Στην υπόθεση της γυναικοκτονίας στους Αγίους Αναργύρους αποτυπώθηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο η ανικανότητα του κράτους να προστατεύσει έναν πολίτη, ο οποίος όχι μόνο βρισκόταν σε κίνδυνο, αλλά επιπλέον είχε μόλις χτυπήσει την πόρτα του.

Την ανικανότητα αυτή συνοδεύουν μια σειρά από ερωτήματα που σχετίζονται με το περιστατικό. Αν, για παράδειγμα, υπήρχε περιπολικό, ή εάν υπήρχε γιατί δεν διατέθηκε για να συνοδεύσει το θύμα στην κατοικία του ή γιατί υποδείχθηκε στη νεαρή γυναίκα να καλέσει την Αμεση Δράση από τον δρόμο.

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα θα φωτίσουν ενδεχομένως λάθη και παραλείψεις των αστυνομικών που εκτελούσαν εκείνη την ώρα την υπηρεσία τους στο τμήμα.

Το ουσιαστικό ερώτημα ωστόσο είναι τι προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση για την εικόνα διάλυσης που παρουσιάζουν βασικοί βραχίονες της λειτουργίας του κράτους σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην παρέχεται η παραμικρή ασφάλεια στους πολίτες.

Μοιάζει αδιανόητο ότι αυτή η τραγική έλλειψη ασφάλειας αποτυπώθηκε σε δυο κατά τεκμήριο από τις πιο ασφαλείς υπηρεσίες του κράτους: Τις σιδηροδρομικές του μεταφορές και την αστυνομική φύλαξη.

Καμία ΕΔΕ δεν μπορεί να απαντήσει στην ουσία του προβλήματος, ούτε βεβαίως η απόδοση δικαιοσύνης συνιστά θεραπεία στο πρόβλημα.

Αντιστοίχως, μια στείρα πολιτική αντιπαράθεση θα συσκοτίσει την ουσία και την ανάγκη μιας μεταρρύθμισης που θα ξεκινά από την αυστηρή αξιολόγηση κρατικών υπαλλήλων, λειτουργών και αξιωματούχων και θα φτάνει έως την πραγματική λογοδοσία.