Ενα δύσκολο project επεξεργάζονται οι ειδικοί, αναγνωρίζοντας ότι η Ομικρον οδηγεί την πανδημία στην επόμενη φάση που απαιτεί ένα νέο, ευέλικτο μοντέλο διαχείρισης. Οι όποιες σκέψεις όμως παραμένουν «άγουρες», καθώς η Ελλάδα μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί σε ένα ιδιότυπο, ενδιάμεσο στάδιο. Από τη μία η διατήρηση των «σκληρών δεικτών» σε υψηλά επίπεδα κρατά τη χώρα μας καθηλωμένη σε συνθήκες που ομοιάζουν με τα περασμένα δύο (σκληρά) έτη, παρότι η μετάβαση στη νέα πανδημική εποχή είναι ήδη προδιαγεγραμμένη.

Η αλλαγή παραδείγματος προκύπτει ως αναγκαιότητα από την ίδια τη μετάλλαξη που έχει υποστεί ο SARS-CoV-2, καταλήγοντας σε μία βαθύτερη μεταβολή της ισχύουσας αντίληψης – όπως τουλάχιστον έχουμε εκπαιδευτεί να σκεφτόμαστε – σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το Ισραήλ και το πιστοποιητικό

Το σημείο εκκίνησης της αλλαγής χαρτογραφείται για μία ακόμη φορά στο Ισραήλ. Εκεί όπου οι εμβολιασμοί απογειωθήκαν, φαίνεται να προσγειώνεται ανώμαλα το πιστοποιητικό εμβολιασμού, με τις συζητήσεις περί κατάργησής του να βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα επιστημονικά επιχειρήματα που ακυρώνουν – ανεξαρτήτως των τελικών αποφάσεων – την αποτελεσματικότητά του οφείλονται στην κυκλοφορία της Ομικρον (ΒΑ. 1 ή BA. 2) που ευθύνεται για την υψηλή καταγραφή κρουσμάτων (σε ανεμβολίαστους και μη).

Ορισμένοι μάλιστα προειδοποιούν ότι δημιουργεί μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας που κάνει τους ανθρώπους να παραμελούν άλλες προφυλάξεις. Αντίστοιχα και στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκαν οι χώροι όπου απαιτείται η επίδειξη του «πράσινου πιστοποιητικού», με τη συλλογιστική να παραμένει η ίδια.

 

Να περάσουμε στο επόμενο στάδιο

«Τεκμηριωμένα κάποιες χώρες που έχουν επιτύχει πολύ ψηλά έως και απόλυτα ποσοστά εμβολιασμού στις ευπαθείς ομάδες, το τελευταίο κύμα το βίωσαν όπως ένα σύνηθες εποχικά κύμα γρίπης. Είχαν πολύ μικρή αύξηση σοβαρών κρουσμάτων και συνεπακόλουθα καλή διαχείριση σε νοσηλείες στις ΜΕΘ και στους θανάτους. Συνεπώς, σε χώρες με πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης η Covid έχει σχεδόν μετατραπεί σε ένα ήπιο νόσημα, υπό την έννοια ότι δεν είναι τόσο απειλητική όπως στο παρελθόν» εξηγεί στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής, ΕΚΠΑ, επιστημονικός συνεργάτης του ΕΟΔΥ, Δημήτρης Παρασκευής.

Ο ίδιος συνεπακόλουθα παραδέχεται πως βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο. «Ομως, δεν είμαστε τόσο κοντά όσο άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Είναι αναγκαίο να προετοιμαστούμε για αυτή τη φάση όσο καλύτερα γίνεται ώστε να περάσουμε στο επόμενο στάδιο με το μικρότερο δυνατό τίμημα».

Σε χώρες με πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης η COVID-19 έχει σχεδόν μετατραπεί σε ένα ήπιο νόσημα, υπό την έννοια ότι δεν είναι τόσο απειλητική όπως στο παρελθόν

Χωρίς τεστ η είσοδος των τουριστών

Ηδη, πάντως και ακολουθώντας το αίτημα της ΕΕ γίνονται τα πρώτα δειλά βήματα. Πιο συγκεκριμένα και όπως ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, με το ευρωπαϊκό πιστοποιητικό και χωρίς τεστ θα γίνεται από αύριο η είσοδος των τουριστών στα σύνορά μας, υιοθετώντας ένα πιο ελεύθερο ταξιδιωτικό πρωτόκολλο εντός της Γηραιάς Ηπείρου – τουλάχιστον για τους εμβολιασμένους.

