Δύσκολο να σκεφτείς πως ένας τόσο ενεργός και δημοφιλής ηθοποιός, με πορεία 62 χρόνων, καλείται για πρώτη φορά να παίξει τραγωδία. Κι όμως ο Γιώργος Κωνσταντίνου παίρνει το βάπτισμα αυτό το καλοκαίρι. Παιδαγωγός στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, που σκηνοθετεί ο Γιώργος Λύρας, κάνει μια αναδρομή στην πορεία του, ξεκινώντας από το Θέατρο Τέχνης.

Κύριε Κωνσταντίου, πώς και άργησε τόσο πολύ η τραγωδία;

«Δεν μου ζήτησαν ποτέ να παίξω σε τραγωδία. Μια φορά μόνο, παλιά, μου είχε προτείνει ο Σπύρος Ευαγγελάτος αλλά είχα κάποια άλλη δουλειά και δεν γινόταν. Εχω όμως παίξει ένα σωρό Αριστοφάνη. Και η πλάκα είναι ότι τώρα που μου το πρότειναν ήρθε παράλληλα κι άλλη μία πρόταση για το μεθεπόμενο καλοκαίρι, Τειρεσίας στον «Οιδίποδα Τύραννο»».

Με την πείρα σας, πώς αντιμετωπίζετε το είδος και τον ρόλο;

«Υποκριτικά, δεν βρίσκω δυσκολίες, δεδομένου ότι και οι τραγωδίες παίζονται με έναν φυσικό τρόπο, μια απλότητα. Γίνονται, ας πούμε, καθημερινές, ώστε να τις καταλάβει ο κόσμος και να βιώσει αυτές τις καταστάσεις, χωρίς στόμφο, αλλά με την καθαρότητα του λόγου του Ευριπίδη – ή του Σοφοκλή, ανάλογα.

Χαίρομαι που βρίσκομαι σε μια τέτοια περίπτωση – δεν είναι τραγικός ο ρόλος μου, δεν χρειάζεται να απαγγείλω και να πω την ιστορία, όπως ο Εξάγγελος ή ο Διόσκουρος. Κάνω τον Παιδαγωγό της Ηλέκτρας, του Ορέστη και του πατέρα τους, γιατί εγώ τους ανέθρεψα. Βγαίνει έτσι ένας πολύ πονεμένος και απελπισμένος άνθρωπος, που του στέρησαν ανθρώπους που αγάπησε, ξεκινώντας από τον πατέρα της Ηλέκτρας, κι αυτό μου αρέσει πολύ. Είχα στο μυαλό μου την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και αναρωτιόμουν γιατί δεν την ανεβάζουμε. Εξετάζοντας όμως περισσότερο τα πράγματα, κατάλαβα ότι ο Σοφοκλής ήταν περισσότερο θεατράλε παρά μια εσώψυχη ιστορία. Και τώρα που το κατάλαβα είναι πολύ καλύτερα».

Το δίδυμο Ηλέκτρας – Ορέστη ερμηνεύουν η Μαρία Κίτσου και ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, δύο ηθοποιοί που έρχονται μετά από μια τηλεοπτική επιτυχία. Τι συμβουλεύετε τους νεότερους;

«Το μόνο που τους λέω είναι ποτέ να μην επαφίενται στην τηλεόραση. Είναι ό,τι πιο εφήμερο υπάρχει. Αρκεί να δεις σειρές του παρελθόντος, με μεγάλες επιτυχίες. Πίστευες ότι αυτοί που παίζουν εκεί είναι θεοί, και χάθηκαν μέσα στον χρόνο. Η βάση είναι το θέατρο, τα θεμέλια είναι το θέατρο, η αναγνώριση του κόσμου έρχεται από το θέατρο. Στην τηλεόραση ο χρόνος είναι περιορισμένος».

Ξεκινήσατε από το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν. Τι κρατάτε από εκείνα τα χρόνια;

«Η παράσταση στην οποία έπαιξα για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης ήταν «Η αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε σκηνοθεσία Κουν. Ημουν ακόμα σπουδαστής στη σχολή. Με έβαλε να παίξω αυτόν που έρχεται να μετρήσει την αυλή για να γίνει πολυκατοικία. Θυμάμαι ότι όταν μας διάβασε ο Καμπανέλλης το έργο είχαμε πάθει όλοι κι εκείνος έτρεμε, είχε γίνει κόκκινος. Ο Κουν του είπε πόσο ωραίο ήταν. Ανέβηκε το έργο και έκανε επιτυχία. Κάποιες φορές όμως παίζαμε και με δώδεκα θεατές. Το θυμάμαι γιατί τους μοίραζαν μέσα στην αίθουσα για να φαίνονται περισσότεροι.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν «Ο Κύκλος με την κιμωλία». Είδαμε τόσο πολύ κόσμο. Είχαν έρθει και αντιπρόσωποι του Μπρεχτ, από το Μπερλίνερ Ανσάμπλ – ζούσε ακόμα η γυναίκα του. Επιασαν τον Κουν και του είπαν ότι «αν ζούσε ο Μπρεχτ, θα σας είχε σκοτώσει, διότι αυτό που παίξατε είναι αυτό που δεν θα ήθελε ο Μπρεχτ, γιατί ήθελε τα έργα του να παίζονται με μάσκες». Πίστευε στον λόγο ο Μπρεχτ. Ηθελε το κοινό να παρασύρεται από τον λόγο, όχι από τις εκφράσεις».

