Υψηλές προσδοκίες για αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία ενδέχεται να ξεπεράσει ακόμη και το 6% – που εμφανιζόταν ως πιθανότερη εξέλιξη -, καλλιεργεί η κυβέρνηση, ενώ η διαδικασία καθορισμού των αμοιβών έχει εισέλθει στο τελικό της στάδιο μετά την υποβολή από το ΚΕΠΕ στον υπουργό Εργασίας του πορίσματος του διαλόγου, ο οποίος προηγήθηκε με τους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς.Η κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να προωθήσει μια υψηλή αύξηση που θα οδηγεί τον νέο κατώτατο μισθό στο πεδίο των 703 έως 710 ευρώ.

Η πρόθεση αυτή διατυπώθηκε – εκ νέου – κατά την ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή, ο οποίος μίλησε για «δεύτερη εντός του 2022 σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού».

Ο πληθωρισμόςΣτην ίδια κατεύθυνση, ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας προτείνει την «αποκατάσταση – σε μεγάλο βαθμό – της αγοραστικής απώλειας των χαμηλόμισθων», εκτιμώντας ότι «η αύξηση θα πρέπει τουλάχιστον να καλύπτει τον μέσο πληθωρισμό του έτους», τον οποίο προσδιορίζει άνω του 5%.Στο διαδικαστικό μέρος των εξελίξεων ο υπουργός Εργασίας διευκρίνισε ότι η εισήγησή του προς το Υπουργικό Συμβούλιο θα γίνει μετά τις γιορτές του Πάσχα, την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου, και η ισχύς του νέου μισθού θα ξεκινήσει από την 1η Μαΐου.Σύμφωνα με τις τελευταίες ενδείξεις, η κυβερνητική εισήγηση ενδέχεται να είναι υψηλότερη του 6% και να κινηθεί γύρω στο 7%, πέραν του 2% που δόθηκε κατά την 1.1.2022.

Τα σενάρια

Το ύψος της αύξησης των μισθών σε συνδυασμό με τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος και αερίου αποτελούν το σκέλος των κυβερνητικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.

Ετσι οδεύουμε σε μια αύξηση: είτε 6% και νέο κατώτατο 703 ευρώ, είτε 7% και νέο κατώτατο μισθό στα 710 ευρώ. Σύμφωνα με το κυβερνητικό σενάριο, η αύξηση για το 2022 – αθροιστικά από κοινού με το 2% – θα κινείται κοντά ή και θα ξεπερνά την περιοχή της αύξησης του ΑΕΠ, που πέρυσι ήταν 8,3%.

Αντιθέτως προς αυτή την εξέλιξη τεράστιο χάσμα χωρίζει τις απόψεις εργοδοτών και εργαζομένων. Σε αυξήσεις 3% ή 4% κατ’ ανώτατο όριο επιμένουν οι λεγόμενες «μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις» – ΣΕΒ και ΣΕΤΕ – ενώ οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων διατυπώνουν επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις του εργατικού κόστους στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους. Την ίδια ώρα η ΓΣΕΕ επιμένει στην επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από τα 663 ευρώ – γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 13%

Η πρόταση του ΚΕΠΕ

Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας Παναγιώτης Λιαργκόβας «το ΚΕΠΕ, σε συνεργασία με την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, υπέβαλε στον υπουργό Εργασίας Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης, το οποίο καταγράφει τις προτάσεις των διαβουλευόμενων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.

«Η αύξηση στον κατώτατο μισθό πρέπει τουλάχιστον να καλύπτει τον μέσο πληθωρισμό» τονίζει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας

Τα ερευνητικά ιδρύματα που κατέθεσαν εκθέσεις αναφορικά με την αξιολόγηση του κατώτατου μισθού καθώς και οι κοινωνικοί εταίροι που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της διαβούλευσης συμφωνούν να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά διαφωνούν ως προς το μέγεθος αυτής της αύξησης. Συγκεκριμένοι θέτουν αμιγώς οικονομικά κριτήρια (νομισματική σταθερότητα, διατήρηση ανταγωνιστικότητας κ.λπ.) προκρίνοντας μικρότερη αύξηση, ενώ άλλοι θέτουν κριτήρια κοινωνικά (μείωση ανισότητας, φτώχειας και υλικής στέρησης) ζητώντας μια σαφώς υψηλότερη αύξηση».

Ανακούφιση

Και τονίζει ότι «μια μικρή αύξηση δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα όσον αφορά την ανακούφιση των νοικοκυριών, καθώς θα απορροφηθεί πλήρως από τον πληθωρισμό. Από την άλλη, μια αύξηση μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να απορροφήσουν οι επιχειρήσεις θα έχει δυσμενείς συνέπειες κυρίως σε αυτούς τους οποίους ο κατώτατος μισθός καλείται να προστατεύσει.

Στην τελική απόφαση της κυβέρνησης σχετικά με τον κατώτατο μισθό είναι χρήσιμο να ληφθούν υπ’ όψιν τα εξής:

1

Ο πληθωρισμός είναι υψηλός και αναμένεται να διαμορφωθεί το 2022 σε επίπεδο άνω του 5%.

2

Η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί σημαντικά και η μείωση αυτή είναι πιο έντονη για τους φτωχότερους και οικονομικά αδύναμους.

3

Οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία το 2022 παραμένουν θετικές, παρ’ όλη την αβεβαιότητα, και προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ, μείωση της ανεργίας και βελτίωση της παραγωγικότητας.

4

Η πρόβλεψη για ανάπτυξη αναμένεται να μετριάσει σε κάποιον βαθμό την αρνητική επίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού στην απασχόληση.

5

Το γεγονός ότι μισθολογικές αυξήσεις δημιουργούν θετικές προσδοκίες.

6

Από την άλλη πλευρά, μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα αυξήσει επίσης και τους μέσους μισθούς, ενώ θα έχει αρνητική επίδραση στην απασχόληση, μικρότερη στον βαθμό που θα επιτευχθούν αξιόλογοι ρυθμοί ανάπτυξης.

Επομένως, η αύξηση στον κατώτατο μισθό το 2022 πρέπει τουλάχιστον να καλύπτει τον μέσο πληθωρισμό του έτους».