Στα χρόνια που ακολούθησαν το ξέσπασμα του συριακού πολέμου, όταν τόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο και ο Μπασάρ αλ Ασαντ (φωτογραφία αρχείου, επάνω, από το Reuters) βρίσκονταν στην εξουσία, ήταν αδιανόητο να μιλήσουμε για την πιθανότητα αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ Αγκυρας και Δαμασκού, γράφει στο aljazeera.net ο ερευνητής διεθνών σχέσεων Μαχμούντ Αλους.

Διπλωματική αλλαγή

Παρόλο που η Αγκυρα ξεκίνησε μια μεγάλη διπλωματική αλλαγή τα τελευταία δύο χρόνια για να βελτιώσει τις σχέσεις με τους πρώην περιφερειακούς αντιπάλους της, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει πιθανή αλλαγή στη θέση της Τουρκίας απέναντι στο συριακό καθεστώς.

Σε αντίθεση με πολλές χώρες που υποστήριξαν την αντιπολίτευση για την ανατροπή του Ασαντ στην αρχή του πολέμου και στη συνέχεια εγκατέλειψαν και ορισμένες από αυτές βελτίωσαν πρόσφατα τις σχέσεις με τη Δαμασκό, η επέμβαση της Τουρκίας ήταν διαφορετική σε μορφή και αντικειμενική στόχευση, καθιστώντας την πιο ανθεκτική και αποτελεσματική από άλλες.

Ως μέρος του περιφερειακού προσανατολισμού της – υποστηρίζοντας τους μετασχηματισμούς που ήρθαν με την Αραβική Ανοιξη – με κύριο στόχο την ανατροπή του Ασαντ στην αρχή του πολέμου, η Τουρκία είχε την ευκαιρία να επιστρέψει στην περιφερειακή πολιτική μετά από μακρά περίοδο αποχώρησης.

Ωστόσο, η τουρκική επέμβαση πήρε διαφορετικές μορφές λόγω των πολλών αλλαγών που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι οποίες ανάγκασαν την Αγκυρα να υιοθετήσει πιο ευέλικτες πολιτικές προσαρμογής.

Ο ρόλος της κουρδικής αυτονομίας

Μέχρι τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, η μέθοδος της Τουρκίας επικεντρωνόταν στον στόχο της ανατροπής του καθεστώτος Ασαντ με τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότηση της αντιπολίτευσης.


Τουρκική στρατιωτική παρουσία στη βόρεια Συρία (φωτογραφία αρχείου Reuters/Khalil Ashawi)

Ωστόσο, η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων λόγω της στρατιωτικής επέμβασης της Ρωσίας το 2015 και η άνοδος του σχεδίου «Κουρδική Αυτόνομη Διοίκηση» ως αποτέλεσμα των τεράστιων γεωγραφικών κερδών των κουρδικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του ISIS, έκαναν την Αγκυρα να αλλάξει ρόλο.

Την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τον στόχο της ανατροπής και να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση του κουρδικού αυτονομιστικού σχεδίου.

Αυτή η αλλαγή στις προτεραιότητες επέβαλε επίσης στην Τουρκία να αλλάξει την πορεία επέμβασής της, μεταβαίνοντας από την έμμεση στρατιωτική επέμβαση στην άμεση επέμβαση από το 2016 – με σειρά επιχειρήσεων στη βόρεια Συρία.

Υπό αυτή την έννοια, η επέμβαση της Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας έχει καταστεί ζήτημα εθνικής ασφάλειας και δεν περιορίζεται στους γεωπολιτικούς της στόχους στην περιοχή.

Τέσσερις βασικοί λόγοι

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί λόγοι για αυτήν την αλλαγή της Αγκυρας, οι οποίοι την οδήγησαν στο σημερινό σημείο καμπής απέναντι στο καθεστώς:

Πρώτον: Η – στρατιωτική – επέμβαση της Ρωσίας άλλαξε την πορεία του πολέμου προς όφελος του καθεστώτος της Δαμασκού και η αποχώρηση των αραβικών και δυτικών χωρών από την υποστήριξη της αντιπολίτευσης προκάλεσε την αλλαγή της ισορροπίας εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων που επηρέασαν τον πόλεμο σε μεγάλο βαθμό. Αυτό ανάγκασε την Αγκυρα να επανατοποθετήσει τον ρόλο της.

