Στις κρίσεις, δηλαδή στις συγκυρίες εκείνες κατά τις οποίες επιδεινώνονται καταστάσεις και κορυφώνονται αρνητικές εξελίξεις, οι βεβαιότητες υποχωρούν και υπαρξιακά ζητήματα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν. Ενας εσωτερικός κλονισμός  των ατόμων που βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης ή απειλούνται από αυτές λειτουργεί ως επιταχυντής αρνητικών συναισθημάτων όπως είναι ο φόβος, ο θυμός, η απογοήτευση, η οργή. Οι αλυσιδωτές κρίσεις που βίωσε ο κόσμος μας στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα που διανύουμε, όπως ήταν η οικονομική κρίση και ο βίαιος εξτρεμισμός, αλλά και η πανδημία του κορωνοϊού που ακόμη διαρκεί, δημιούργησαν μια δέσμη συναισθημάτων, τα οποία επέτειναν την εναντιωματικότητα και την αρνητικότητα των πολιτών κυρίως απέναντι σε επιλογές των πολιτικών θεσμών και όλων όσοι τυπολογούνται ως παράγοντες ή συνοδοιπόροι του δημοκρατικού «συστήματος» διακυβέρνησης – εθνικού, ευρωπαϊκού ή παγκόσμιου – και του πολιτικο-οικονομικού «δυτικού κατεστημένου».

Εκτός από αρνητικά συναισθήματα, οι κρίσεις επιτείνουν τη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Το γεγονός ότι φαινόμενα κρίσης έλαβαν χώρα σε περιόδους που η πολιτική εμπιστοσύνης υπήρξε περιορισμένη και με συνεχιζόμενη πτωτική φορά επέτεινε τη δυσπιστία απέναντι στις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης, ενώ το αρνητικό συναισθηματικό φορτίο αναζήτησε επιπλέον παράθυρα εκτόνωσης: στην κοινωνική διαμαρτυρία, στον λαϊκισμό, στον αυταρχισμό. Δεν είναι δυσεξήγητο το γεγονός ότι ιδίως σε συγκυρίες κρίσεων (αν και όχι μόνο οικονομικών κρίσεων, όπως λανθασμένα πιστεύεται) οι δυνάμεις που διαφήμιζαν την αντίθεσή τους στο «σύστημα» έκαναν πολιτική και κομματική καριέρα συγκεντρώνοντας υψηλά ποσοστά υποστήριξης σε εκλογικές αναμετρήσεις, εθνικές και ευρωπαϊκές. Για να σταχυολογήσουμε μερικά τέτοια παραδείγματα, με όχημα την εναντίωση στην ΕΕ ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις κέρδισαν αξιοσημείωτη επιρροή χειραγωγώντας σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος για να μπλοκαριστεί το Ευρωσύνταγμα και να επιτευχθεί η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ. Τηρουμένων των αναλογιών, ένα παρόμοιο σενάριο δοκιμάστηκε διαρκούσης της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, με την τότε κυβέρνηση της χώρας (μας) που αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν πεδίο της κρίσης δημόσιου χρέους στην ΕΕ να αναζητεί γέφυρες εκτός ΕΕ φλερτάροντας με τη Ρωσία και τον ηγέτη της Βλαντίμιρ Πούτιν.

Από τότε που ξεκίνησε αυτό το σερί κρίσεων, αυταρχικά πρότυπα ηγεσίας απέκτησαν σημαντική πολιτική επιρροή μέσα στην καρδιά του δυτικού κόσμου:

l Στην Ουγγαρία και στην Πολωνία επιβλήθηκαν ανελεύθερα καθεστώτα και υποχώρησαν σκληροί δείκτες του κράτους δικαίου.

l Στην Αυστρία, η κατ’ επανάληψη συμμετοχή των ακροδεξιών του FPÖ στην κυβέρνηση έγινε η κερκόπορτα για να εισχωρήσει η πολιτική διαφθορά στα υψηλότερα κλιμάκια της εξουσίας.

l Στην Ιταλία, που πρώτη αντικατέστησε τη δημοκρατία των πολιτών με ένα είδος «δημοκρατίας των θεατών» (audience democracy), μιντιοκράτες και lifestyle δημαγωγοί πήραν τα ηνία της πολιτικής σκηνής.

l Στις ΗΠΑ επί Ντόναλντ Τραμπ, ο τότε πρόεδρος καθιέρωσε ένα στυλ διακυβέρνησης που στηριζόταν στη χρήση της παραπληροφόρησης και της εμπρόθετης διαστρέβλωσης των γεγονότων δημιουργώντας με τον τρόπο αυτόν στρατιές πιστών οπαδών του, διαθέσιμων να «πολεμήσουν σαν διάβολοι», όπως τους πρόσταζε ο αρχηγός τους. Η εισβολή στο Καπιτώλιο στις 5-6/1/2021 είναι η κορύφωση όσων προηγήθηκαν στην τετραετία Τραμπ. Η εισβολή συνιστά μια πράξη που παραπέμπει σε τριτοκοσμικά καθεστώτα και αποκαλύπτει την ευαλωτότητα της δημοκρατίας, καθώς και το πόσο γρήγορα μπορεί να αποφέρουν καρπούς τα σχέδια υπονόμευσής της ακόμα και εκεί που είναι εδραιωμένη.

