Τηρώντας την προεκλογική του υπόσχεση για διορισμό της πρώτης Αφροαμερικανίδας στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο 46ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν πρότεινε στις 25 Φεβρουαρίου 2022 την 52χρονη Κετάνζι Μπράουν Τζάκσον για την πλήρωση της θέσης του αποχωρούντος δικαστή Στίβεν Μπράιερ. Ορόσημο ως προς τη σύνθεση του θεσμού, θα ικανοποιούσε τη Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ (1933-2020), εμβληματική και συνεπή κήρυκα της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πέθανε σε ηλικία 87 ετών όντας ενεργό και δραστήριο μέλος του. Πρόσωπο με κομβική σημασία σε ιστορικές αποφάσεις του δικαστηρίου για την κατάργηση των έμφυλων διακρίσεων (Ηνωμένες Πολιτείες κατά Βιρτζίνια, 1996) ή καίριες διιστάμενες γνωμοδοτήσεις της μειοψηφίας (Λεντμπέτερ κατά Goodyear Tire & Rubber Co.), η Γκίνσμπεργκ αναγορεύθηκε σταδιακά σε σύμβολο ακεραιότητας και γυναικείας ηγεσίας: το 2009 συμπεριλήφθηκε στη λίστα των 100 ισχυρότερων γυναικών του περιοδικού «Forbes», το 2015 σε εκείνη των 100 προσωπικοτήτων του «Time», η εικόνα της τυπώθηκε σε t-shirts και κούπες και η ίδια πέρασε στην ποπ κουλτούρα ως «Notorious RBG» (κατά τον διάσημο νεοϋορκέζο ράπερ των 90s Notorious B.I.G.). Το βιβλίο Δικά μου λόγια (εκδ. Athens Bookstore Publications) που εκδόθηκε το 2016 σε επιμέλεια των καθηγητριών του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν Μέρι Χάρτνετ και Γουέντι Γουίλιαμς αποτελεί μια εξαίρετη σύνοψη του χαρακτήρα και του έργου της.

Το φύλο και η ισότητα

Η Τζόαν Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, κόρη εβραίου μετανάστη από την Οδησσό, διέγραψε μια λαμπρή τροχιά στον χώρο των νομικών επιστημών. Σπούδασε Διακυβέρνηση στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ (με καθηγητή Φιλολογίας τον Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ), αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Κολούμπια, έχοντας περάσει τα πρώτα έτη της στο Χάρβαρντ, δίδαξε από το 1963 ως το 1980 στο Ράτγκερς και στο Κολούμπια, υπήρξε δικαστής του Ομοσπονδιακού Περιφερειακού Εφετείου της Περιφέρειας της Κολούμπια από το 1980 ως το 1993 και μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το 1993 ως το 2020. Αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή της φιλελεύθερης πτέρυγας του τελευταίου και διακρινόταν για την ευγλωττία, την παρρησία και τη συνέπεια με την οποία υπερασπίστηκε την ισότητα των δύο φύλων, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τα δημοκρατικά κεκτημένα σε όλη τη διάρκεια της θητείας της. Υπήρξε ιδιαίτερα ευαίσθητη και μαχητική ως προς το θέμα των έμφυλων διακρίσεων: στη δεκαετία του ’70, παράλληλα με την καθηγητική της θέση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, η Γκίνσμπεργκ δημιούργησε το «Πρόγραμμα Γυναικείων Δικαιωμάτων» σε συνεργασία με την Αμερικανική Ενωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες και ως το 1974 παρέστη ως δικηγόρος σε περισσότερες από 300 υποθέσεις διακρίσεων. Από το 1972 ως το 1976 υποστήριξε έξι παρόμοιες υποθέσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κερδίζοντας τις πέντε και θέτοντας τα θεμέλια για την κατοπινή αναμόρφωση της κείμενης νομολογίας ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ την ίδια περίοδο στήριξε έμπρακτα την απόπειρα θεσμοθέτησης τροποποίησης του αμερικανικού συντάγματος που θα εγγυόταν την ισότητα των δικαιωμάτων.