Δεύτερον: Η σοβαρή κρίση στις σχέσεις Τουρκίας -Ρωσίας το 2015 ήταν ένας ισχυρός παράγοντας για τον Ερντογάν να αναζητήσει τρόπους διαχείρισης αντικρουόμενων συμφερόντων με τη Ρωσία στη Συρία και να αποφύγει μια δαπανηρή στρατιωτική αντιπαράθεση.

Και ο παράγοντας αυτός ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία – την επόμενη χρονιά – και τον υποτιθέμενο ρόλο της Δύσης σε αυτήν.

Τρίτον: Η υποστήριξη της Δύσης προς τα κουρδικά στρατεύματα προκάλεσε μεγάλη ρωγμή στις σχέσεις της με την Αγκυρα και ιδιαίτερα με την Ουάσιγκτον.

Ως εκ τούτου, η συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία ήρθε ως απάντηση στην αίσθηση απειλής της από τον ρόλο της Δύσης στη Συρία.

Τέταρτον: Η επιτυχία της εταιρικής σχέσης Τουρκίας -Ρωσίας και η πλατφόρμα της Αστάνα – η τριμερής μεταξύ Τουρκίας, Ρωσίας και Ιράν – παρακίνησαν την Αγκυρα να εμβαθύνει σταδιακά τις αλλαγές στην πολιτική της για τη Συρία.

Εσωτερική αποδυνάμωση

Εκτός από όλα αυτά, οι εσωτερικοί παράγοντες της Τουρκίας δεν πρέπει να αγνοηθούν σε αυτόν τον μετασχηματισμό. Οι οικονομικές δυσκολίες της λόγω των επιβαρύνσεων του προσφυγικού προβλήματος και η μετατροπή του σε ισχυρό χαρτί στα χέρια της αντιπολίτευσης στις επερχόμενες εκλογές έχουν καταστήσει την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος κορυφαία προτεραιότητα στην πολιτική του Ερντογάν για τη Συρία.


Από την πρόσφατη συνάντηση Πούτιν – Χαμενεΐ – Ερντογάν στην Τεχεράνη (φωτογραφία AP)

Διότι πριν λίγους μήνες ανακοινώθηκε το έργο για την επιστροφή ενός εκατομμυρίου προσφύγων στη χώρα τους.

Υπό το φως του γεγονότος ότι η επιστροφή τόσων πολλών προσφύγων απαιτεί την επέκταση των ορίων των ασφαλών ζωνών που έχει δημιουργήσει η Τουρκία στη βόρεια Συρία και στις οποίες η Ρωσία και το Ιράν αντιτίθενται σθεναρά, ο Ερντογάν θα πρέπει επίσης να θέσει αυτό το ζήτημα σε συνεργασία με τη Δαμασκό και τους συμμάχους της στον αγώνα κατά του YPG και της πολιτικής ασφάλειας της Τουρκίας. Ελπίζει να επιλύσει τις ανησυχίες της με αυτή τη συνεργασία.

Η απομάκρυνση των Αμερικανών

Ενώ η πλατφόρμα της Αστάνα ήταν ανίκανη να αναπτύξει κοινή στάση ενάντια στο κουρδικό σχέδιο, η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της Τεχεράνης μεταξύ των ηγετών της Τουρκίας, της Ρωσίας και του Ιράν οδήγησε σε συμφωνία για συνεργασία σε αυτή την περίπτωση και στην άσκηση κοινής πίεσης για την απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συρία.

Δεδομένων των τεράστιων και περίπλοκων προκλήσεων που αντιμετωπίζει ένας de facto μετασχηματισμός στις σχέσεις Αγκυρας – Δαμασκού, αυτό είναι απίθανο να συμβεί, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον.

Ωστόσο, θα ήταν πιο ωφέλιμο να επικεντρωθούμε στην αντιμετώπιση των κύριων ζητημάτων που θα συνέβαλαν ώστε να μην καταρρεύσει ο νέος δρόμος καθώς η μετάβαση στο επόμενο στάδιο θα απαιτήσει συγκεκριμένα βήματα και από τις δύο πλευρές.

Και τα δύο μέρη έχουν διαφορετικά κίνητρα, διαφορετικούς στόχους και προτεραιότητες για κάποιες αλλαγές στη σχέση τους. Και ο καθένας είναι πρόθυμος να πάρει αυτό που θέλει από την άλλη πλευρά πριν δώσει.

