«Χάσμα», δώδεκα ποσοστιαίων και πλέον μονάδων, χωρίζει τις θέσεις εργοδοτών και εργαζομένων γύρω από την επερχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ η κυβέρνηση φαίνεται να «κινείται» σε υψηλότερα επίπεδα από τις προτάσεις των εργοδοτικών οργανώσεων, ευνοώντας το σενάριο που προβλέπει αύξηση γύρω στο 5% με 5,5% και νέο όριο αμοιβών στα 820 ευρώ 825 ευρώ, από 780 σήμερα.

Το «άνοιγμα» των προτάσεων ξεπερνά τις δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες. Σύμφωνα με τις προτάσεις που υπέβαλαν χθες οι κοινωνικοί εταίροι οι διαφορές είναι δυσθεώρητες. Οι εργοδοτικοί φορείς προτείνουν αυξήσεις από 3,5% (ΣΕΒ) έως 5% (ΣΕΤΕ), δηλαδή νέο κατώτατο μισθό 807 ευρώ έως 819 ευρώ.

Οι εργοδότες επιμένουν ότι η αύξηση θα πρέπει να κινηθεί χαμηλά με γνώμονα το ύψος του πληθωρισμού του 2023, που ήταν γύρω στο 3,5%. Συγκρατημένη είναι και η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία κυμαίνεται γύρω από το 4%.

H πρόεδρος του ΣΒΕ

Από τη μεριά της η πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος κυρία Λουκία Σαράντη τονίζει: «Στον ΣΒΕ πιστεύουμε στην ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία να αναπληρώνει τις απώλειες των εισοδημάτων του 2023. Οι εργαζόμενοί μας είναι η ψυχή των επιχειρήσεών μας και η έμπρακτη στήριξή τους αποτελεί προτεραιότητα για όλους μας», σημειώνει και ταυτόχρονα θέτει τα κριτήρια: «Βέβαια, αυτή η αύξηση είναι κρίσιμο να προσδιοριστεί με αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι ο πληθωρισμός και οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να μπορεί να υποστηριχτεί στην πράξη από τις επιχειρήσεις, σε εναρμόνιση με τους κεντρικούς στόχους της αύξησης της παραγωγικότητας και της ενίσχυσης της εξωστρέφειάς μας. Και το κυριότερο, χωρίς να διακινδυνεύσουμε να γίνουμε μη ανταγωνιστικοί», λέει.

Επιπλέον αναφέρει: «Είναι εθνική ανάγκη να προασπίσουμε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, για το καλό όλων -και πρώτα απ’ όλα των ίδιων των εργαζομένων φυσικά. Αυτή την ισορροπία χρειάζονται η οικονομία και η κοινωνία μας» και η κυρία Σαράντη προτείνει: «Επιπλέον, η πρόταση του ΣΒΕ είναι να συνδυαστεί η αύξηση με φορολογικές ελαφρύνσεις των δικαιούχων του κατώτατου μισθού, ώστε να μην εξανεμιστεί από τις αυξήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης και ενέργεια».

Η ΓΣΕΕ

Στην αντίπερα όχθη η ΓΣΕΕ προτείνει αύξηση περίπου 16,4%, δηλαδή αύξηση 128 ευρώ και διαμόρφωση του νέου κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ.

Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση – η οποία θα λάβει και την τελική απόφαση – δεν έχει «ανοίξει τα χαρτιά της». Η μόνη αναφορά είναι αυτή του υπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Κ. Χατζηδάκη ότι ο νέος μισθός θα έχει ως πρώτο νούμερο το οκτώ, δηλαδή θα είναι πάνω από 800 ευρώ.

Πάντως οι εκτιμήσεις αναφέρουν την αύξηση κοντά στα 40 έως 45 ευρώ διαμορφώνοντας τα κατώτατα όρια των αμοιβών στα 820 έως 830 ευρώ μηνιαίως.

Η αγοραστική δύναμη

Την όγδοη χειρότερη θέση κατέχει η χώρα μας στη ευρωπαϊκή κατάταξη που συγκρίνει το ύψος του κατώτατου μισθού σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Μάλιστα ο μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα φθάνει τις 1.031 μονάδες αγοραστικής δύναμης και υπολείπεται το κατώτατου μισθού χωρών όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Λιθουανία, η Σλοβενία και η Πολωνία.

Το σημαντικό αυτό στοιχείο αναδεικνύει η αναλυτική έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που αναφέρεται στην πρόταση της οργάνωσης για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ.

Κατά τη ΓΣΕΕ η αναγκαιότητα για σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού αιτιολογείται και από τις ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει η Ελλάδα σε μια σειρά δείκτες οι οποίοι αποτυπώνουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχότερων εισοδηματικά νοικοκυριών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022 η χώρα εμφάνιζε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Μάλιστα το 44,5% των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα αντιμετώπιζαν συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.

Η κατακόρυφη πτώση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας – παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του τα τελευταία έτη – είναι αποτέλεσμα της αύξησης των εγχώριων τιμών, του υψηλότερου κόστους των εισαγόμενων, κυρίως ενεργειακών, προϊόντων, αλλά και έντονων κερδοσκοπικών πρακτικών και κερδών απληστίας που τροφοδοτούν την ακρίβεια.

Οι συμβάσεις

Ταυτοχρόνως η ΓΣΕΕ θέτει το ζήτημα της υστέρησης που παρουσιάζει η χώρα μας σε ότι αφορά συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση του Ινστιτούτου Εργασίας, το 2023 το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας φτάνει στο 31%. Κι αυτό την στιγμή που η σχετική Οδηγία της ΕΕ, ορίζει ότι τα κράτη-μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, θα πρέπει να αναλάβουν σχέδιο δράσης με σκοπό να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων τουλάχιστον στο 80%.

Η ΓΣΕΕ εκτιμά ως απολύτως απαραίτητη τη άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ μηνιαίως και την επαναφορά του καθορισμού του στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Ταυτοχρόνως ζητά την αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).

Τέλος απαιτεί την άρση των θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε ποσοστό άνω του 80% των μισθωτών.

Πηγή: ot.gr