Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη δεν έχει ξεχαστεί 59 χρόνια μετά, καθώς η μνήμη του αγωνιστή της Αριστεράς που κανένα δικαστήριο δεν δικαίωσε, συνεχίζει να μένει ζωντανή στο πέρασμα των δεκαετιών και να συντροφεύει τους αγώνες που ξεσπάνε όλα αυτά τα χρόνια.
Στις 22 Μαΐου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ένα από τα πλέον δημοφιλή στελέχη της Αριστεράς της μετεμφυλιακής περιόδου, βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη για να μιλήσει σε εκδήλωση για τον πυρηνικό αφοπολισμό. Οι πληροφορίες που έχουν τα μέλη της οργάνωσης της ΕΔΑ της Θεσσαλονίκης, είναι ότι θα δεχτούν χτύπημα από παρακρατικούς φασίστες και έτσι αποφασίζουν την ομιλία να την οργανώσουν σε εσωτερικό χώρο αντί για εξωτερικό που ήταν αρχικά σχεδιασμένο.
Οργανωμένο σχέδιο
Οι παρακρατικοί όντως χτύπησαν, αλλά ο στόχος τους δεν ήταν να τρομοκρατήσουν τα μέλη και τους φίλους της ΕΔΑ, μια συνηθισμένη πρακτική της περιόδου σε αγαστή συνεργασία με τις κρατικές αρχές, αλλά να δολοφονήσουν τον ηγέτη της Αριστεράς.
Όταν ο Λαμπράκης με τον Τσαρουχά – βουλευτή της ΕΔΑ – , έμπαιναν στο κτίριο οι παρακρατικοί με τον μανδύα των αγανακτισμένων πολιτών τους προπηλάκισαν ενώ εκτόξευαν απειλές και πέτρες. Η αστυνομία παρακολουθούσε απαθής. Είναι ενδεικτικό ότι, στο τέλος της ομιλίας του και αφού είχε ήδη προπηλακιστεί πηγαίνοντας στον χώρο της εκδήλωσης, ο Γρηγόρης Λαμπράκης είπε από το μικρόφωνο: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».
Έχοντας λάβει τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις από τον μοίραρχο Παπατριανταφύλλου ότι ο χώρος έχει αδειάσει από τους παρακρατικούς αλλά και αφού διαμαρτυρήθηκε έντονα στον συνταγματάρχη Καμουτσή για την ασυδοσία τους, ο Λαμπράκης ξεκίνησε μαζί και με άλλους υποστηρικτές του να περάσουν απέναντι τον δρόμο για το ξενοδοχείο.
Ο νεολαίος τότε της ΕΔΑ Λεωνίδας Κοντουδάκης θυμάται:
«Όταν τελείωσε η ομιλία, κατά τις 10.30μμ, κατεβήκαμε στην είσοδο του κτιρίου. Η αστυνομία μάς είπε να περιμένουμε μέχρι να αδειάσει το χώρο από τους τραμπούκους. Άφησε καμιά 30ριά να περάσουν, το Λαμπράκη μαζί με συνοδούς. Εμείς, καμιά 15ριά νέοι μπήκαμε μπροστά, ακολουθώντας το πεζοδρόμιο της Ερμού, φτάνοντας στη γωνία με τη Βενιζέλου, είδαμε ότι το πεζοδρόμιό μας ήταν καθαρό από τραμπούκους. Στο απέναντι ήταν καμιά 20ριά υψηλόβαθμοι της αστυνομίας. Προχωράμε στη διασταύρωση και βλέπουμε το πεζοδρόμιο Βενιζέλου προς Εγνατία καθαρό.
Μετά δέκα μέτρα ακούω τον συνοδό του Λαμπράκη, Σύλλα Παπαδημητρίου, έχω τη φωνή του ακόμη στο μυαλό μου, να λέει “από εδώ παιδιά” και περνάνε τη διασταύρωση. Ακούμε μαρσάρισμα, οι δρόμοι ήταν ημίφωτοι. Δεν είδα το αντικείμενο στο κεφάλι του, αλλά άκουσα τη φωνή μιας συντρόφισσα, της Ειρήνης, που είπε “τον σκότωσαν”.
