Η ανακοίνωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κάνει θετική εισήγηση στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ώστε η Ουκρανία να αποκτήσει την ιδιότητα του υποψηφίου μέλους, σηματοδοτεί, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, μια σημαντική στροφή στην πρακτική της Ένωσης, που μέχρι τώρα ήταν μάλλον επιφυλακτική στη διεύρυνση και έχει καθυστερήσει σημαντικά ακόμη και την απόδοση της ιδιότητας του υποψηφίου μέλους.

Ο συμβολισμός μάλιστα είναι διπλός. Από την μια έχουμε την ίδια ταχύτητα που παρακάμπτει το γεγονός ότι συνήθως του χαρακτηρισμού κράτους ως υποψηφίου μέλους προηγούνται εκτεταμένες διαπραγματεύσεις και σημαντικές αλλαγές ώστε να καθησυχαστούν αντιρρήσεις ή προβληματισμοί. Και μάλιστα παρότι έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις και από τη Δανία και από την Ολλανδία.

Από την άλλη, η ΕΕ δείχνει να ξαναδοκιμάζει μια σημαντική «προς ανατολάς» διεύρυνση, ισοδύναμη συμβολικά με την εποχή που ξεκινούσε η διαδικασία ένταξης των μετασοβιετικών δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ήταν πρώην δημοκρατίες της ΕΣΣΔ.

Φυσικά, ο συμβολισμός δεν περιορίζεται σε αυτά τα στοιχεία. Υπάρχει και αυτό που στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον μέτρησε περισσότερα, δηλαδή να φανεί ότι η Ευρώπη είναι όντως «στο πλευρό της Ουκρανίας».

Και αυτό γιατί είμαστε σε μια συγκυρία όπου η τρέχουσα ρωσική τακτική της επικέντρωσης στο Ντονμπάς δείχνει να αποδίδει και η ουκρανική κυβέρνηση έχει κλιμακώσει τα αιτήματα για βοήθεια. Σε αυτό το φόντο, όπως φάνηκε και από την κοινή επίσκεψη Μακρόν, Σολτς και Ντράγκι στο Κίεβο, η ΕΕ προσπαθεί να δώσει τον τόνο ότι πολιτικά παραμένει αλληλέγγυα, έστω και εάν δεν μπορεί να προσφέρει δεσμεύσεις στρατιωτικής βοήθειας ανάλογες με αυτές των ΗΠΑ.

Το πρόβλημα με την πρόταξη της Ουκρανίας

Ο τρόπος που προτάχθηκε η Ουκρανία ως προς την απόκτηση καθεστώτος υποψηφίου κράτους-μέλους δείχνει ότι επρόκειτο για μια αμιγώς πολιτική απόφαση. Άλλωστε, αντικειμενικά εν καιρώ πολέμου καμία πρόοδος δεν μπορούσε να γίνει ως προς την επίλυση των σοβαρών θεσμικών προβλημάτων που πριν τον πόλεμο εξηγούσαν γιατί από το 2014 και μετά η ΕΕ ήταν επιφυλακτική ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Προβλήματα που αφορούσαν την κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων, την υπεράσπιση των μειονοτήτων και την ενδημική διαφθορά.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: η ιδιότητα του «υποψηφίου μέλους» είναι απλώς ένα πρώτο βήμα στη διαδικασία ένταξης. Προϋποθέτει την εκτίμηση ότι πληρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις, αλλά η ουσιαστική διαπραγμάτευση (με τα διάφορα «κεφάλαια») ξεκινάει μετά.

Αυτή τη στιγμή το επίσημο καθεστώς του υποψηφίου μέλους έχουν η Τουρκία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία. Διαπραγματεύσεις  ένταξης έχουν ξεκινήσει μόνο το Μαυροβούνιο και η Τουρκία (αν και οι συζητήσεις με την Άγκυρα επί της ουσίας είναι σχεδόν «παγωμένες»). Οι άλλες χώρες έχουν κερδίσει «θετικές εισηγήσεις» για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις αλλά όχι ημερομηνία ή χρονοδιάγραμμα.

Εκτός από την Ουκρανία την ιδιότητα του υποψήφιου μέλους διεκδικούν η Μολδαβία και η Γεωργία. Επίσης τη διεκδικούν στα Βαλκάνια η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο.

Με αυτή την έννοια ιδίως στα Δυτικά Βαλκάνια υπάρχει ένα αίσθημα αδικίας καθώς βλέπουν διαρκώς να αναβάλλεται η υπόσχεση που έχουν λάβει για έναρξη ενταξιακών συζητήσεων, παρά τις εγγυήσεις που έχουν προσφέρει. Θυμίζουμε μάλιστα ότι η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ήταν μια υπόσχεση ουσιαστικά της ΕΕ προς τη Βόρεια Μακεδονία για να ενθαρρυνθεί να αποδεχτεί τη Συνθήκη των Πρεσπών, υπόσχεση που στην πραγματικότητα έχει μάλλον αθετηθεί μέχρι τώρα, στοιχείο που έχει προκαλέσει και σημαντική δυσαρέσκεια.

