συνεργασία χρόνων. Μπακαλιάρος σκορδαλιά που φυσάει, τραγανιστό και ανάλαφρο τηγάνι, αλλά και μερακλίδικο ψήσιμο στα κάρβουνα που δεν απογοητεύει ποτέ. Υπάρχουν και κρεατοφαγικές επιλογές, που μαρτυρούν την καρδιτσιώτικη καταγωγή της οικογένειας, καθώς και πίτες από τα χεράκια της Βαΐας όταν ο χρόνος το επιτρέπει.

Μη φύγετε χωρίς να δοκιμάσετε το χρυσαφένιο μπακαλιάρο με σκορδαλιά, αγαπημένο πιάτο των θαμώνων.

Στη Μαργαρώ στο Χατζηκυριάκειο

Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Ένα από τα πιο ιστορικά στέκια του Πειραιά που άνοιξε τις πόρτες του το 1944 από την οικογένεια Χανιώτη, και συγκεκριμένα από τη Μαργαρώ τη Μυκονιάτισσα, η οποία, με το τσαγανό της και τη μαεστρία της στο τηγάνι, έστησε ένα μαγαζί για να επιβιώνει η οικογένειά της ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Από εκείνη τη γυναίκα και το κουζινάκι της ξεκίνησε την ιστορία της η διάσημη ταβέρνα, όλη η δυναμική της οποίας βρίσκεται στα εγγόνια της Μαργαρώς που τη δουλεύουν σήμερα, τον Γιάννη, τον Κώστα και τον Σπύρο, αλλά και στο γεγονός ότι το μενού παραμένει ίδιο στις δεκαετίες και δεν περιλαμβάνει τίποτα περισσότερο από μπαρμπουνάκι, γαρίδες, καραβίδες και χωριάτικη σαλάτα. Δεν είναι υπέροχο;

Τα εγγόνια της Μαργαρώς συνεχίζουν τη λειτουργία της ταβέρνας με τη ίδια φιλοσοφία της λιτότητας | Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Σπάνια θα βρεις κάτι άλλο στην κουζίνα και στο τηγάνι, ούτε και το χρειάζεσαι. Η ομορφιά κρύβεται στην απλότητα αλλά και στην τελειότητα του τηγανίσματος, στην επιλογή των μετρημένων υλικών και στη συνέπεια. Και δεν υπάρχει αυτό το τηγάνι –χρόνια θυμάμαι να το απολαμβάνω και να το επαινώ–, αψεγάδιαστο και αέρινο, με την απαλή στρώση αλευροφρυγανιάς να δίνει στο ψαράκι το σωστό τραγάνισμα, να αφήνει στην καρδιά του όλη την τρυφεράδα. Στη Μαργαρώ θα πάτε –καθημερινή καλύτερα– σαν φόρο τιμής σε όλα τα ταβερνάκια με ψυχή, θα μυηθείτε στην κουλτούρα της και θα νιώσετε τη διαδρομή της. Τρία πιάτα όλα κι όλα, για ένα τραπέζι που μένει αξέχαστο.

Στο Θαλασσάκι στην Ακτή Θεμιστοκλέους

Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Βρίσκεται σε ένα από τα αβανταδόρικα σημεία της Ακτής Θεμιστοκλέους, εκεί όπου μπορείς να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα αν, εκτός από πεινασμένος, είσαι και ρομαντικός. Το Θαλασσάκι είναι μία από τις κλασικές οικογενειακές ταβέρνες, όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε στην Ελλάδα τα μαγαζιά με τα μεγάλα τραπέζια που φιλοξενούν θαμώνες όλων των ηλικιών, με ιστορία που ξεπερνά τα σαράντα χρόνια. Το περιβάλλον καθαρό και ευχάριστο, το μενού μεγαλύτερο των προσδοκιών μας, με πολλές νόστιμες επιλογές, από τις οποίες εμείς ξεχωρίζουμε και προτείνουμε τις πιο απλές και αυθεντικές.

