Ενας περιφερειακός πόλεμος με χαρακτηριστικά παγκοσμίου πολέμου επαναπροσδιορίζει σήμερα την έννοια της ισχύος στον σύγχρονο κόσμο. Ο αμερικανός καθηγητής Τζόζεφ Νάι, ίσως ο σημαντικότερος μελετητής της έννοιας της ισχύος στη διεθνή πολιτική, έβαλε στην ακαδημαϊκή συζήτηση τις έννοιες της ήπιας και σκληρής ισχύος. Είναι άραγε αυτές χρήσιμα εργαλεία για να φτάσουμε σε έναν «έντιμο» συμβιβασμό της ισχύος με τη δικαιοσύνη;

Απάντηση σε αυτό το κομβικό ερώτημα που απασχολεί τις διεθνείς σχέσεις αποτελεί το Ευρωπαϊκό Σχέδιο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία είναι πρωταγωνιστής στο οικονομικό και εμπορικό επίπεδο ενός πολυπολικού κόσμου, ήταν μέχρι πρόσφατα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήπιας ισχύος.

Ομως, η ευρωπαϊκή ήπια ισχύς κατέρρευσε μέσα σε μία ημέρα. Ηταν η ημέρα της έναρξης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Μέσα σε μία ημέρα άλλαξε την πολιτική της και η Γερμανία, ο βασικός εκφραστής της ήπιας ισχύος στην Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ενηλικιώνεται γεωπολιτικά με αυτόν τον πόλεμο και αποκτά πλέον και χαρακτηριστικά σκληρής ισχύος όπως αυτή εκφράζεται με στρατιωτικά μέσα. Η ρωσική εισβολή ενισχύει και δικαιώνει τις θέσεις εκείνων των χωρών που εργάζονταν για περισσότερη πολιτική Ευρώπη και δεν επιτρέπει καμία χαλαρή προσέγγιση των θεμάτων άμυνας και εθνικής ασφάλειας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει πλέον διαμορφώσει ένα πλαίσιο που δεν επιτρέπει ανεύθυνες περιπέτειες. Κι όμως, η Τουρκία παραμένει επιθετική και διεκδικητική. Με την προβολή μιας ανεύθυνης ισχύος, κλιμακώνει επικίνδυνα την κατάσταση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, επαναφέρει το Μεταναστευτικό, ξαναπαίζει το χαρτί του Κουρδικού και κορυφώνει τον εκβιασμό προς το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ με πρόφαση την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Κι όλα αυτά ο Ερντογάν τα εντάσσει στην εικόνα της μεγάλης δύναμης που έχει φιλοτεχνήσει για τη χώρα του, η οποία όμως έχει τεράστια εσωτερικά προβλήματα. Επιχειρεί να προετοιμάσει ή τουλάχιστον να συνδιαμορφώσει τους όρους της τελικής λύσης του πολέμου (δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως αυτή θα έρθει μέσω Τουρκίας) και της νέας τάξης πραγμάτων και χρησιμοποιεί μια αναθεωρητική και επιθετική στρατηγική, δείχνοντας προθέσεις που προσομοιάζουν με εκείνες της Ρωσίας.

Η Τουρκία του Ερντογάν έχει την ίδια αυτοκρατορική λογική με τη Ρωσία του Πούτιν. Και οι δύο διακατέχονται από τον ίδιο αναθεωρητισμό που είναι επικίνδυνος για την παγκόσμια σταθερότητα και αμφισβητούν σταθερές δεκαετιών.