Περιπλέκεται η κατάσταση

Παρότι όμως αρκετά ευρωπαϊκά κράτη είναι έτοιμα να υποδεχτούν τη νέα φάση, στο εσωτερικό της χώρας επικρατεί μια συγκράτηση, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται η κατάσταση. Ετσι, την ίδια ημέρα που θα ισχύσει το νέο αυτό μέτρο για τους ευρωπαίους ταξιδιώτες (σημειώνεται πως απαραίτητη προϋπόθεση για το ευρωπαϊκό διαβατήριο υγείας που έχει 9μηνη ισχύ είναι ο διπλός εμβολιασμός), θα εκπνέει και η προθεσμία των πολιτών στη χώρα μας που δεν έχουν υποβληθεί σε τρίτη δόση (εφόσον έχουν παρέλθει εφτά μήνες από τη δεύτερη), χάνοντας τα προνόμια του πιστοποιητικού εμβολιασμού.

Παρ’ όλα αυτά και όπως ανέφεραν πηγές της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, η Ελλάδα δεν έχει προσεγγίσει ένα ασφαλές σημείο εμβολιαστικής κάλυψης ακόμη, με αποτέλεσμα εντός της χώρας να μην υπάρχει ακόμη περιθώριο χαλάρωσης. Και πρόσθεταν με νόημα πως οποιαδήποτε αλλαγή στα μέτρα που αφορούν την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού θα έστελνε ένα λάθος μήνυμα.

Οι ανεμβολίαστοι πολίτες άνω των 60

Η πρόσφατη τοποθέτηση του επίκουρου καθηγητή Επιδημιολογίας και μέλους της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκα Μαγιορκίνη αιτιολογεί την αργοπορία στην αποκλιμάκωση των περιορισμών. «Δυστυχώς για αρκετό καιρό, και όσο ανθίστανται του συστηματικού και αναμνηστικού εμβολιασμού οι ηλικιωμένοι, δεν προβλέπεται η μείωση της θνητότητας – όχι μόνο σε εμάς, αλλά και σε άλλες χώρες».

Ο ίδιος υπενθύμισε πως έως και σήμερα και παρά τις εκκλήσεις των επιστημόνων, που επαναλαμβάνουν τα οφέλη του εμβολιασμού σε κάθε ευκαιρία, εκτιμάται πως 300.000 πολίτες 60+ παραμένουν ανεμβολίαστοι, με τις επιπτώσεις να «καθρεφτίζονται» στα νοσοκομεία. Πιο συγκεκριμένα, το 70% των θανάτων αφορά ανεμβολίαστα ή μερικώς εμβολιασμένα άτομα 70 ετών και άνω. «Πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να εμβολιαστούν» υπογράμμισε ο κ. Μαγιορκίνης.

Αισιοδοξία για αποκλιμάκωση

Και ενώ σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα το 95% των νέων περιστατικών οφείλονται στην Ομικρον, η εξέλιξη αυτή προς το παρόν δεν καθησυχάζει, αφενός γιατί στις ΜΕΘ οι νοσηλευόμενοι ασθενείς έχουν «χτυπηθεί» από τη Δέλτα και αφετέρου επειδή η νέα μετάλλαξη δεν είναι πάντα ακίνδυνη.

Παρ’ όλα αυτά και ενώ ο Φεβρουάριος αναμένεται να περάσει στην ιστορία ως ένα ακόμη δύσκολος μήνας στην ιστορία της πανδημίας, οι επιστήμονες είναι αισιόδοξοι ότι πλησιάζει η αποκλιμάκωση στο ΕΣΥ και τους σκληρούς δείκτες. Επιπρόσθετα και καθώς ημερολογιακά η έναρξη της τουριστικής περιόδου απέχει λίγους μήνες, θα πρέπει το υγειονομικό πρωτόκολλο που ισχύει στη χώρα μας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Η Ομικρον δεν είναι αθώα

Επικαλούμενη νεότερες μελέτες η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Βάνα Παπαευαγγέλου προειδοποίησε πως η Ομικρον είναι μόλις κατά 25% ηπιότερη από τη Δέλτα. Συνεπώς, η νέα παραλλαγή, παρά τις αρχικές εσφαλμένες εντυπώσεις, δεν είναι «αθώα» – ιδίως για τα ευάλωτα άτομα, πόσω μάλλον όταν δεν έχουν αποκτήσει ανοσία.

