Ο Άγγελος Κορωνιός κατεβάζει την μπάλα και πασάρει στον Αλφόνσο Φορντ. Αυτός παίρνει το σκριν από τον Λανς Μπέργουολντ κι εφορμά προς το καλάθι. Η άμυνα κλείνει πάνω του, αλλά βλέπει ελεύθερο στη γωνία τον Μίλαν Γκούροβιτς, ο οποίος προσποιείται την τελευταία στιγμή κι αντί να ρισκάρει ένα σουτ για τρεις σιγουρεύει το καλάθι δίνοντας την ασίστ στον ολομόναχο Γκρεγκ Τσερτς.

Ο Ντράγκαν Σάκοτα, ο Σπύρος Φώσκολος κι ο Αργύρης Πεδουλάκης χειροκροτούν παρατεταμένα τους παίκτες τους. Ο Μπάιρον Ντίνκινς, ο Μάρκο Γιάριτς, ο Μέλβιν Τσίτουμ, ο Πιτ Μάικλ, ο Όντι Νόρις, ο Μάρλον Μάξεϊ κι ο Πριστ Λοντερντάιλ ενθουσιάζονται από το ομαδικό play και πετάγονται από τον πάγκο για να επευφημήσουν τους συμπαίκτες του. Περιμένουν τη σειρά τους για να βρεθούν στο παρκέ και ν’ απολαύσουν εκ των έσω το παιχνίδι.

Το σενάριο είναι όντως ένα αποκύημα φαντασίας. Αντιθέτως τα πρόσωπα που το συνθέτουν, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, αποτελούν αναφαίρετα κομμάτια μιας σειράς πραγματικών γεγονότων που αραδιασμένα από τα τέλη των 80s ως στις αρχές των 00s έχουν καταστήσει δικαιωματικά το Περιστέρι ως μια από τις παραδοσιακές οντότητες του ελληνικού μπάσκετ.

Η ιστορική πρόκριση στη Γερμανία

Το βράδυ της Τρίτης στη Βόννη το καμάρι από τα δυτικά προάστια της Αθήνας πέτυχε ό,τι δεν είχε καταφέρει ποτέ στο παρελθόν: προκρίθηκε στην τετράδα μιας (οποιασδήποτε) διεθνούς διοργάνωσης και στο Final Four του BCL (που θα διεξαχθεί στο Βελιγράδι από τις 26 ως τις 28 Απριλίου) θα διεκδικήσει (με όποιες πιθανότητες του αναλογούν ως αουτσάιντερ) το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο της ιστορίας του.

Το κρυστάλλινο (και ιστορικό) 89-77 επί της κατόχου του τίτλου μέσα στην έδρα της υπέγραψε ένα κατόρθωμα που στις αρχές Φλεβάρη, και μετά το 0-3 στον όμιλο της φάσης των 16, φάνταζε αδιανόητο.

Τα προγνωστικά ανατράπηκαν ολοσχερώς, οι προβλέψεις διαψεύστηκαν παντοιοτρόπως. Μετρώντας πέντε νίκες στα επόμενα έξι παιχνίδια που έδωσε σε διάστημα 40 ημερών, η ελληνική ομάδα εξασφάλισε πανηγυρικά την παρουσία της στο μεγάλο ραντεβού της Stark Arena, όπου βρίσκονταν ήδη Μούρθια και Μάλαγα.

Η πιο πετυχημένη εκδοχή του Περιστερίου

Κι αν το (ευρωπαϊκό) μπάσκετ έχει μεταβληθεί αφάνταστα σε αυτές τις δεκαετίες με αποτέλεσμα ο βαθμός δυσκολίας να έχει αυξηθεί πολύ για τις (υπόλοιπες) ελληνικές ομάδες, σε αυτά τα δύο σκάρτα χρόνια που ηγείται του τεχνικού τιμ ο Βασίλης Σπανούλης έχει καταφέρει να συνθέσει ένα παζλ που στην όψη του είναι πιο καλαίσθητο από κάθε προηγούμενο, μιας και συνδυάζει την ουσία και την επιτυχία με το ελκυστικό μπάσκετ.

Χωρίς Κορωνιό ή Ντίνκινς να καθοδηγούν από τον άσο. Χωρίς Φορντ ή Γιάριτς στο δύο να σκοράρουν με κάθε τρόπο. Χωρίς Μάικλ και Γκούροβιτς στο τρία. Χωρίς Νόρις, Τσερτς ή Τσίτουμ στο τέσσερα. Χωρίς Μπέργουολντ ή Λοτερντέιλ και Μάξι ως κυρίαρχους σέντερ στη ρακέτα. Αλλά μ’ ένα ρόστερ δομημένο με ακρίβεια και αλληλοσυμπληρούμενο λεπτομερώς, με παίκτες που άλλοτε βγαίνουν μπροστά για να ηγηθούν κι άλλοτε θυσιάζονται για τους άλλους, με ξεκάθαρη φιλοσοφία αλλά και καλοδουλεμένη τακτική που προσαρμόζεται στον εκάστοτε αντίπαλο.

