Η ανάγκη ταχείας διαφοροποίησης των ευρωπαϊκών πηγών αλλά οδεύσεων εισαγωγής φυσικού αερίου (ΦΑ) της ΕΕ βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής όπως αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται παράλληλα με τη δυναμική του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.

Η μαζική παραγωγή βιομεθανίου και Η2 που προβλέπονται στο RePowerEU αποτελούν δυνητικές λύσεις που θα αρχίσουν να αποδίδουν ουσιαστικούς καρπούς προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας ή τις αρχές της επομένης και όχι έως το 2027, που έχει τεθεί ως έτος-ορόσημο από την ΕΕ για την εκμηδένιση των ρωσικών εισαγωγών ΦΑ.

Η διαδικασία πλήρους απεξάρτησης από τη Ρωσία θα διαρκέσει και πέραν του 2030, αν μη τι άλλο γιατί τότε λήγουν και τα περισσότερα των μακροπρόθεσμων συμβολαίων με τα οποία η Gazprom έχει κλειδώσει μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ενεργειακής κατανάλωσης.

Μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση θα ήταν να αποφευχθούν στο μέτρο του δυνατού κάθε νέα μακροπρόθεσμα συμβόλαια με ρωσικές εταιρείες ΦΑ και να καλυφθούν από άλλες πηγές όλες οι επιπρόσθετες ανάγκες των ευρωπαϊκών κρατών. Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής και η ανάπτυξη νέων ενεργειακών διαδρόμων θα αποτελέσουν – για αυτήν τουλάχιστον τη δεκαετία – τη βασική «εργαλειοθήκη» διαφοροποίησης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Ανατολική Μεσόγειος (και η χώρα μας) διεκδικεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς διαθέτει τις δύο περισσότερο υποσχόμενες και λιγότερο εξερευνημένες χώρες της ΕΕ από άποψη δυναμικού υδρογονανθράκων, δηλαδή την Κύπρο και πρωτίστως την Ελλάδα. Εάν μέσα στα επόμενα χρόνια επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της ΕΔΕΥ, η χώρα μας θα καταστεί – παρά την περαιτέρω εγχώρια αύξηση στην κατανάλωση ΦΑ έως το 2030 – εξαγωγός ΦΑ.

Παράλληλα οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να εξάγουν τα αποθέματά τους μέσω κοινοπρακτικών σχημάτων που παρακάμπτουν και πρέπει να παρακάμπτουν την Τουρκία και λόγω της συμπεριφοράς της ως περιφερειακού ταραξία και λόγω υπερεξάρτησης της ΝΑ Ευρώπης από τον τουρκικό διαμετακομιστικό διάδρομο. Αυτή τη στιγμή Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Ουγγαρία και Βόρεια Μακεδονία εισάγουν όλο το ρωσικό και όλο το μη-ρωσικό αέριο αγωγών που καταναλώνουν μέσα από υποδομές (TANAP/TAP, Turkstream) που διατρέχουν το τουρκικό έδαφος.

Τα νέα που έρχονται από το Ισραήλ καθιστούν σαφές ότι ένας τουρκο-ισραηλινός αγωγός βρίσκεται για το άμεσο μέλλον εκτός του πλαισίου συζήτησης των επιλογών αύξησης των ισραηλινών εξαγωγών ΦΑ. Αυτό φαίνεται να προκύπτει και από τις δημόσιες δηλώσεις του ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα, αλλά και της ισραηλινής υπουργού Ενέργειας στην Ιερουσαλήμ, που έγιναν με διαφορά ολίγων ημερών.

Πέρα από την πλήρη αξιοποίηση των αιγυπτιακών τερματικών που θα κορεστούν από την περαιτέρω αύξηση ισραηλινών εξαγωγών οι οποίες απελευθερώνουν προς υγροποίηση αιγυπτιακή παραγωγή, υπάρχουν ευέλικτες επιλογές εξαγωγής μεσοπρόθεσμου και μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα.

Μία από αυτές είναι η κατασκευή μικρών πλωτών τερματικών υγροποίησης σαν το F-LNG των 3,5 bcm που προτάθηκε από την Energean για την περιοχή του Βασιλικού στην Κύπρο, το οποίο θα τροφοδοτείται από τις δυνητικές ανακαλύψεις της εταιρείας στην ισραηλινή ΑΟΖ συνδέοντας με αγωγό το Ισραήλ και την Κύπρο.

Μια τέτοια προσέγγιση είναι συμπληρωματική προς έναν μεγάλο αγωγό 10-20 bcm όπως ο EastMed που θα εξακολουθήσει να παραμένει απαραίτητος για το σύνολο της περιοχής, ιδίως εάν ανασχεδιαστεί ως αγωγός συμβατός με τη μεταφορά Η2, διασφαλίζοντας παράλληλα την υποστήριξη ή έστω την ανοχή της Αιγύπτου.

Εν προκειμένω, πέραν της Ελλάδος, η επανεμπλοκή της Ιταλίας στο παιχνίδι θα δώσει νέα δυναμική ώθηση μετά τις θετικές δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της Chevron στη CERA Week πριν από έναν περίπου μήνα και τη δημόσια τοποθέτηση του Μάριο Μόντι υπέρ της ανάγκης να επανεξεταστεί ο EastMed, που όπως δήλωσε και από το Φόρουμ των Δελφών ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών είναι «ζωντανός και κλωτσάει» (alive and kicking).

Το σχεδόν ομόφωνο ψήφισμα της ιταλικής Βουλής στις 13 Απριλίου, με το οποίο καλείται η ιταλική κυβέρνηση να έρθει σε επαφή «με τις χώρες που συμμετέχουν στο έργο EastMed προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι προϋποθέσεις για την επαναπροώθησή του», ανοίγουν τον δρόμο για την υπογραφή της διακυβερνητικής του 2020 και από την Ιταλία, εξέλιξη που θα άλλαζε εντελώς τα δεδομένα.

Εν κατακλείδι παραφράζοντας τον Mark Twain, οι φήμες περί οριστικού θανάτου του έργου ίσως αποδειχθούν υπερβολικές… Ιδωμεν.

 

*Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.