Εξ απαλών ονύχων, παρατηρούσα με μεγάλη περιέργεια ό,τι συνέβαινε γύρω μου, όχι τόσο τα μεγάλα γεγονότα, αλλά τα μικρά, τα ελάχιστα, τον μικρόκοσμο. Παρατηρούσα ένα φύλλο επί ώρα, για παράδειγμα. Με ενδιέφερε το γιατί σε αυτήντη γωνία σκάει έτσι το φως. Πράγματα που ήταν δεδομένα για τους άλλους ανθρώπους, τα οποία ποτέ κανείς δεν θα τα ξεχώριζε ή θα πρόκρινε, ήταν αφορμές να τρέχει ο νους και να δημιουργώ μικροϊστορίες στο κεφάλι μου. Σε συνδυασμό βέβαια με το διάβασμα. Ημουν βιβλιόφιλος, πάρα πολύ διαβαστερός. Βιβλιοφάγος. Πρόσθετα, ταυτιζόμουν απόλυτα με τους ήρωες. Οταν ήμουν πιτσιρικάς, είχα ταυτιστεί τόσο πολύ με τον Ολιβερ Τουίστ που νόμιζα ότι ήμουν ορφανός. Τα βιβλία, για εμένα, ήταν ζωντανά. Οι ήρωες ήταν ολοζώντανοι.

Ο συνδυασμός της βιβλιοφιλίας με την ενδελεχή, διεξοδική παρατήρηση δημιούργησε έναν «δεύτερο κόσμο», στον οποίο πάλι πρωταγωνιστής ήμουν εγώ, αλλά παρατηρούσα εμένα να δρω. Κάτι που νιώθω ακόμη σε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου.

Ενα πολύ απλό παράδειγμα: μικρός έπαιζα ποδόσφαιρο. Η θέση μου ήταν σέντερ φορ, εκείνου που βάζει τα γκολ. Ο σέντερ φορ πρέπει να προσέχει τι συμβαίνει γύρω του, να είναι στην κατάλληλη θέση, έτσι ώστε να πάρει τη σωστή μπαλιά και να σκοράρει. Επρεπε, δηλαδή, να έχω την εποπτεία ολόκληρου του αγώνα. Οταν έπαιζα, ήμουν 100% μέσα στο παιχνίδι, αλλά ταυτόχρονα αισθανόμουν ότι είχα τη δυνατότητα να παρατηρώ όλο το γήπεδο από ψηλά, σαν από drone, και να βλέπω τον εαυτό μου να παίζει. Ημουν υποκείμενο του εαυτού μου, έβλεπα τον εαυτό μου να παίζει. Με παρατηρούσα και έπαιζα ταυτόχρονα. Σούταρα στο επίπεδο Α και έβλεπα όλο το παιχνίδι στο επίπεδο Β. Σε μια απλή συνομιλία, μιλούσα με έναν φίλο και ταυτόχρονα έβλεπα και το πλάνο της συνομιλίας μας από το απέναντι παγκάκι.

Δεν ήταν καθόλου διχαστικό, δεν μου δημιούργησε ποτέ κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Ισα-ίσα, ήταν ένας έξοχος τρόπος για να ξεφεύγω από την καθημερινότητα. Η πραγματικότητα δεν μου ήταν αρκετή, δεν μου έφτανε. Ελεγα: δεν μπορεί, θα υπάρχει και κάτι άλλο. Το κάτι άλλο – με σημερινούς όρους η επαυξημένη πραγματικότητα – με έθελγε. Μικρός ήμουν μεταξύ των βιβλίων και ονειροφαντασίας. Πίστευα ότι τα βιβλία μπορούν να με σώσουν. Τα βιβλία περιείχαν τα πάντα, τα βιβλία ήταν η αληθινή ζωή σε όλες της εκφάνσεις. Ηταν ωραίες εποχές.

Απότομο flash forward στο κυνικό politically correct σήμερα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως γράφει στους «New York Times» ο συγγραφέας Viet Thanh Nguyen, ο οποίος κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για το βιβλίο του «The Sympathizer», η μάχη για τα βιβλία φουντώνει καθώς πολιτικοί και σύλλογοι γονέων απαιτούν την αφαίρεση «στιγματισμένων» βιβλίων από τις βιβλιοθήκες και τα σχολικά προγράμματα. Πρόσφατα, υπήρξαν αναφορές για μια σχολική επιτροπή του Τενεσί που ψήφισε την απαγόρευση του υπέροχου, βραβευμένου με Πούλιτζερ, «Maus» του Art Spiegelman, ενός graphic novel για το Ολοκαύτωμα. Επίσης ένας δήμαρχος στο Μισισίπι παρακρατά χρηματοδότηση 110.000 δολαρίων από τη βιβλιοθήκη της πόλης μέχρι να αφαιρεθούν όσα βιβλία απεικονίζουν LGBTQ άτομα. Οι νέοι κυνηγοί μαγισσών υποστηρίζουν ότι αυτές οι ιστορίες και οι ιδέες μπορεί να είναι επικίνδυνες για τα νέα παιδιά.