Η μακρά διαδικασία διαπραγμάτευσης

Μια ματιά την ιστορία των σχετικών διαπραγματεύσεων δείχνει τον μακρόχρονο χαρακτήρα τους. Μπορεί να υπάρξει μεγάλο διάστημα και ανάμεσα στην απόκτηση της ιδιότητας του υποψηφίου μέλους και την έναρξη των διαπραγματεύσεων και ανάμεσα στην έναρξη των διαπραγματεύσεων και την ένταξη.

Οι καθυστερήσεις αυτές αντανακλούν τόσο πραγματικά θεσμικά εμπόδια ζητήματα και ανάγκες μεταρρυθμίσεων, όσο και πολιτικούς υπολογισμούς. Για παράδειγμα ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να ξεκινήσει ενταξιακή διαπραγμάτευση με τη Βόρεια Μακεδονία όσο ήταν ανοιχτό το ζήτημα του ονόματος και των σχέσεων με την Ελλάδα. Αντίστοιχα, όσο δεν υπάρχει μια οριστική επίλυση του θέματος του Κοσόβου, πάντα θα υπάρχει ένα ερώτημα σε σχέση με τη Σερβία. Και βέβαια στην περίπτωση της Τουρκίας παρότι τυπικά έχουν ξεκινήσει ενταξιακές διαδικασίες, είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είναι μάλλον απρόθυμες να προχωρήσουν.

Η απροθυμία διεύρυνσης

Σε όλα αυτά προστίθεται ένα πιο σοβαρό ζήτημα. Στην πραγματικότητα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και καιρό είναι μάλλον επιφυλακτικές απέναντι σε επόμενα κύματα διεύρυνσης. Αυτό είχε ήδη φανεί από τη διαπραγμάτευση με την Τουρκία, όταν από πολύ νωρίς έγινε σαφές ότι χώρες όπως π.χ. η Γαλλία δεν ήταν διατεθειμένες να δουν μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα να γίνεται τμήμα της Ένωσης.

Έπειτα υπάρχει το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές οι περισσότερες χώρες που ζητούν σήμερα να ενταχθούν είναι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας με σημαντικά στοιχεία πραγματικής απόκλισης ως προς ζητήματα κατά κεφαλήν ΑΕΠ και κοινωνικών συνθηκών. Αυτό τις καθιστά χώρες που θα χρειαστεί να είναι στις καθαρές ωφελούμενες των ευρωπαϊκών προϋπολογισμών και θα χρειαστούν δαπάνες για τα διαρθρωτικά προβλήματά τους, ενώ θα διεκδικήσουν και πόρους από την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Σε μια Ευρώπη που χρειάστηκε εξαντλητικές διαπραγματεύσεις για να συμφωνήσει στο Ταμείο Ανάκαμψης (μεγάλο σε σχέση με την κλίμακα του ευρωπαϊκών προϋπολογισμών, μικρό σε σχέση με το ΑΕΠ της Ένωσης), φαίνεται δύσκολο οι πιο αναπτυγμένες χώρες να θέλουν να βάλουν το χέρι «βαθιά στην τσέπη».

Σε όλα αυτά προστίθενται και οι αρνητικές εμπειρίες από τις χώρες της διεύρυνσης. Μπορεί σήμερα να έχουν πέσει οι τόνοι, κυρίως εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε τα προβλήματα σε σχέση με την τήρηση των κανόνων κράτους δικαίου στην Ουγγαρία και την Πολωνία που είχαν οδηγήσει και στην ενεργοποίηση των σχετικών «πειθαρχικών» διαδικασιών, ή τα προβλήματα ενδημικής διαφθοράς σε χώρες όπως π.χ. η Βουλγαρία.

Σε αυτό το φόντο αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένη ΕΕ σε αυτή τη φάση πραγματικά και πέραν συμβολισμών να προχωρήσει σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μια χώρα όπως η Ουκρανία που πέραν των ανοιχτών θεσμικών ζητημάτων που έχει ή των υπαρκτών προβλημάτων διαφθοράς έχει και ανάγκη μεγάλης οικονομικής ενίσχυσης για την ανοικοδόμησή της.

Βεβαίως, όπως πολιτικές ήταν τελικά οι αποφάσεις των προηγούμενων κυμάτων διεύρυνσης (ας μην ξεχνάμε ότι ήδη από την αυγή της «μετακομμουνιστικής» εποχής οι ηγετικές χώρες της ΕΕ και πρωτίστως η Γερμανία είδαν την ανατολική Ευρώπη ως οικονομική «ενδοχώρα»), πολιτική – και σε μεγάλο βαθμό γεωπολιτική…- θα είναι και η απόφαση για την Ουκρανία.