Η διογκούμενη εχθροπάθεια στην κορυφή της πολιτικής ζωής είναι το αδιέξοδο των πολιτικών απέναντι σε μια κοινωνία που, για πρώτη φορά, βρίσκεται ενωμένη μετά από το τραγικό συμβάν των Τεμπών.  Ενωμένη, επειδή οι άνθρωποι που χάθηκαν μιλούν φιλικά σε εμάς (στην κοινωνία) και εμείς οι ζωντανοί, επιμένοντας να ζούμε, απευθυνόμαστε εχθρικά στους υπαίτιους με το μόνο όπλο που διαθέτουμε, την απορία: γιατί.

Τους «αρμοδίους» μπορεί να τους ενδιαφέρουν οι «ευκαιρίες» των δυστυχημάτων για «βελτιώσεις των υποδομών», μπορεί να επιδίδονται στο να ανακατευθύνουν πολιτικά το συμβάν λόγω εκλογικών αναμετρήσεων ή και να τροφοδοτούν την τηλεθέαση της θανατολαγνίας. Αλλά εμάς μας ενδιαφέρει η δομή της απορίας στη γραμμή της ανόδου όσο και στη γραμμή της καθόδου: πώς φτάσαμε εδώ, ώστε να μας ενώνει ο θάνατος; Διότι ο θάνατος καταργεί ακόμη και τον εχθρό και την κατ’ επάγγελμα εχθροπάθεια, επειδή κανείς δεν μπορεί να φέρει πίσω τους νεκρούς όταν αδράξουν εμάς τους ζωντανούς. Πώς να υπάρξει «επιχείρημα», «συνεντεύξεις» ή «απολογία» σ’ ένα πένθος όπου κανείς πενθεί όχι μόνο την απώλεια αλλά και τη λογική;

Σημειωτέον ότι η επανόρθωση της αδικίας ως ανταπόδοση του κτυπήματος (δίκαιο-εκδίκηση), ψυχαναλυτικά τουλάχιστον, δεν συμπεριλαμβάνεται στην «εργασία του πένθους». Δεν υποκαθιστά το άλμα έξω απ’ τη γλώσσα που είναι ο θάνατος. Άλλα απαιτεί η ιστορική συγκυρία, που η «ψαλίδα» τα απομάκρυνε από εμάς. Ό,τι κόβουν τα ψαλίδια στα πατρόν του Balenciaga είναι για τα fashion victims.