Η απαγόρευση βιβλίων δεν έχει να κάνει τόσο με αριστερές ή δεξιές πολιτικές. Το αριστουργηματικό «The Adventures of Huckleberry Finn» του Mark Twain έχει απαγορευτεί σε διάφορες Πολιτείες, μεταξύ άλλων λόγω της χρήσης ενός δυσφημιστικού για τους μαύρους όρου (του περίφημου «Ν» Word) πάνω από 200 φορές.

Το πιο πρόσφατο επιχείρημα κατά του Mark Twain είναι: «Πώς μπορεί ένας λευκός άνδρας να γράψει για τον ρατσισμό; Δεν έχει δικαίωμα να γράφει για κάτι που δεν τον έχει επηρεάσει». Επιχείρημα γελοιωδέστατο μια και υπάρχουν πάμπολλοι συγγραφείς που δεν έχει επηρεάσει άμεσα ο Α’ ή ο Β’  Παγκόσμιος Πόλεμος και έχουν γράψει αριστουργήματα περί αυτών. Επίσης η στάση αυτή καταργεί ολόκληρο είδος: το ιστορικό μυθιστόρημα. Λίγη κοινή λογική, παρακαλώ. Για να γράψεις για έναν τρελό, πρέπει να είσαι τρελός; Κάπου έχουμε ξεφύγει εντελώς.

Το «Beloved» της βραβευμένης με Νομπέλ Toni Morrison έχει απαγορευτεί στο παρελθόν και απειλείται ξανά – μια μητέρα παραπονέθηκε ότι το βιβλίο δημιουργούσε εφιάλτες στον γιο της. Το «Beloved» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Κανείς δεν αρνείται πως απεικονίζει βρεφοκτονία, βιασμό, κτηνωδία, βασανιστήρια και λιντσάρισμα. Μοιάζει σαφές ότι οι τελευταίες προσπάθειες «ακύρωσης» αυτού του αριστουργήματος της αμερικανικής λογοτεχνίας αφορούν λιγότερο τις γραφικές απεικονίσεις της θηριωδίας απ’ όσο την προτροπή του βιβλίου στην αντιμετώπιση της βαρβαρότητας της σκλαβιάς.

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Ηνωμένα Εθνη υιοθέτησαν την Παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της οποίας το άρθρο 19 αναφέρει: «Καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός του να διατηρεί ανενόχλητος τις απόψεις του, καθώς επίσης του δικαιώματος να αναζητεί και να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες με οποιοδήποτε μέσο σε όλον τον κόσμο».

Καλό είναι να θυμόμαστε πού και πού τι σκεφτόταν ο κόσμος 70 χρόνια πριν. Και όταν είναι πιο προοδευτικό από το σήμερα, να μας προβληματίζει.

Συνοπτικά: Εάν είμαστε αντίθετοι στην απαγόρευση ορισμένων βιβλίων, θα πρέπει να αντιταχθούμε στην απαγόρευση οποιουδήποτε βιβλίου. Εάν η κοινωνία μας δεν είναι αρκετά ισχυρή για να αντέξει το βάρος των δύσκολων ή προκλητικών – ακόμα και των γεμάτων μίσος ή προβληματικών – ιδεών, τότε κάτι πρέπει να διορθωθεί στην κοινωνία μας. Αυτά τα πράγματα υπάρχουν, υπήρχαν και θα υπάρχουν και το ηθικό/συντηρητικό/απαγορευτικό τσιρότο δεν θα είναι παρά ένα στίγμα των καιρών. Η πολιτική ορθότητα θα έπρεπε να επιβάλλει να ακούγονται όλες οι φωνές παρά να λογοκρίνει. Η απαγόρευση βιβλίων είναι μια παράκαμψη που μας στέλνει στον γκρεμό.

Δεν θα ‘θελα ο γιος μου να στερηθεί βιβλία όπως τον «Huckleberry Finn» λόγω λογοκρισίας. Θέλω να έχει τη δυνατότητα να μαγευτεί από τον κόσμο τους χωρίς τον σύγχρονο χωροφύλακα της λογοτεχνίας. Αλλωστε, όπως είπε ο Louis Aragon: «Η φαντασία σου, αγαπητέ μου, αξίζει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι».

 

*Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.