Η Μόσχα δεν ανέμενε μια τόσο ισχυρή και παράλληλα ενιαία απάντηση από τη Δύση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εκτιμά ο Αντρέι Κορτούνοφ, γενικός διευθυντής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (RIAC), στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα». Ο κ. Κορτούνοφ, ο οποίος προγραμματίζει αλλά ακόμη δεν είναι βέβαιος αν και με ποιον τρόπο θα συμμετάσχει στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών στις 6-9 Απριλίου, σημειώνει ότι ίσως υπάρξουν εξελίξεις προς εξεύρεση μιας λύσης στο Ουκρανικό εντός του Απριλίου στη βάση μιας ουδετερότητας της Ουκρανίας με εγγυήσεις ασφαλείας, αλλά και με μία σχέση του Κιέβου με την ΕΕ – χωρίς όμως ένταξη στο άμεσο μέλλον. «Ολες οι πλευρές πρέπει να αισθανθούν ότι έχουν κερδίσει κάτι για να βρεθεί λύση» σημειώνει.

Πόσο πιθανή είναι η εξεύρεση διεξόδου

Πόσο όμως μπορεί να αντέξει η Ρωσία να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στην Ουκρανία υπό το βάρος και των σκληρών δυτικών κυρώσεων, ρωτάμε τον κ. Κορτούνοφ. «Δεν πιστεύω ότι ο πόλεμος θα τελειώσει λόγω των επιπτώσεων των κυρώσεων. Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις για τη ρωσική οικονομία θα είναι μικρές. Αν όμως η σύγκρουση έχει τη δική της λογική και δυναμική», σημειώνει ο κ. Κορτούνοφ, «εκτιμώ ότι κάποια στιγμή οι δύο πλευρές θα είναι εξουθενωμένες και θα αναζητήσουν κάποιο είδος διευθέτησης. Αν και αυτή δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανακωχή ή σε ενδιάμεση συμφωνία. Ελπίζω ότι αυτό θα συμβεί εντός της άνοιξης, όχι απαραίτητα εντός του Μαρτίου, αλλά ίσως τον Απρίλιο».

Το μείζον ερώτημα φυσικά είναι μέχρι πού μπορεί και πού θέλει να φθάσει τα πράγματα ο – μόνιμος πλέον – ένοικος του Κρεμλίνου. Για τον κορυφαίο ρώσο αναλυτή, ο Πούτιν «θα ήθελε να διαπραγματευθεί με τους Αμερικανούς διότι πιστεύει ότι αυτοί είναι ο παράγοντας-κλειδί σε αυτό το ζήτημα». Είναι όμως εφικτή μία συνεννόηση με τόσο διαμετρικά αντίθετες θέσεις μεταξύ Μόσχας και Κιέβου; «Μπορώ τις τελευταίες ημέρες να διακρίνω έναν βαθμό ευελιξίας σε σχέση με την αρχή του πολέμου. Αν δείτε τις επίσημες ανακοινώσεις των τελευταίων ημερών δεν αναφέρονται πια τόσο στο προηγούμενο αίτημα περί «αποναζιστικοποίησης». Πολλοί από εμάς θεωρούσαμε ότι αυτό σήμαινε αλλαγή καθεστώτος, ότι δηλαδή ο Πούτιν ήθελε να διαπραγματευθεί με μία διαφορετική κυβέρνηση στο Κίεβο. Αυτό δεν το ακούμε πια και ίσως να σημαίνει ότι είναι διατεθειμένος να συνομιλήσει με τον πρόεδρο Ζελένσκι. Αν αυτό ισχύει», προσθέτει, «πρόκειται για αλλαγή της αρχικής θέσης προς τη σωστή κατεύθυνση. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη πολύ σοβαρές διαφωνίες με βασικότερη το ζήτημα του Ντονμπάς. Ισως όμως να δούμε μία ρωσο-ουκρανική συνάντηση κορυφής σχετικά σύντομα, και αυτό θα ήταν μείζον επίτευγμα».

Εφόσον υπάρξει το πολυπόθητο άνοιγμα για μία λύση όμως, ποιες θα ήταν οι παράμετροι αυτής; Ποια θα είναι η χρυσή τομή; «Αν κοιτάξουμε τι είναι εφικτό, μια ουδετερότητα της Ουκρανίας με εγγυήσεις ασφαλείας από τις μεγάλες δυνάμεις που ασφαλώς θα είναι κάτι περισσότερο από το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994» αποτελεί το πρώτο στοιχείο λέει ο κ. Κορτούνοφ. Σε σχέση με το Ντονμπάς, «θα έλεγα ότι ίσως οι δύο πλευρές να έπρεπε να το αφήσουν για λίγο στην άκρη. Υπάρχει μεγάλη εχθρότητα και μίσος μεταξύ τους και πιθανόν είναι καλύτερα να επιδιωχθεί μία σταδιακή επανενσωμάτωση της περιοχής στον οικονομικό και ανθρωπιστικό τομέα. Παράλληλα, θα έπρεπε να υπάρξει ένα πολυεθνικό σχέδιο για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Ουκρανίας και στενότερες σχέσεις Ουκρανίας – ΕΕ. Η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος της ΕΕ στο εγγύς μέλλον, είναι σαφές αυτό, αλλά πρέπει να ανταμειφθεί. Ολες οι πλευρές πρέπει να αισθανθούν ότι έχουν κερδίσει κάτι για να βρεθεί λύση» προσθέτει.