Ο κινηματογράφος σάς καθόρισε;

«Ξέρετε, εγώ έκανα συνολικά 17 ταινίες. Εκείνο τον καιρό, και λόγω Κουν, δεν ήμασταν τυποποιημένοι: Αλλού έπαιζα τον βλάκα, αλλού τον κύριο, τον αλήτη. Είχα μάθει να μην τυποποιούμαι. Θυμάμαι ότι όταν μου είπε ο φίλος μου ο Βουτσάς «αν δεν τυποποιηθείς δεν θα πας μπροστά», εγώ του είπα ότι «αν τυποποιηθώ, καλύτερα να μην κάνω θέατρο». Χωρίς λοιπόν να το καταλάβω, κάνοντας ό,τι έπρεπε να κάνω, κάθε φορά ήταν και διαφορετικός ο ρόλος. Αλλιώς στο «Καλωσήρθε το δολάριο», αλλιώς στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», στο «Ξύπνα Βασίλη», ή στο «Γάμος α λα ελληνικά». Αλλά ο κινηματογράφος με απέρριψε τότε γιατί απέφυγα την τυποποίηση. Κι αυτή είναι η επιτυχία του σήμερα. Τότε δεν θα έκανες επιτυχία χωρίς την τυποποίηση – οι άλλοι έκαναν 150 ταινίες».

Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στο θέατρο, το κίνημα #MeToo;

«Στο θέατρο συνέβαιναν πάντα αυτά τα πράγματα. Η διαφορά, τώρα που ο κόσμος απελευθερώνεται, είναι ότι όλο και περισσότερο, όλα αυτά βγήκαν στην επιφάνεια. Και θα κατηγορηθούμε όπως κατηγορούνται όλοι. Θα μου πουν, καλά, εσύ δεν είδες; Οχι, δεν είδα. Ηξερα όμως ότι γίνονταν, γιατί δεν το ‘πε ένας, αλλά είκοσι. Γίνονταν και παλιά. Δεν ήταν κουκούλωμα. Η σχέση των πρωταγωνιστών με τα νέα κορίτσια, με τα νέα παιδιά, ήταν σαν να έχω το μέλι στα δάχτυλά μου – να μην το γλείψω; Και εφόσον δεν υπήρχε τιμωρία, γιατί όχι. Η ισχύς, αυτή η αισχρή ισχύς. Γιατί όποιος δείχνει τη δύναμή του στο να αδικήσει, να καταπιέσει ή να προσβάλει, είναι αισχρό. Υπήρξα κι εγώ με δύναμη, με ισχύ, έκανα σίριαλ, πέρασαν από τα χέρια μου 1.000 κορίτσια. Αλλά δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου ότι είμαι ισχυρός και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Το σιχαίνομαι. Νομίζω λοιπόν ότι έγινε μια καλή αρχή. Αν μη τι άλλο να σταματήσει όλο αυτό όσο γίνεται. Ισως ο φόβος το μαζέψει».

Είχατε ποτέ φανταστεί ότι ένα «προφιτερόλ» θα είχε τόση διάρκεια;

«Δεν είχα καταλάβει τίποτα απολύτως τότε, ούτε στις πρόβες. Αλλά για εμένα το «προφιτερόλ» ήταν το εφαλτήριο. Η αλήθεια είναι ότι επειδή είχα το ταμπεραμέντο του ηθοποιού και ήμουν καλός στον αυτοσχεδιασμό, κάπως λειτούργησαν όλα αυτά και έγινε από κάτω το έλα να δεις. Είχα μείνει. Η βραδιά εκείνη, θυμάμαι, ήταν σαν όνειρο για εμένα. Τότε στον θίασο της Αλίκης, στο Ρεξ, εγώ ήμουν έκτος-έβδομος ανάμεσα σε σαράντα ηθοποιούς. Κι όταν βγήκα στη σκηνή να χαιρετίσω ένιωσα τα αφτιά μου να βουίζουν, τον κόσμο να ουρλιάζει. Οπότε η Βουγιουκλάκη με πήρε απ’ το χέρι και με πέρασε μπροστά. Μετά έγινα θιασάρχης…».

«Ηλέκτρα» του Ευριπίδη. Μετάφραση Στρατής Πασχάλης, σκηνοθεσία Γιώργος Λύρας, σκηνικά-κοστούμια Απόλλων Παπαθεοχάρης, κίνηση Θανάσης Ακοκκαλίδης, μουσική Αντώνης Παπακωνσταντίνου, φωτισμοί Αλέξανδρος Αλεξάνδρου. Παίζουν: Μαρία Κίτσου, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Γιώργος Δεπάστας, Ιωάννα Μαυρέα, Νίκος Λεκάκης, Ιάσων Παπαματθαίου, Αντώνης Σταμόπουλος, Σπύρος Κυριαζόπουλος και ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Χορός: Φανή Αποστολίδου, Κορίνα Θεοδωρίδου, Πίνα Κούλογλου, Αννα Κωνσταντίνου, Γωγώ Παπαϊωάννου, Βάσια Χρήστου. Πρεμιέρα 25/6, Κατράκειο – Νίκαια. Ακολουθεί περιοδεία.