Η Νέα Δημοκρατία σε λίγες εβδομάδες εισέρχεται στον τέταρτο χρόνο της διακυβέρνησής της. Με άλλα λόγια, εκ των πραγµάτων, η χώρα θα εισέλθει και επισήµως σε προεκλογική τροχιά. Πολύ δε περισσότερο όταν η σχετική σεναριολογία για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες επικρατεί εδώ και καιρό.

Εως τώρα ο Πρωθυπουργός ήταν κατηγορηματικός, δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών διακηρύσσοντας με κάθε ευκαιρία ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν στο τέλος της τετραετίας. Μόνο εσχάτως έθεσε ζήτημα τοξικότητας του πολιτικού ανταγωνισμού, χωρίς και πάλι ωστόσο να αναιρέσει τη δέσμευσή του για εξάντληση της τετραετίας.

Παρά ταύτα, διάχυτη είναι η συζήτηση και εντός της κυβέρνησης για επίσπευση των εκλογών στις αρχές του προσεχούς φθινοπώρου. Με το επιχείρημα κυρίως των πολλών αβεβαιοτήτων της επόμενης δωδεκάμηνης περιόδου, με αιχμή τον χειμώνα, ο οποίος με τις τιμές των καυσίμων διατηρούμενες στα σημερινά ή και υψηλότερα επίπεδα θα αποδειχθεί ιδιαίτερα βαρύς και ικανός να επηρεάσει τις διαθέσεις των ψηφοφόρων. Είναι επίσης ακριβές ότι οι περισσότεροι των υπουργών, εδώ και μήνες, οργανώνουν κυρίως την κάθοδό τους στον εκλογικό στίβο, παρά είναι αφοσιωμένοι σε αυτό καθαυτό το κυβερνητικό έργο. Είναι και αυτή μια παράμετρος αξιομνημόνευτη.

Το σοβαρότερο ερώτημα που ωστόσο τίθεται, είναι κατά πόσον στις παρούσες δύσκολες συνθήκες η χώρα μας μπορεί να αντέξει μια μακρόσυρτη, διάρκειας δώδεκα μηνών, εντόνως πολωτική προεκλογική μάχη.

Με την τουρκική επιθετικότητα να χτυπάει κόκκινο, τις συνέπειες του πολέμου ορατές πια από τον καθένα, τις πληθωριστικές πιέσεις ισχυρές και επίμονες και την πολιτική σταθερότητα αμφισβητούμενη, οι αβεβαιότητες θεριεύουν επιβάλλοντας, αν μη τι άλλο, ταχεία εκκαθάριση της εκλογικής εκκρεμότητας και εξάλειψη τουλάχιστον του πολιτικού ρίσκου.

Επιπλέον θα ήταν ίσως σκόπιμο να μη συμπέσουν οι ελληνικές και οι τουρκικές εκλογές. Το επικρατούν ανθελληνικό και συνάμα εμπρηστικό κλίμα στη γείτονα μάλλον επιβάλλει την αποσύνδεση της μιας εκλογικής αναμέτρησης από την άλλη.

Ο Πρωθυπουργός προφανώς δεν έχει λάβει τις αποφάσεις του. Θέλει να δει πώς θα πάει το καλοκαίρι, πόση πίεση θα δεχθεί από πιθανές και αναμενόμενες πυρκαγιές, αν ο τουρισμός θα αμβλύνει τις οικονομικές συνέπειες του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, και βεβαίως να ζυγίσει και να αξιολογήσει τα τουρκικά σχέδια. Ταυτόχρονα άπαντες υποθέτουν ότι θα λάβει υπ’ όψιν τα σήματα των δημοσκοπήσεων, τις οποίες όλοι γνωρίζουν ότι παρακολουθεί στενά. Επί του παρόντος ωστόσο οι ερευνητές των διαθέσεων της κοινής γνώμης συμφωνούν πως οι κρίσεις «τρέφουν» τον κ. Μητσοτάκη. Τα δημοκοπικά ευρήματα βεβαιώνουν ότι έπειτα από τρία χρόνια διακυβέρνησης σε συνθήκες επάλληλων κρίσεων, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να φθείρεται, αλλά σίγουρα δεν αποδομείται. Ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης δεν επωφελείται από την όποια κυβερνητική φθορά, ούτε το αναγεννημένο ΠαΣοΚ του κ. Ανδρουλάκη διατηρεί τη δημοσκοπική δυναμική που αρχικώς έφερε η εκλογή του νέου προέδρου.

Με άλλα λόγια, ο κ. Μητσοτάκης έχει κάποια περιθώρια αναμονής. Ολα θα κριθούν στα τέλη του καλοκαιριού. Τότε θα αξιολογηθούν οι συνθήκες, θα μετρηθούν τα αποτελέσματα και θα αποτιμηθούν οι πολιτικοί κίνδυνοι μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου. Αν διαπιστώσει ότι το ρίσκο πολλαπλασιάζεται, προφανώς θα ξεπεράσει τις όποιες αναστολές και θα επιχειρήσει το οκτωβριανό άλμα. Η πολιτική σταθερότητα προφανέστατα αποκτά μεγάλη αξία σε περιόδους παρατεινόμενων κρίσεων. Και ο κ. Μητσοτάκης, δεδομένης και της απλής αναλογικής, θα έχει πολλούς λόγους να επιτύχει την, κατά το δυνατόν, ταχύτερη εξασφάλισή της.