Ωστόσο, αυτή η διαφορά αντιμετωπίζεται μέσω της διαπραγμάτευσης, είτε πρόκειται για την αποκατάσταση της πολιτικής επικοινωνίας μεταξύ Αγκυρας και Δαμασκού είτε μέσω διαμεσολαβητών.

Και καθώς αυτές οι διαπραγματεύσεις γίνονται πιο σοβαρές, κάθε πλευρά θα ανεβάσει τον πήχη με τους όρους της.

Οποια και αν είναι η φύση των αναγκών και των απαιτήσεων, η ανάγκη και των δύο μερών να μεταμορφώσουν τη σχέση και τα κέρδη που επιθυμούν είναι αυτά που καθορίζουν τις πιθανότητες επιτυχίας σε αυτό το νέο μονοπάτι.

Τα στάδια των διαπραγματεύσεων

Κατά την εκτίμησή μας, η νέα διαδρομή θα προχωρήσει σε διάφορα στάδια:

Το πρώτο στάδιο μπορεί να συνίσταται στον τερματισμό της πολιτικής έχθρας μεταξύ των δύο χωρών και στη διεξαγωγή πολιτικής επικοινωνίας σε προεδρικό επίπεδο – στο μέγιστο – ή σε επίπεδο υπουργείου Εξωτερικών – στο ελάχιστο.


Ασσαντ – Πούτιν στο Κρεμλίνο (φωτογραφία αρχείου Reuters)

Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου άνοιξε τον δρόμο για το δεύτερο ενδεχόμενο, ανακοινώνοντας τη συνάντησή του με τον σύρο ομόλογό του, Φαϊζάλ Μικντάντ, στο περιθώριο της Συνάντησης του Κινήματος των Αδεσμεύτων, στο Βελιγράδι της Σερβίας, πριν περίπου ένα χρόνο.

Το δεύτερο στάδιο μπορεί να περιλαμβάνει τη λήψη ορισμένων σημαντικών βημάτων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των μερών.

Οι πιο σημαντικές από αυτές είναι η υπογραφή διμερούς συμφωνίας ή πρωτοκόλλου για να διασφαλιστεί ότι οι σύροι πρόσφυγες θα σταλούν πίσω στις χώρες τους και δεν θα διώκονται, η αναθεώρηση της Συμφωνίας των Αδάνων και η έναρξη συνεργασίας για την ασφάλεια μεταξύ Αγκυρας και Δαμασκού κατά του PKK και τις προεκτάσεις του στη Συρία.

Επιπλέον, η Τουρκία θα κάνει ορισμένες βασικές παραχωρήσεις που θέλει το καθεστώς, όπως οι συνοριακές διελεύσεις που ελέγχονται από την αντιπολίτευση και η αποκατάσταση του ελέγχου των διεθνών διαδρομών.

Η τρίτη φάση, που είναι και η πιο δύσκολη, μπορεί να συνίσταται στην εστίαση προώθησης της πολιτικής λύσης προκειμένου να επιτευχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία που θα τερματίσει τον πόλεμο.

 Η πίεση της Ρωσίας

Είναι βέβαιο ότι κάθε λεπτομέρεια σε αυτά τα θέματα είναι αρκετά περίπλοκη ώστε να πετύχει αυτή η διαδικασία.

Είναι επίσης βέβαιο ότι το συριακό καθεστώς, το οποίο αρνείται να κάνει παραχωρήσεις στην αντιπολίτευση, θα αντισταθεί σε οποιαδήποτε πραγματική πολιτική αλλαγή που θα θέσει σε κίνδυνο την απώλεια της εξουσίας.

Ως εκ τούτου, ως κύριος χορηγός αυτής της διαδρομής, η Ρωσία θα έχει βασικό ρόλο στο να πιέσει τη Δαμασκό να στρίψει στη γωνία με την Αγκυρα και να καταλήξει σε συμβιβασμό σε ορισμένα ζητήματα.

Τέλος, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε τις διπλωματικές ικανότητες που επέτρεψαν στη χώρα του να κάνει μια σημαντική στροφή στις εξωτερικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια, αλλά οι κινήσεις του στη Συρία τώρα εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους.

Στον βαθμό που τα μελλοντικά του βήματα θα είναι καθοριστικά για την τύχη του συριακού πολέμου και της περιφερειακής κατάστασης, οι συνέπειές τους θα γράψουν τη σημαντικότερη σελίδα της κληρονομιάς του στην εξωτερική πολιτική.

Πηγή: aljazeera.net, echedoros-a.gr