Επί Σπανούλη στα ηνία το Περιστέρι έχει φτάσει να παίξει κιόλας σε τελικό Κυπέλλου, να φτάνει τον Παναθηναϊκό στα όριά του χάνοντας στο πέμπτο ματς της ημιτελικής σειράς της Basket League και να εδραιωθεί, άνευ ανταγωνισμού, ως η τρίτη δύναμη του εγχώριου κατεστημένου.

Ο Σπανούλης και το στοίχημα με τον εαυτό του

Όταν το καλοκαίρι του 2022 ο Λαρισαίος κόουτς απαντούσε καταφατικά στην πρόταση των ανθρώπων της αθηναϊκής ομάδας προκειμένου ν’ αναλάβει τα ηνία έθετε τους όρους του, οριζοντίως και καθέτως. Δεν σκόπευε να ρισκάρει το πλούσιο προπονητικό μέλλον του αποτυγχάνοντας από την πρώτη απόπειρά του σε επίπεδο ανδρών.

Εξασφάλιζε όλα όσα ήθελε για να θέσει στέρεες βάσεις, κυρίως σε εύρος μπάτζετ και ευρωπαϊκής προοπτικής, και στους πρώτους 21 μήνες από την πρόσληψή του έχει ήδη ανταποδώσει από τη μία την «απλοχεριά» και από την άλλη την εμπιστοσύνη των διοικούντων. Το στοίχημα αποδείχθηκε πως ήταν, εκ των προτέρων, κερδισμένο.

Το Περιστέρι ήταν ήδη πετυχημένο από πέρυσι. Άλλαξε όμως το καλοκαίρι. Εξ ανάγκης ή όχι, ο Σπανούλης μπήκε στη διαδικασία να δουλέψει σχεδόν από το μηδέν, κουβαλώντας παράλληλα την ευθύνη να παρουσιάσει κάτι ισάξιο, αν όχι μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του πρότζεκτ.

Η εξελιγμένη μορφή

Λάθη έγιναν αναπόφευκτα. Ποιος δεν κάνει άλλωστε; Το σημαντικότερο όμως ήταν πως έγιναν πολύ γρήγορα αντιληπτά και διορθώθηκαν έως τη στιγμή που η επικοινωνία του και η χημεία του συνόλου ξεδιπλώθηκαν πόντο-πόντο στο παρκέ.

Το βάθος του έμψυχου δυναμικού υπήρχε ήδη για να υποστηρίξει στο έπακρο το σχέδιο του Έλληνα κόουτς. Με την έλευση του Ζερμέν Λοβ, στα μέσα Δεκεμβρίου, ο ευφυής Τζο Ράγκλαντ απελευθερώθηκε κι έγινε ακόμη πιο ωφέλιμος αγγίζοντας μάλιστα το νταμπλ-νταμπλ κατά μέσο όρο (14.8π, 9.2 ασίστ για 2.5 λάθη, 3.5 ριμπάουντ). Θα είναι σίγουρα στην κορυφαία πεντάδα της διοργάνωσης.

Επίσης ο χρόνος που πέρασε δίπλα στον Σπανούλη βοήθησε πολύ τον Ελάιτζα Μήτρου-Λονγκ ν’ αποκτήσει την αυτοπεποίθηση ενός ελίτ παίκτη, ενόσω οι παίκτες της φροντ λάιν δούλευαν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Πιο αθλητικός ο Ρένφρο, πιο δυναμικός ο Τόμπσον, με καλό μακρινό σουτ, ως «stretch four» οι Χουγκάζ και Ντάνγκουμπιτς. Όλοι τους πέρασαν με επιτυχία από την training day του κόουτς.

Από την άλλη, Ξανθόπουλος, Κασσελάκης και Κένι Γουίλιαμς φροντίζουν για την ισορροπία ενθουσιασμού – πείρας.

Η δουλειά δεν έχει τελειώσει

Πριν από 30 χρόνια το Περιστέρι «ξήλωνε» με 93–72 την Μπένετον Τρεβίζο του Τόνι Κούκοτς κι έφτανε στα προημιτελικά του Κόρατς, ενώ πριν από 20 προκαλούσε σοκ σε ολόκληρη την Ευρώπη με πρόκριση στα νοκ άουτ της (πρωτόλειας) Euroleague και διπλό στην έδρα της Μπαρτσελόνα (77-73). Ενδιάμεσα έφτασε σε σημείο ν’ αμφισβητείται η ύπαρξή του. Σήμερα, υπό τον Βασίλη Σπανούλη, μια σταθερή διοίκηση και ζηλευτό οργανόγραμμα, το Περιστέρι εκπληρώνει το πεπρωμένο του.

Τίποτα πια δεν είναι ακατόρθωτο. Βήμα βήμα όπως επιμένει ο Έλληνας προπονητής έως ότου συμπληρωθούν όλα τα κουτάκια. Το τσάρτερ για Βελιγράδι ναυλώθηκε.