Το μαγαζί εξάλλου έχει σχέση με την Κύθνο και μπορεί να εγγυηθεί τη φρεσκάδα και τη νοστιμιά των ψαριών του, κι εκεί θα σας συνιστούσαμε να δώσετε βάρος. Άλλωστε, αν θέλετε να απολαύσετε ένα ουζάκι με την καρδιά σας, δεν υπάρχει καλύτερο μοίρασμα από ένα ψιλό ψαράκι στο τηγάνι, όπως ο γαύρος ο τηγανητός, εκείνος που τρώγεται με το χέρι και δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από δυο-τρεις σταγόνες λεμόνι για να μεταμορφωθεί στο απόλυτο έδεσμα. Δίπλα σε αυτόν, το γαριδάκι το συμιακό, που η Γιούλη κανάκεψε στο τηγάνι για να το αφήσει στο πιάτο χωρίς περιττό λάδι, έτσι όπως πρέπει.

Η κυρία Γιούλη, ψυχή της κουζίνας στο «Θαλασσάκι». | Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Εννοείται να πάρετε όστρακα όταν τα βρείτε και εννοείται να προτιμήσετε μία από τις μακαρονάδες με τα θαλασσινά για τη μέση του τραπεζιού. Αγαπημένο μας στα μαγειρευτά, το γιουβετσάκι με το χταπόδι και τη μελιτζάνα και σταθερή αξία ο μπακαλιάρος με τη σκορδαλιά, που αυτόν το μήνα έχει την τιμητική του. Για σαλάτα, δίπλα στα θαλασσινά, τα χόρτα εποχής έχουν προβάδισμα. Οι πιο μπελαλίδικες μπορούν να περιμένουν.

Η καλύτερη ώρα του μαγαζιού είναι όταν δύει ο ήλιος. Τότε να κλείσετε τραπέζι.

Στο Ουζερί του Γιώργου στο λιμανάκι Κερατσινίου

Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Είναι το μικρό λιμάνι δίπλα στο μεγάλο, κι αυτό από μόνο του έχει μια γοητεία. Από παλιά θυμάμαι να πηγαίνουμε για να πιάσουμε τραπέζι μπροστά από τις βάρκες, σαν να είχαμε ανακαλύψει ένα υπέροχο μυστικό, κι ας είχε πάντα κόσμο γύρω μας και ήταν πασιφανές ότι όλοι έρχονταν για τον ίδιο λόγο. Το Ουζερί του Γιώργου είναι τόσο cult όσο και το σημείο όπου βρίσκεται, κάτω από το τεράστιο φουγάρο και τον παλιό σταθμό της ΔΕΗ. Σκαφάκια και καϊκάκια για θέα, το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου πιο δίπλα και μια φευγαλέα αίσθηση ότι μπορεί και να μην είσαι στον Πειραιά, αλλά σε έναν άλλο τόπο που σ’ τον θυμίζει και μόνο. Πάντα έχει κίνηση το μαγαζί, και ακόμα περισσότερο τις ημέρες με ηλιοφάνεια και τα Σαββατοκύριακα που ευνοούν τις βόλτες.

Εδώ και 30 χρόνια, η Χρύσα (φωτό) και ο Γιώργος έχουν μετατρέψει το Λιμανάκι σε στέκι όλης της Αττικής. | Φωτό: Χρήστος Καββούρης

Η Χρύσα και ο Γιώργος βρίσκονται εδώ πάνω από τριάντα χρόνια και από την κουζίνα τους βγαίνουν όλα τα κλασικά πιάτα που περιμένεις από ένα κερατσινιώτικο στέκι: καλαμαράκια τηγανητά, σαγανάκια με θαλασσινά, ψαράκια στο τηγάνι αλλά και χταποδάκια βουτηγμένα στο λαδόξιδο. Οι θαμώνες αγαπούν τα μελωμένα μύδια στο τηγάνι, όπως και τους κεφτέδες της τυροκαυτερής, το ριζότο με το μελάνι σουπιάς και το κριθαρότο. Είναι ωραίο να φτάσεις εκεί ένα μεσημεράκι που το έχεις σκάσει από το γραφείο και να παραγγείλεις δυο-τρεις μεζέδες για να συνοδέψουν το ούζο σου ή μια απλή γαριδομακαρονάδα αν σε έχει πιάσει πείνα. Μπορεί να περιμένεις λίγο παραπάνω, αλλά δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Υπάρχουν μέρη που είναι δημιουργημένα για να σε μαθαίνουν να απολαμβάνεις τη στιγμή και μόνο.

Καλαμαράκια, γαύρος, ψιλό ψαράκι στο τηγάνι: η περίληψη του θαλασσινού μεζέ.