Το κόστος θα είναι υψηλό και το όφελος αμφίβολο

Για πολλούς στη Δύση δεν είναι πάντως σαφές πώς ακριβώς αντιδρά η ρωσική κοινωνία και αν υπάρχει ευρεία αντίθεση με τις επιλογές Πούτιν. «Είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο» λέει ο κ. Κορτούνοφ. «Πολλοί εδώ βίωσαν ένα σοκ και μία σύγχυση με τον πόλεμο. Σήμερα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση μεταξύ άρνησης και θυμού. Ωστόσο, υπάρχει προς το παρόν μία τάση συσπείρωσης γύρω από την ηγεσία, με τη δημοτικότητα του προέδρου Πούτιν να ανεβαίνει. Ωστόσο, η αντιπολίτευση παραμένει εδώ. Ισως να είναι μικρή, με σχετικούς όρους, αλλά είναι ηχηρή και έχει επιχειρήματα. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι κυρώσεις δεν θα επηρεάσουν άμεσα τη βάση που στηρίζει τον Πούτιν. Αυτή», συνεχίζει, «εντοπίζεται σε μικρές κωμοπόλεις και στην ύπαιθρο, όπου ζουν άνθρωποι που εξαρτώνται από τον δημόσιο τομέα και δεν λαμβάνουν τον μισθό τους σε δολάρια ούτε εργάζονται σε ξένες επιχειρήσεις, δεν πηγαίνουν στα McDonald’s ή σε μπουτίκ με ακριβά ρούχα. Ολα φυσικά εξαρτώνται από το πόσο θα κρατήσει η σημερινή κατάσταση. Αν κρατήσει πολύ, η οικονομική ηγεσία της χώρας θα βρεθεί σε δύσκολη θέση».

Ο κ. Κορτούνοφ θεωρεί ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν αιφνιδιάστηκε από την ισχυρή και ενιαία απάντηση της Δύσης. «Οι περισσότεροι φίλοι μου», προσθέτει, «δεν είναι πολύ αισιόδοξοι βλέποντας την έκταση των κυρώσεων και της διεθνούς απομόνωσης. Η ανάλυση κόστους-οφέλους που κάνουν σε σχέση με τον πόλεμο δείχνει ότι το κόστος θα είναι υψηλό και το όφελος αμφίβολο. Και μπορώ να σας πω», τονίζει, «ότι κανένας από όσους εγώ συνομίλησα, είτε εδώ στη Ρωσία είτε στη Δύση – και μίλησα σε πολλούς -, δεν ανέμενε μία τόσο ισχυρή και ενιαία απάντηση στη ρωσική εισβολή. Κρίνοντας από αυτό, εκτιμώ ότι ούτε η ρωσική ηγεσία την ανέμενε και σίγουρα όχι σε αυτή την κλίμακα».

Η Κίνα θα στηρίξει τη Ρωσία, αλλά προσεκτικά

Τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει πολύς λόγος για τη στάση που θα τηρήσει η Κίνα στον πόλεμο της Ουκρανίας και για το αν θα βοηθήσει τη Ρωσία. «Εκτιμώ ότι πολιτικά η Κίνα μπορεί να υποστηρίξει τη Ρωσία στην αντίθεσή της στο ΝΑΤΟ, αλλά όχι τόσο πολύ στην αντιπαράθεση με την Ουκρανία. Η Κίνα ανησυχεί για τις ΗΠΑ και την προσπάθειά τους να την ανασχέσουν, και σε αυτό το σημείο τα συμφέροντά της συγκλίνουν με εκείνα της Ρωσίας. Δεν είναι έκπληξη ότι το Πεκίνο ζητάει την ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης και για αυτό δεν υποστηρίζει ούτε την Ουκρανία ούτε τη Ρωσία εναντίον της άλλης. Είδατε», υπογραμμίζει, «ότι απείχε στην ψηφοφορία του Συμβουλίου Ασφαλείας στο ψήφισμα κατά της Ρωσίας. Νομίζω λοιπόν ότι διπλωματικά η Κίνα θα στηρίξει τη Ρωσία κατά της Δύσης, ενώ ίσως αξιοποιήσει την ευκαιρία να ενισχύσει τις οικονομικές της σχέσεις μαζί της, πιθανόν αγοράζοντας ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο που δεν θα θέλει να αγοράσει η Ευρώπη. Παράλληλα όμως θα είναι προσεκτική, διότι δεν θα ήθελε οι ιδιωτικές της επιχειρήσεις να βρεθούν εκτεθειμένες στις αμερικανικές εξω-εδαφικές κυρώσεις. Η Κίνα θα επιθυμούσε ίσως να υποκαταστήσει χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και κάποιες ευρωπαϊκές χώρες στις εξαγωγές αυτοκινήτων ή ηλεκτρονικών προϊόντων στη Ρωσία, όχι όμως και να προκαλέσει ευθέως τις ΗΠΑ – εκτός αν υποχρεωθεί να το κάνει».