Οι θέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ποτέ δεν ήταν ταυτόσημες. Παρά όμως τις όποιες αντιθέσεις και διαφωνίες τους οι δύο θεσμοί πάντα συμπορεύονται, ενίοτε συνεργάζονται, συζητούν, διαφωνούν, αναδιπλώνονται και συχνά συγκρούονται, άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό.

Προς την κατεύθυνση της μετωπικής σύγκρουσης ήταν το χθεσινό «όχι» στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών που ήχησε κατά την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου.

Η χθεσινή της συνεδρίαση θύμισε σε πολλούς μία αντίστοιχη συνεδρίαση πριν από περισσότερα από σαράντα χρόνια, όταν ένα ζήτημα που πάλι αφορούσε τον γάμο και την οικογένεια, έβαλε φωτιά στην κατά διαστήματα ταραχώδη  σχέση Πολιτείας – Εκκλησίας.

Η Εκκλησία, θεσμός αν όχι άρηκτα, σίγουρα βαθιά συνδεδεμένος με την ελληνική κοινωνία, εκπροσωπεί ένα μεγάλο κομμάτι της και μιλά βαθιά στις ρίζες της και την παράδοσή της. Και αυτό αποδεικνύεται και στις μέρες μας οπότε η Εκκλησία της Ελλάδος, αν και σαφώς λιγότερο από ότι παλαιότερα, παραμένει θεσμός σημαντικός στη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Το «ναυάγιο» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ

Δεν είναι τυχαία άλλωστε η αποτυχημένη επιδίωξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2018 να διαχωρίσει το θεσμό της Εκκλησίας από αυτόν του Κράτους, παρά το γεγονός ότι ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας το επιδίωξε μετ’ επιτάσεως.

Κατόπιν επαφών με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο φάνηκε να καταλήγουν σε ένα σχέδιο συμφωνίας για τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας που φαινόταν να καλύπτει και τις δύο πλευρές. Τελικά το κυβερνητικό σχέδιο «ναυάγησε» καθώς η Ιεραρχία της Εκκλησίας απέρριψε το σχέδιο της συμφωνίας.

Ο Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας

Και αν κάποιοι ενοχλούνται από τα εμπόδια που κάποιες φορές θέτει η Εκκλησία στο Κράτος  και ζητούν το διαχωρισμό των δύο θεσμών – αυτή η συζήτηση είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσει εκ νέου μετά τη χθεσινή απόφαση της Ιεράς Συνόδου – κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πώς πρόκειται για όρια που πρέπει να θέτονται προκειμένου οι δύο θεσμοί να βρίσκονται σε διάλογο επιτελώντας, ο καθένας από τη μεριά του, το έργο του.

Ωστόσο, στην μεταπολιτευτική πορεία της χώρας, αυτό το έργο συχνά – πυκνά οδηγεί σε συγκρούσεις, κάποιες φορές ηπιότερες,  άλλες μετωπικές.

Στους κύκλους της Εκκλησίας – τόσο της ιεραρχίας όσο και των πιστών – επικρατεί η άποψη ότι οι διαφωνίες με την Πολιτεία πρέπει να εκφράζονται και αν υπάρχει λόγος, γιατί όχι, να καταλήγουν και σε ανοιχτές συγκρούσεις.

Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης  που δεν είναι λίγοι, αναπολούν την περίοδο που Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος ήταν ο μακαριστός Χριστόδουλος ο οποίος αντιπαρατίθονταν συχνά έναντι των επιλογών της Πολιτείας. Οι ίδιοι είναι αυτοί οι οποίοι κρίνουν τον νυν Αρχιεπίσκοπο ως περισσότερο μετριοπαθή από όσο αναλογεί στο ρόλο του και το λόγο της Εκκλησίας.

Η λεπτή ισορροπία κατά την πανδημία

Στην ίδια κατεύθυνση έντονη ήταν η κριτική που δέχτηκε ο Ιερώνυμος κατά την περίοδο της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων για τον έλεγχο της εξάπλωσής του που έθιξε μεταξύ άλλων και το τελετουργικό της Εκκλησίας.

Η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας – Πολιτείας κατά την περίοδο εκείνη ήταν εμφανής και άγγιξε τα όρια της σύγκρουσης, η οποία τελικά δεν συνέβη καθώς και οι δύο πλευρές επέδειξαν μετριοπάθεια.

Ούτε ο Ιερώνυμος τράβηξε στα άκρα την αντιπαράθεση αλλά ούτε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα μέτρα που επιβλήθηκαν στη λειτουργεία των ναών ήταν κατά πολύ λιγότερο αυστηρά από αυτά που ίσχυσαν ευρύτερα στις άλλες δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής. Οι αντιδράσεις από την πλευρά της Εκκλησίας  ήταν αρκετές αλλά όχι γενικευμένες καθώς κανείς δε μπορούσε να μην αντιμετωπίσει προσεκτικά το θέμα της επιμολύνσεως του πληθυσμού.

Και η Πολιτεία, αν και έγινε λόγος πολύς, δεν επενέβη σε θέματα βαθιά θεολογικά, όπως το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Παρόλα αυτά, η Ανάσταση με κλειστές Εκκλησίες, έχει χαραχθεί βαθιά στη μνήμη των ανθρώπων της Εκκλησίας. Για πολλούς από τους πιστούς,  η «μάχη» για ανοικτούς ναούς ήταν μια μάχη που έπρεπε να είχε δοθεί και δε δώθηκε.

Η σύγκρουση για το μάθημα των θρησκευτικών

Πηγαίνοντας προς τα πίσω στο ανθολόγιο των συγκρούσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, σταθμό αποτελεί το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Λίγο πριν τη συζήτηση διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, η κυβένηση ΣΥΡΙΖΑ, επίσης ατυχώς, επιδίωξε το 2016, την διαμόρφωση του μαθήματος των θρησκευτικών με τρόπο που να μην είναι ομολογιακός ως προς την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.

Οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις δημοσιεύτηκαν,  όμως  η Εκκλησία αντέδρασε έντονα με αποτέλεσμα την αναδίπλωση της κυβέρνησης Τσίπρα η οποία για να ησυχάσει τα πνεύματα στην Εκκλησία, απέπεμψε τον Νίκος φίλη από τον θώκο του υπουρείου Παιδείας  και μπήκε σε διάλογο με την εκκλησία για το θέμα των θρησκευτικών.

Η κριτική σε βάρος της κυβέρνησης και του τότε υπουργού Παιδείας κ. Νίκου Φίλη ήταν πώς ναι μεν η εκπαίδευση πρέπει να προάγει την ανεκτικότητα των απόψεων και του διαφορετικού, όμως όσο και αν τα πράγματα στη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν, αυτός εξακολουθεί να συνδέεται με την «ελληνορθόδοξη» παράδοση αν όχι ταυτότητα.

Η αρνητική θέση στην καύση των νεκρών

Σύγκρουση μεταξύ των αποφάσεων της Πολιτείας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ανέκυψε και το 2014 όταν η Εκκκλησία πήρε αρνητική στάση στο ζήτημα της καύσης των νεκρών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος με απόφασή της απαγόρευσε την τέλεση νεκρώσιμης ακολουθίας και μνημοσύνου για όσους επέλεγαν την καύση.

Η σχετική εγκύκλιος που εστάλη τότε στις Μητροπόλεις ανέφερε ότι «η Εκκλησία δεν δέχεται για τα μέλη της την αποτέφρωση του σώματος», προσθέτοντας πως «η αποτέφρωση του σώματος δεν είναι σύμφωνη προς την πράξη και παράδοση της Εκκλησίας για θεολογικούς, κανονικούς και ανθρωπολογικούς λόγους».

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την εγκύκλιο, επιτρεπόταν στους μητροπολίτες να δώσουν την άδεια για τέλεση τρισάγιου, κάτι που γινόταν μέχρι σήμερα πριν από τη μεταφορά και αποτέφρωση στο εξωτερικό.

Οταν ο Χριστόδουλος σήκωσε το λάβαρο κατά των νέων ταυτοτήτων

Η μεγάλη «μάχη» της Πολιτείας με την Εκκλησία  δόθηκε το 2000  επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και παρά το γεγονός ότι ήταν μάχη σφοδρή και δεν είχε θετική έκβαση για την Εκκλησία καθώς η μη αναγραφή του θρηκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες θεσμοθετήθηκε τότε από την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη και παραμένει ακόμη σε ισχύ.

Η εκκλησία δεν κατάφερε την ακύρωση της κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, Γιώργου Δρυ και Μιχάλη Χρυσοχοϊδη αντίστοιχα, που εξαιρούσε το θρήσκευμα από τα αναγραφόμενα στοιχεία στις αστυνομικές ταυτότητες.

Νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 21 Ιουνίου 2000, επιδίωξε και κατάφερε μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος κατά την οποία μάλιστα είχε απευθύνει λόγο προς τους συγκεντρωμένους πιστούς ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.

Το ανοικτό μέχρι σήμερα θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας

Ανοικτό παραμένει και σήμερα το πολύπαθο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, 35 χρόνια μετά τη σύγκρουση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου με την Εκκλησία και τον προκαθήμενο της, αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Το θέμα, όπως σημειώθηκε και νωρίτερα,  επανέφερε αλλά επίσης δεν έλυσε η κυβέρνηση Τσίπρα.

Η μεγάλη αυτή σύγκρουση  που έλαβε χώρα το 1987-1988 και εκτιμάται ως η μεγαλύτερη σύγκρουση στα μεταπολιτευτικά χρόνια μεταξύ των δύο θεσμών,  έληξε με νίκη της Εκκλησίας καθώς η κυβέρνηση Παπανδρέου αναγκάστηκε σε υποχώρηση με απόσυρση του σχετικού νόμου.

Τον σχετικό νόμο είχε εισηγηθεί ο Αντώνης Τρίτσης και όριζε ότι το κομμάτι της εκκλησιαστικής περιουσίας για το οποίο δεν υπήρχαν τίτλοι κτήσης θα περνούσε σε κρατικό έλεγχο. Οπως ήταν αναμενόμενο η απόφαση προκάλεσε σεισμό στους κόλπους της Εκκλησίας με αποτέλεσμα την αναδίπλωση του Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος ήρθε σε συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ και η ένταση υποχώρησε.

Ο πολιτικός γάμος και η σύγκρουση εντός της Ιεράς Συνόδου

Ηταν πριν από 42 χρόνια όταν η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τάραξε τα ήσυχα νερά της Εκκλησίας της Ελλάδας και οδήγησε την Ιεραρχία σε έκτακτη σύγκληση της Ιεράς Συνόδου, με θέμα, τότε, τον πολιτικό γάμο που θεσπιζόταν με νόμο ως ισοδύναμος του θρησκευτικού.

Η συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου χαρκατηρίζεται από τα δημοσιεύματα της εποχής ως «θυελλώδης» καθώς κατά τη διάρκειά της ήρθαν στα χέρια ο Αγιος Ελευθερουπόλεως κ. Αμβρόσιος με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, με αφορμή τα όσα ο πρώτο εκστόμισε: «Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κακουργούσε σε βάρος της Εκκλησίας. Τούτη, η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ εγκληματεί…Κι εσύ, Σεραφείμ, υπηρετείς την Κυβέρνηση».