Το τρίκυκλο όχημα με δύο επιβαίνοντες πέρασε από δίπλα του και οι άνδρες του κατάφεραν χτύπημα στο κεφάλι. Οδηγός ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και στην καρότσα του τρίκυκλου καθόταν ο Μανώλης Εμμανουηλίδης. Και οι δύο ήταν άνθρωποι του υποκόσμου. Μάλιστα, ο Εμμανουηλίδης είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για βιασμό, παιδεραστία, κλοπή κ.ά.
Ο Λαμπράκης χτυπήθηκε, έπεσε στο έδαφος αιμόφυρτος και οι δύο άντρες απομακρύνθηκαν, χωρίς να τους σταματήσει κανείς απ΄τους παρευρισκόμενους αστυνομικούς.
Ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, κατάφερε να πηδήξει πάνω στο τρίκυκλο και για το επόμενο χιλιόμετρο πάλεψε με τους δυο φονιάδες και κατάφερε να τους ακινητοποιήσει με τη βοήθεια ενός τροχονόμου ο οποίος δεν ήταν ενημερωμένος για τη σκευωρία και έκανε το καθήκον του.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου εξέπνευσε τέσσερις μέρες αργότερα.
«Φον Γιοσμάς»: Από συνεργάτης των ναζί παράγοντας στο μετεμφυλιακό κράτος
Μπορεί ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και ο Μανώλης Εμμανουηλίδης να ήταν οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη όμως υπήρχε ένα δίκτυο με άνωθεν εντολές πριν και πάνω από εκείνους.
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δυνάμεις ασφαλείας της Θεσσαλονίκης και των παρακρατικών ομάδων της πόλης ήταν ο Ξενοφών Γιοσμάς ή «Φον Γιοσμάς», όπως είναι γνωστότερος. Ο Γιοσμάς υπήρξε δωσίλογος, συνεργάτης των ναζί και μέγας αντικομμουνιστής.
Στα χρόνια μετά τον εμφύλιο ίδρυσε την αντικομμουνιστική, παρακρατική οργάνωση «Καρφίτσα», στην οποία στρατολόγησε κατά κύριο λόγο παλιούς του συντρόφους από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Ήταν συνεργάτης των αρχών ασφαλείας της Θεσσαλονίκης και προσωπικός φίλος του στρατηγού Κωνσταντίνου Μήτσου, γενικού επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος.
Το 1960 ίδρυσε τον «Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος» , έμβλημα του οποίου ήταν ο γερμανικός «Σιδηρούς Σταυρός». Ο Σύνδεσμος αυτός ήταν σε αγαστή συνεργασία με τις αρχές ασφαλείας της πόλης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιήθηκαν ως υποστήριξη στο έργο της Χωροφυλακής, όπως στην περίπτωση της επίσκεψης του προέδρου Ντε Γκωλ το 1963 στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Εργατική Πρωτομαγιά του 1962. Κυβέρνηση ήταν η ΕΡΕ ενώ ακόμα το παλάτι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.
Η δίκη παρωδία
Η δίκη κράτησε 67 ημέρες. Σε όλη τη διάρκειά της, οι μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις τους ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που παραδέχτηκαν ότι είχαν δεχθεί απειλές πριν από την κατάθεσή τους στο δικαστήριο. Παράλληλα, αποδεικτικά στοιχεία της δολοφονίας, όπως ο λοστός με τον οποίο επιτέθηκε ο Εμμανουηλίδης στον Λαμπράκη, εξαφανίστηκαν.
Συνολικά, οι κατηγορούμενοι για τη δολοφονία Λαμπράκη ανήλθαν στους 31 και, παρά την εισήγηση του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα να κριθούν ένοχοι οι 18, τελικά καταδικάστηκαν μόνο οι εννέα.
Ο εισαγγελέας Δελαπόρτας, ο οποίος θα γραφόταν στην Ιστορία ως ο δικαστικός λειτουργός που δεν φοβήθηκε μπροστά στο παρακράτος, ζήτησε την ενοχή των ανωτάτων αξιωματικών, σημειώνοντας: «Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται -προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς- ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;».
Τόσο στον Γκοτζαμάνη όσο και στον Εμμανουηλίδη αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του «πρότερου έντιμου βίου» καθώς και ότι δεν «ενήργησαν από ταπεινά αίτια». Τελικά, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής συνελήφθησαν και εξορίστηκαν και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης φυλακίστηκε.
Το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν ικανοποιήθηκε. Ενδεικτικός ο τίτλος της εφημερίδας «Το Βήμα», την επομένη: «Η υπόθεσις δεν έκλεισε ποτέ».