Προφανώς ένα κόμμα της κεντροαριστεράς που θέλει να διαμορφώσει μια σοσιαλδημοκρατική κυβερνητική πρόταση θα αντιπολιτεύεται τη κεντροδεξιά, πόσο μάλιστα όταν πολλές όψεις της νεοδημοκρατικής κοινωνικής επικράτειας βρίθουν από αντιλήψεις της πελατειακο-συντηρητικής Ελλάδας και όταν έχει κανείς απέναντί του συγκεκριμένες ευθύνες για την υγειονομική και κοινωνική κρίση.

Είναι λάθος όμως το άγχος και η ανεξήγητη φοβία απέναντι στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν είναι πιο κοινωνικό το στίγμα της ‘ριζοσπαστικής Αριστεράς’ που απλώς εκφωνεί, σε κάθε ευκαιρία, αιτήματα άκοπης μαξιμαλιστικής ελάφρυνσης, δωρεάν προσφορών μαζί με μια, συχνά κούφια, εξαγγελία δημόσιων αγαθών. Ούτε είναι απλώς ζήτημα ύφους το οποίο, αν ας πούμε περιοριζόταν –οι πιο άκομψες λαϊκιστικές του εκδοχές, τουλάχιστον- θα έκανε τα πράγματα εύκολα.

Υπάρχουν χάσματα ουσίας. Πολύ μεγάλες διαφορές για το πώς μπορεί να συντονιστεί η κοινωνική πολιτική με μια σύνθετη περιβαλλοντική μετάβαση, για το πώς μπορεί να ενισχυθεί η ασφάλεια και η ευνομία στην καθημερινή ζωή των πόλεων, για το πώς ασκεί κανείς τον συνδικαλισμό και την κουλτούρα της διεκδίκησης, για το πώς στέκεται απέναντι σε αντικοινωνικές στάσεις και στα υποσυστήματα της βίας. Στην πράξη, στη ζωντανή εμπειρία των τελευταίων χρόνων, ο κόσμος της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς ήταν ένας κόσμος θεσμικά προσανατολισμένος που ένιωσε αποστροφή για το κοινωνικό μίσος, την χύμα αντιδραστικότητα και τη συνωμοσιολογική εχθρότητα. Όπως κι αν το δούμε, αυτό το απόθεμα μιας διαφορετικής πολιτικής ευαισθησίας δεν μπορεί να συγχωνευτεί με τους οπαδούς του «Μητσοτάκη γαμιέσαι». Όποιο τίτλο και αν έχουν αυτοί, είτε λούμπεν, είτε διανοούμενοι απόφοιτοι του Birkbeck και της Sciences Po.

Και τούτο δεν είναι θέμα απλής πολιτικής αισθητικής. Το ζητούμενο είναι μια νέα ηθικοπολιτική σχέση με τα μεσαία και λαϊκά στρώματα και όχι κάποια αντιγραφή του (κατά βάση εξαιρετικά ελιτίστικου στην ύφανσή του) αριστερο-λαικιστικού ύφους. Δεν είναι θέμα ευγενών τρόπων αλλά και θέμα αυτοσυνείδησης ως προς το τι θέλει να κάνει κανείς σε αυτή τη χώρα και στη δημοκρατία της.

Έχουν άδικο όσοι ζητούν από το ΚΙΝΑΛ να συμπολιτεύεται ή να μην αναδεικνύει ευθαρσώς τα όρια, τις ανεπάρκειες, τα προγραμματικά και πρακτικά λάθη αυτής της κυβέρνησης. Είναι όμως δικαιολογημένη και η ανησυχία για εκείνη την αντίληψη που μάλλον υποτιμά τις σοβαρές διαφορές ευαισθησίας, θεσμικής μνήμης και δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας ανάμεσα στον κόσμο της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης και στον «νεοριζοσπαστικό» οπορτουνιστικό γαλαξία. Ακόμα και αν τούτο δεν ισχύει για μεμονωμένα πρόσωπα, θετικές προθέσεις και αποσπασματικές πολιτικές συγγένειες στο άλφα ή βήτα θέμα. Αυτές οι συγγένειες συνυπάρχουν με σημαντικές αποστάσεις και μεγάλες αντιθέσεις που δεν καλύπτονται εύκολα στην πράξη, εκεί που πρέπει να πάρει κανείς αποφάσεις.

Μια πολιτική στόχευση στο Κέντρο δεν σημαίνει αμήχανο κεντρισμός και αριθμητικό ισορροπισμό. Μια πολιτική στόχευση στην Αριστερά δεν χρειάζεται να πέφτει στους χαμηλούς τόνους ή να προσαρμόζεται στο ‘μέσο γούστο’ της αντιδεξιάς αρένας των social media (δηλαδή σε όχλους αντιδραστικούς που φορούν ενίοτε αριστερό προσωπείο)

Το ΚΙΝΑΛ είναι πιστεύω υποχρεωμένο να περιέχει και τις δυο στοχεύσεις όχι όμως τις πιο ρηχές και υπολειμματικές εκδοχές τους. Δύσκολο; Πολύ. Ιδίως ως πολιτική καθημερινότητα ή μελλοντική εκλογική στρατηγική. Έτσι όμως μπορεί να κατοχυρωθεί η αυτόνομη αξία μιας πολιτικής δύναμης πέρα και έξω από το άγχος προσαρμογής σε αυτά που φαντάζονται, θέλουν ή εύχονται οι άλλοι.