Κατά τα αναμενόμενα, η κυβέρνηση στη Γερμανία έπεσε και η χώρα οδεύει, μόλις για τέταρτη φορά στη μεταπολεμική της Ιστορία, σε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο.
Η εξέλιξη ήταν στην πραγματικότητα προδιαγεγραμμένη, από την ώρα που σχηματίστηκε ο πλέον ετερόκλητος κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, σε μία δημοκρατία όπου κατά τα άλλα κυριαρχεί κουλτούρα συναίνεσης, συνεργασίας και, εντέλει, αποτελεσματικότητας.
Όλα επιδεινώθηκαν με την ανατροπή της προνομιακής ενεργειακής σχέσης Γερμανίας — Ρωσίας, λόγω της εισβολής και το πολέμου στην Ουκρανία και η χαριστική βολή για την πολύχρωμη κυβέρνηση του Βερολίνου ήλθε με την εκλογή του νέου Προέδρου των ΗΠΑ, προτού καν αυτός αναλάβει καθήκοντα.
Η Γερμανία παρουσιάζει κρίσιμες διαφορές με τη Γαλλία. Παρά την ομοσπονδιακή συγκρότηση του κράτους, οι εξουσίες βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης και του καγκελαρίου. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο προεξοφλείται ότι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης δεν θα μείνει ακυβέρνητη. Το προφανές και κρίσιμο ζήτημα είναι τι κυβέρνηση θα προκύψει από τις εκλογές του Φεβρουαρίου και πόσο σταθεροποιητική ή αποσταθεροποιητική επίδραση αυτή θα έχει για την Ευρώπη.
Βάσει δημοσκοπήσεων και εκτιμήσεων, οι Χριστιανοδημοκράτες θα κερδίσουν τις εκλογές, ενώ αυτή τη στιγμή δυναμική για τη δεύτερη θέση εμφανίζει η άκρα δεξιά και τρίτοι ακολουθούν οι Σοσιαλδημοκράτες. Το σκάκι για τον νέο συνασπισμό, κεντρική θέση του οποίου θα είναι μια σκληρότερη μεταναστευτική πολιτική, έχει ήδη ξεκινήσει. Οι Χριστιανοδημοκράτες αποκλείουν συνεργασία με την άκρα δεξιά, το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας αποκλείει τους Πράσινους. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, στην επόμενη αυτή φάση της ευρωπαϊκής υπνοβασίας, η ψήφος των Γερμανών να δώσει αναπάντεχες λύσεις.