Στην κατεύθυνση υπονόμευσης της δημοκρατίας κινείται συστηματικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που είναι το ίνδαλμα των ακροδεξιών ηγετών κάθε πολιτικής εκδοχής και επιμέρους ιδεολογικής χροιάς. Από την εθνικολαϊκίστρια Μαρίν Λεπέν μέχρι τον νεοναζιστή Ηλία Κασιδιάρη και από το alt-right στυλ του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον ευρωαρνητή Νάιτζελ Φάρατζ, υπάρχει μια κραυγαλέα υποστήριξη της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν από ακροδεξιούς λαϊκιστές στον δυτικό κόσμο.

Το μέτωπο αυτό των θαυμαστών του Πούτιν δημιουργήθηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και διευρύνθηκε στην πορεία. Η Μαρίν Λεπέν είχε ανοιχτά εκφράσει την υποστήριξή της στον ρώσο πρόεδρο για την εισβολή στην Κριμαία χαρακτηρίζοντας παράλληλα «ανόητες» τις κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία. Την ίδια στάση είχε τηρήσει και ο Ματέο Σαλβίνι, επικεφαλής της Λίγκας στην Ιταλία, αλλά και ο Γκέερτ Βίλντερς του Κόμματος για την Ελευθερία στην Ολλανδία, ο οποίος πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα τη φιλορωσική ρητορική του κατήγγειλε την ευρωπαϊκή πολιτική οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας που, κατά τον ίδιο, αφαιρεί πόρους από την υποστήριξη των αδύναμων στα κράτη-μέλη της ΕΕ διοχετεύοντάς τους σε ένα «απύθμενο πηγάδι διαφθοράς» που κατ’ αυτόν αντιπροσωπεύει η Ουκρανία. Παρότι και παρά τις εικασίες έγκυρων μέσων ενημέρωσης (βλ. «The Washington Post», 27/12/2018) δεν είναι σαφές αν υπάρχουν και ποια είναι ακριβώς τα υλικά οφέλη που αποκομίζουν οι ακροδεξιοί θαυμαστές του Πούτιν προσφέροντάς του υποστήριξη, όπως αυτό συνέβη στη ρωσική εισβολή στην Κριμαία, μεταξύ τους υπάρχει ένα ιδεολογικό δούναι και λαβείν: Για τους ακροδεξιούς, ο Πούτιν αντιπροσωπεύει τον ιδεατό τύπο του αρχηγού που νομιμοποιεί μια κυριαρχία η οποία βασίζεται στο ιδεολογικό credo του συγκεκριμένου χώρου (νατιβισμός, αντιδιεθνισμός, αυταρχικός λαϊκισμός). Για τον Πούτιν, το ακροδεξιό φάσμα που τον σιγοντάρει, καλλιεργεί στην Ευρώπη μια εξιδανικευμένη εικόνα για τον ίδιο – εκείνη του «λαμπερού σχεδιαστή στρατηγικής» κατά τον Φάρατζ, που κοπιάζει να δώσει «ό,τι είναι καλό για τη Ρωσία και τους Ρώσους» σύμφωνα με τη Λεπέν. Ακόμη κι αν αποδειχθεί προσωρινό ένα τέτοιο σεκόντο και η σε εξέλιξη ευρισκόμενη επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει πράγματι σημάδια μιας τακτικιστικής περισσότερο αποστασιοποίησης μερίδας θαυμαστών του Πούτιν από τις πολεμικές επιλογές του, ωστόσο αυτό δεν αλλάζει την υποστήριξή τους – στα αυταρχικά εργαλεία της πουτινικής διακυβέρνησης: τα αδίστακτα χαρακτηριστικά της ηγεσίας του, την ευκολία στη χρήση βίας και στην εξουδετέρωση των αντιπάλων του. Ο θαυμασμός για τον Πούτιν είναι ένα είδος προβολής μέσω της οποίας αναγνωρίζονται ιδιότητες και εκθειάζονται χαρακτηριστικά που το δυτικό fan club του -επίσημα τουλάχιστον – αρνείται για τον εαυτό του.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.