Πριν από τον πόλεμο, ο Ερντογάν είχε προσπαθήσει να κλείσει μέτωπα, όμως ο αναθεωρητισμός του φίλου του του Πούτιν και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν εξελίχθηκαν όπως θα το περίμενε ο Ερντογάν. Στην αρχή κέρδισε κάποιους πόντους. Ωστόσο ο πόλεμος συνεχίζεται και μάλιστα με εκπλήξεις για τη Ρωσία. Κάπου εδώ η Τουρκία μπερδεύτηκε, αγχώνεται, εκβιάζει και εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα για το ΝΑΤΟ και σε εμπόδιο στην αναζήτηση μιας μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων που θα στηρίζεται στον σεβασμό της εθνικής ακεραιότητας των κρατών. Αγοράζει ρωσικούς πυραύλους S-400, πουλάει μη επανδρωμένα αεροπλάνα στην Ουκρανία, απαιτεί εκσυγχρονισμό από τις ΗΠΑ των πολεμικών αεροσκαφών F-16 και ταυτόχρονα προσπαθεί να διαδραματίσει ρόλο γεφυροποιού μεταξύ Δύσης και Ρωσίας προωθώντας τις περιφερειακές φιλοδοξίες της. Ο σύμμαχος οφείλει να είναι αξιόπιστος, και η Τουρκία δεν είναι αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ. Ισως κάποια πράγματα να ήταν καλύτερα εντός της νατοϊκής συμμαχίας, όσον αφορά τη συμπεριφορά της Αγκυρας, αν οι ΗΠΑ θύμιζαν εγκαίρως στην Τουρκία πως ο βασικός λόγος ένταξής της το 1952 (μαζί με την Ελλάδα) ήταν να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην κάθοδο της τότε Σοβιετικής Ενωσης στις θερμές θάλασσες (Μεσόγειος) και όχι να εξελιχθεί σε στρατηγικό «εταίρο» της σημερινής Ρωσίας του Πούτιν.

Στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, ο Ερντογάν δεν αρκείται σε μια έντιμη θέση στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεργασίας αλλά διεκδικεί ηγετικό και πατερναλιστικό ρόλο, που τον συνδέει με το τουρκικό εθνικό αφήγημα και τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Σήμερα, ο εθνικιστικός επεκτατισμός του Ερντογάν έρχεται σε αντίθεση με τη μοναδική πραγματική πολιτική επιλογή που υπάρχει για την Τουρκία που είναι η έντιμη συμμετοχή της στην ευρωατλαντική κοινότητα, μακριά από εκβιασμούς και απειλές. Αντιθέτως, με συνεχείς αναφορές στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, την οποία δεν μπορεί να επικαλεστεί γιατί δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει «νομικές εντυπώσεις» και παράλληλα επιχειρεί με συνεχείς προκλήσεις να υποχρεώσει την Ελλάδα να απαντήσει σε αυτές και να φτάσουμε σε γενίκευση της ρήξης με απρόβλεπτες συνέπειες για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν αποδέχεται τον τουρκικό αναθεωρητισμό και την επιθετικότητά του.

Εχει αναβαθμισμένο ρόλο στη νέα γεωπολιτική οικονομική εξίσωση και δημιουργεί προϋποθέσεις για να εκμεταλλευθεί τις νέες ευκαιρίες και τη μεγάλη επιστροφή της Δύσης που δρομολόγησαν η υγειονομική κρίση της πανδημίας και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της ευρωζώνης (ευτυχώς) και του ΝΑΤΟ, αποτελεί εγγυητή της ειρήνης, της ασφάλειας και της συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Είναι ένας εξαιρετικά αξιόπιστος σύμμαχος και εταίρος, πόλος σταθερότητας και συνεργασίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως το επιβεβαίωσε και η πρόσφατη σύνοδος κορυφής των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη. Εχει εξελιχθεί πλέον σε κομβική πύλη για την είσοδο του υγροποιημένου φυσικού αερίου στην περιοχή κι αυτό είναι σημαντικό για τη σταθερότητα της περιοχής. Ο νέος τερματικός σταθμός της Αλεξανδρούπολης που έχει ενταχθεί σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα τροφοδοτεί χώρες των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης, ακόμη και της Ουκρανίας. Ηδη, η Ρεβυθούσα εξυπηρετεί τη Βουλγαρία.

Η αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Ελλάδας ενισχύεται περισσότερο με τη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις ΗΠΑ και με την εξαιρετική στρατηγική συμφωνία με τη Γαλλία του Σεπτεμβρίου του 2021.

Η ευρωατλαντική κοινότητα πρέπει να περιορίσει δύο πολιτικές ισχύος: τον ρωσικό αναθεωρητισμό και τον κινεζικό οικονομικό επεκτατισμό. Προς αυτή την κατεύθυνση, Ευρωπαϊκή Ενωση και ΗΠΑ επενδύουν γεωπολιτικά και γεωοικονομικά στην Ελλάδα. Αυτό είναι το καλύτερο δίχτυ ασφαλείας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.

Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.