Τα κείμενα της Γκίνσμπεργκ που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο αυτόν διακρίνονται για την ποικιλία τους. Αναφορές σε πρωτοπόρους της γυναικείας ισότητας (η Μπέλβα Λόκγουντ, η πρώτη γυναίκα που απέκτησε δικαίωμα παράστασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ το 1884 και το 1888), αποτιμήσεις προσωπικοτήτων όπως η πρώτη αμερικανίδα δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Σάντρα Ντέι Ο’Κόνορ, και η Γκλόρια Στάινεμ, σκέψεις για την εξάλειψη των διακρίσεων μεταξύ των δύο φύλων, αναλύσεις του έργου του δικαστηρίου, στοχασμοί για τα κριτήρια του δικαστή, ομιλίες της πάνω στο θέμα της ισότητας, περιλήψεις σημαντικών αποφάσεων τις οποίες έγραψε η ίδια, διιστάμενες γνωμοδοτήσεις της. Πολλά φέρουν αυτοβιογραφικές συνδηλώσεις (η αγάπη της για την όπερα, η φιλία της με τον συντηρητικό δικαστή Αντονίν Σκαλία, η καθημερινότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου) τις οποίες οι επιμελήτριες εμπλουτίζουν στις σύντομες εισαγωγές τους. Ο πρόλογος της Προέδρου της Δημοκρατίας, κυρίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου αλλά και τα εισαγωγικά σχόλια της ίδιας της Γκίνσμπεργκ σκιαγραφούν τον χαρακτήρα της και υποδεικνύουν την ασυνήθιστη για τη δεκαετία του 1950 πορεία μιας νεαρής Αμερικανίδας στον χώρο της νομικής επιστήμης. Οταν η Γκίνσμπεργκ ξεκίνησε της σπουδές της στο Χάρβαρντ το 1956 ήταν μία από τις μόλις εννέα γυναίκες σε ένα σύνολο περίπου 500 φοιτητών. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, το 1960, η θερμή σύσταση του καθηγητή της (και μετέπειτα πρύτανη του Χάρβαρντ) Αλμπερτ Μάρτιν Σακς δεν άρκεσε ώστε να γίνει δεκτή σε θέση ασκουμένης από τον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Φέλιξ Φράνκφουρτερ εξαιτίας του φύλου της. Τρία χρόνια αργότερα, προσελήφθη ως καθηγήτρια Νομικής στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία λιγότερες από 20 γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες δίδασκαν σε αυτό το επίπεδο.

Στα άδυτα του δικαστηρίου

Ισως το πιο ενδιαφέρον (και το λιγότερο αναμενόμενο) χαρακτηριστικό της Γκίνσμπεργκ που προκύπτει από τη συλλογή των κειμένων αυτών είναι η αίσθηση του χιούμορ: «Το πραγματικό σύμβολο των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι ο φαλακρός αετός· είναι το εκκρεμές», παρατηρεί με αφορμή την εξέλιξη των δικαστικών αποφάσεων. Δεν διστάζει μάλιστα να το χρησιμοποιήσει με αιρετικό τρόπο ακόμα και σε ένα επίσημο νομικό κείμενο όπως είναι μια γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επικρίνοντας μια πλειοψηφική απόφαση όπου γινόταν λόγος για το ενδεχόμενο υποχρεωτικής κρατικής εντολής αγοράς λαχανικών, σχολίαζε: «Θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει αυτό ως «τη φρίκη του μπρόκολου»». Η χιουμορίστρια Γκίνσμπεργκ, όμως, ήταν ταυτόχρονα και νομικός με συμπαγή, συγκροτημένη φιλοσοφία που θεωρούσε ότι «η κύρια αποστολή με την οποία είναι επιφορτισμένο το δικαστήριο είναι η επιδιόρθωση των ρωγμών στην ομοσπονδιακή νομοθεσία». Για να επιτευχθεί, αυτό πρέπει να δρα ως σώμα και παρά τις διαφορές ως προς την ερμηνεία του συντάγματος η ίδια περιγράφει πράγματι μια συλλογική λειτουργία των δικαστών με επαγγελματικό ήθος, τελετουργικό, πρακτικές και προσωπικούς κώδικες. Τονίζει ότι περίπου του 40% των αποφάσεων είναι ομόφωνες και μόνο το 25%-29% λαμβάνονται με οριακή πλειοψηφία – αν και δεν παραλείπει να επισημάνει ότι αυτές αφορούν μείζονα ρήγματα: αμβλώσεις, θετικές διακρίσεις, έμφυλη ανισότητα, εκλογική χρηματοδότηση. Ωστόσο, κατά τη Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, το δικαστήριο δεν είναι μονολιθικό: η γραπτή διατύπωση των γνωμών μετά την προφορική ψηφοφορία ενίοτε ωθεί σε αναστοχασμό, κάποτε και σε ανατροπή των πλειοψηφιών και, γενικά, τα μέλη του «ακολουθούν, δεν οδηγούν, τις αλλαγές που συμβαίνουν αλλού στην κοινωνία». Από την πληθώρα των εκ των έσω λεπτομερειών για έναν μείζονα θεσμό της αμερικανικής δημοκρατίας ο έλληνας αναγνώστης αντλεί σημαντικές γνώσεις που χρησιμεύουν στην κατανόηση της πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά κυρίως εξοικειώνεται με τον λόγο και τη σκέψη μιας σπουδαίας μορφής του σύγχρονου νομικού πολιτισμού.

Ruth Bader Ginsburg (σε συνεργασία με τις Μέρι Χάρτνετ και Γουέντι Γ. Γουίλιαμς)

Δικά μου λόγια

Μετάφραση Μάνος Τζιρίτας.

Πρόλογος Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Εκδόσεις Athens Bookstore Publishing, 2021,

σελ. 362,

τιμή 24,90 ευρώ