Η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση με σημαντικές επιπτώσεις στις οικονομίες των χωρών. Για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων απαιτείται εντατικοποίηση προσπαθειών σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν η παγκόσμια κοινότητα αποτύχει, η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 3℃ μέχρι το 2100. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται σημαντικό η ΕΕ να ενισχύσει τις προσπάθειές της λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι ρύποι δεν αναγνωρίζουν σύνορα. Επιπλέον οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν επηρεάσει το κόστος της ενέργειας αλλά και έχουν ενισχύσει τις προσπάθειες για συντονισμένη απάντηση στις προκλήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο το περιβαλλοντολογικό πακέτο προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Fit for 55) εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα, γεγονός που αποδείχθηκε και σε πολιτικό επίπεδο με την υιοθέτηση της γενικής προσέγγισης για τη διασυνοριακή προσαρμογή άνθρακα (CBAM) στο ECOFIN Μαρτίου.

Σημειώνεται ότι ένα από τα βασικά εργαλεία για την επίτευξη της μετάβασης προς μια βιώσιμη ανάπτυξη, φιλική προς το περιβάλλον, αποτελεί και η φορολογία. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» (Polluter Pays Principle), η οποία προτάθηκε αρχικά από τον ΟΟΣΑ το 1972 και κατοχυρώνεται πλέον στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτελεί την κεντρική περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο ρυπαίνων ευθύνεται για την περιβαλλοντική ζημιά που προκαλεί και πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα πρόληψης ή αποκατάστασης, επωμιζόμενος όλες τις σχετικές δαπάνες.

Τα εργαλεία τα οποία μπορούν να συνδράμουν στην εφαρμογή της αρχής είναι κυρίως οι φόροι, σαν αντιστάθμισμα του κόστους ρύπανσης, και η τιμολόγηση του άνθρακα βάσει της εκτίμησης της χρήσης ενός περιβαλλοντικού αγαθού (π.χ. το σύστημα τιμολόγησης ETS των εκπομπών ρύπων της ΕΕ).

Εμπειρικές μελέτες, όπως η πρόσφατη Εκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταδεικνύουν ότι υφίστανται περαιτέρω δυνατότητες στην ΕΕ για ενίσχυση της περιβαλλοντολογικής πολιτικής μέσω και της περιβαλλοντολογικής φορολογίας. Ουσιαστικά υπάρχουν τομείς που αν και διαθέτουν παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά αναφορικά με τις εκπομπές ρύπων, εν τούτοις δεν εμπίπτουν σε πεδίο εφαρμογής σχετικών προτάσεων της ΕΕ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αεροπορικές μεταφορές:

Περίπου 2,5% από τις παγκόσμιες εκπομπές ρύπων προέρχεται από την αεροπλοΐα. Οι εκπομπές αυτές εκτιμάται ότι θα αυξηθούν μακροπρόθεσμα δεδομένου ότι εξαρτώνται σημαντικά από την οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη. Ενδεικτικά οι εκπομπές ρύπων από την αεροπλοΐα αυξήθηκαν κατά 68% μεταξύ 2010-2020. Η αυξητική τάση αναμένεται να συνεχιστεί κατά 185% μέχρι το 2040 και 300% το 2050. Η έντονη αυξητική τάση προέρχεται κυρίως από τις αεροπορικές μεταφορές λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το κόστος μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων δεν ενσωματώνει ούτε επιμερίζει περιβαλλοντολογικά κόστη.

Η τιμολόγηση του άνθρακα μέσω των εισιτηρίων ή κόστους μεταφοράς, με βάση και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», εκτιμάται ότι θα μπορούσε να επιφέρει μείωση στις εκπομπές ρύπων.

Ηδη οκτώ ΚΜ εφαρμόζουν ή είχαν εφαρμόσει φόρο στις αεροπορικές μεταφορές (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Σουηδία, Αυστρία, Κάτω Χώρες, Δανία και Ιρλανδία). Οι επιβαρύνσεις αυτές διαφέρουν και δεν έχουν ομογενοποιημένα χαρακτηριστικά: άλλες έχουν τον χαρακτήρα τέλους και επιβαρύνουν είτε την αεροπορική εταιρεία είτε τον επιβάτη, άλλες έχουν τα χαρακτηριστικά έμμεσου φόρου και επιβαρύνουν τον καταναλωτή επιβάτη και σχετίζονται και με την απόσταση. Ωστόσο, ως κοινό χαρακτηριστικό αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν – πέραν των περιβαλλοντολογικών στόχων – με την επιβολή των ανωτέρων επιβαρύνσεων να μειωθεί και η φορολογική επιβάρυνση στην εργασία.

Συμπερασματικά οι εκπομπές ρύπων, όπως προαναφέρθηκε, δεν αναγνωρίζουν σύνορα. Συνεπώς η συντονισμένη δράση σε επίπεδο ΕΕ αρχικά, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι απαραίτητη για να μην κατακερματιστεί η Ενιαία Αγορά, αυξηθεί το διοικητικό κόστος και ενισχυθεί α ανταγωνισμός από Τρίτες Χώρες.

Τα ΚΜ με αποτελεσματικά εργαλεία στη διάθεσή τους θα μπορούσαν αρχικά να διερευνήσουν τη δυνατότητα συντονισμένης τιμολόγησης του άνθρακα στις αεροπορικές μεταφορές – λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την επιτυχημένη εφαρμογή του ευρωπαϊκού συστήματος εκπομπών ρύπων στην ΕΕ (ETS) -, την αποτελεσματικότερη φορολόγηση αεροπορικών καυσίμων στο πλαίσιο και της Οδηγίας για τη φορολόγηση της ενέργειας (π.χ. με ενδεχόμενη διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση των εμπορευματικών με τις λοιπές μεταφορές) ή την επιβολή έμμεσου φόρου ανά πτήση.

Η δυνατότητα ενίσχυσης των ιδίων πόρων της ΕΕ με τη νέα φορολόγηση θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί συντονισμένα υφιστάμενη ενεργειακή και οικονομική κρίση με χρήση κοινοτικών πόρων, ενισχύοντας την ενεργειακή αυτονομία της ΕΕ.

Η κυρία Αθηνά Καλύβα (Ph.D.) είναι επικεφαλής Οικονομικής Μονάδας Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην ΕΕ.