Το ΕΣΥ στην εντατική

Η αλλαγή παραδείγματος δεν πρέπει να περιοριστεί μόνον στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και στο ΕΣΥ, που παραμένει «όμηρος» του SARS- CoV-2 αλλά και της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησης. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται οι παραιτήσεις (κυρίως γιατρών), οι οποίοι αναζητούν καλύτερες συνθήκες εργασίας αλλά και καλύτερες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα ή στο εξωτερικό.
Ενδεικτική η περίπτωση στο νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας» από όπου έχουν αποχωρήσει συνολικά εφτά ειδικευμένοι γιατροί (τέσσερις ακτινολόγοι, ένας παθολόγος, μία αναισθησιολόγος και ένας καρδιολόγος). «Η αναλογία ασθενών ανά γιατρό είναι εξαιρετικά μεγάλη. Στην εφημερία ο όγκος που αναλογεί σε κάθε γιατρό είναι τεράστιος και οι αμοιβές είναι πολύ λίγες σχετικά με το παραγόμενο έργο. Η Κύπρος δίνει τριπλάσιο με πενταπλάσιο μισθό ανάλογα με τη θέση, το πόστο και την ειδικότητα. Η Ρουμανία πάλι δίνει διπλάσιες απολαβές. Αρα έχει διαμορφωθεί μια στρεβλή συνθήκη, στην οποία ο έλληνας γιατρός έχει προσφέρει τα μέγιστα, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια, χωρίς να αναγνωρίζεται μισθολογικά το έργο του» υπογραμμίζει η πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Πατρών και α’ αντιπρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ), Αννα Μαστοράκου.

Γύρισαν την πλάτη

Αντίστοιχα, αρκετοί αναισθησιολόγοι που υπηρετούσαν στα δοκιμαζόμενα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης δήλωσαν παραίτηση, ενώ ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως εφτά νέοι γιατροί που έλαβαν μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο ειδικότητα στη συμπρωτεύουσα, γύρισαν την πλάτη τους στο ΕΣΥ, καθώς η προσφορά από τον ιδιωτικό τομέα είναι μεγάλη. Το… ρεύμα παραιτήσεων επιβεβαιώνει από την πλευρά του και ο γ.γ. της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ) και διευθυντής Νευροχειρούργος στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, Παναγιώτης Παπανικολάου, εξηγώντας πως αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες. «Μόνιμοι γιατροί που μετρούν μερικά χρόνια έως τη σύνταξη, οι οποίοι φεύγουν γιατί δεν αντέχουν άλλο. Επίσης, επικουρικοί οι οποίοι δεν μονιμοποιήθηκαν, παρά τις σχετικές εξαγγελίες και νιώθουν εξαπατημένοι».

Παράλληλα, ο κ. Παπανικολάου εξηγεί ότι αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στα νησιά του Αιγαίου και του Ιουνίου (πλην της Κρήτης), οι οποίοι λόγω συνθηκών παραιτούνται από τα νοσοκομεία και ιδιωτεύουν, δίνοντας εν τούτοις ιδιαίτερη έμφαση στους νέους επιστήμονες.

«Η τέταρτη και τελευταία αυτή κατηγορία είναι και η πιο σημαντική μακροπρόθεσμα, καθώς πρόκειται για πτυχιούχους που δεν έχουν κάνει ειδικότητα (γιατροί και νοσηλευτές) και φεύγουν για το εξωτερικό χωρίς δεύτερη σκέψη».

Μάλιστα, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, το τελευταίο διάστημα είχε διαφανεί μία αντιστροφή στο «brain drain», οι δρομολογούμενες αλλαγές όμως ναρκοθετούν τις όποιες προσπάθειες. «Αρχικά, υπήρξε εισήγηση για το foundation year, που προβλέπει πρακτική άσκηση ενός έτους πριν από την έναρξη του αγροτικού και της ειδικότητας. Επειτα, διέρρευσε πως υπάρχουν σκέψεις να συνδεθεί ο βαθμός του πτυχίου με την πρόσβαση στην ειδικότητα. Το αποτέλεσμα είναι να εξωθούνται οι νέοι επιστήμονες στο εξωτερικό αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης αλλά και καλύτερες προοπτικές».

Τα νέα εμβόλια και οι φοβίες

Η έλευση δύο νέων, πρωτεϊνικών εμβολίων (της Novavax και της Sanofi) εκτιμάται ότι θα συμβάλουν στο να καμφθούν οι αντιστάσεις μερίδας πολιτών που εξέφραζαν φοβίες για τυχόν παρενέργειες από τα εμβόλια mRNA (Pfizer, Moderna) και αδενοϊών (AstraZeneca, Johnson&Johnson).

Αντίστοιχα, στην εντατική προσπάθεια να ελεγχθεί η πανδημία η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, σημείωσε πως «προσπαθούμε να έχουμε κάθε θεραπευτικό μέσο, κάθε καινούργιο θεραπευτικό σκεύασμα στην Ελλάδα». Μάλιστα, όπως ανέφερε, έως και την περασμένη Πέμπτη είχαν εγκριθεί πάνω από 300 αιτήματα για χορήγηση της νέας αντι-ιικής αγωγής διά στόματος της Merck (ευρωπαϊκή MSD) έναντι της λοίμωξης Covid ενώ από τον Μάρτιο αναμένεται να ενισχυθεί η «φαρέτρα» των γιατρών και με τα χάπια της Pfizer.