Η δράση των κοινωνικών μηχανισμών, η οποία έχει συμβάλει εδώ και δεκαετίες, και στη χώρα μας, στην ακύρωση της ύπαρξης των διανοουμένων καθώς και στη νομιμοποίηση αυτής της ακύρωσης, έχει φτάσει στη μεγαλύτερη έντασή της. Ο διάχυτος και ισχυρός αντιδιανοουμενισμός, ο οποίος συνδέθηκε τόσο με την παρακμάζουσα μικροαστική τάξη και, τα τελευταία χρόνια, με τμήματα της μεσοαστικής τάξης όσο και με την κοινωνική παρακμή και την παραίτηση που επικράτησε στον επιστημονικό, καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό χώρο, το καταμαρτυρεί.

Αν η κρίση των ουτοπιών του τέλους της τελευταίας χιλιετίας και η ρήξη της μαγικής σχέσης που ένωνε ένα μεγάλο τμήμα των διανοουμένων και στη χώρα μας με μια λιγότερο ή περισσότερο απατηλή εικόνα του λαού συνέβαλαν στην έκπτωση των ηθικών αξιών που κυριαρχούσαν στο πνευματικό πεδίο, αποτελώντας έναν βασικό παράγοντα της αποδόμησης της εικόνας του διανοουμένου, η επέκταση αυτής της έκπτωσης που απορρέει τα τελευταία χρόνια από την παρακμή της αυτονομίας των πνευματικών μικρόκοσμων είναι καταλυτική στη νομιμοποίηση αυτής της αποδόμησης. Η εμπορική λογική και η επικυριαρχία των επιταγών της αγοράς και στην πολιτισμική όπως και όλη τη δημοσιογραφία, μετατρέποντας τη σε χώρο διάψευσης οραμάτων και ελπίδων, καθορίζουν όλο και περισσότερο την παραγωγή, την κυκλοφορία και την αξιολόγηση των έργων. Ενδεικτικά αποτελέσματα: να περιφέρονται στον δημόσιο διάλογο σωσίες διανοουμένων οι οποίοι, όπως έλεγε ο Μπουρντιέ, μη διαθέτοντας το αναγνωρισμένο έργο που προϋποθέτει η παρέμβαση ενός πολιτισμικού παραγωγού, εξαπατούν με αντίτιμο τη διαρκή φλυαρία τους στον δημοσιογραφικό και πολιτικό χώρο, εισάγοντας στο πνευματικό πεδίο πρακτικές που σε άλλους χώρους θα ονομάζονταν διαπλοκή, διαφθορά, αισχροκέρδεια, δωροδοκία, αθέμιτος ανταγωνισμός, εξαπάτηση, με παραδειγματική μορφή ανηθικότητας, όπως σημειώνει ο Μπουβρές, την επιβολή και νομιμοποίηση του μη λογικού· να διαβάζει κανείς τι λέγεται, κυρίως από αυτούς τους «διανοουμένους» που πέρασαν από την υποχρεωτική ριζοσπαστικότητα στον κομφορμισμό της συναινετικής ένταξης, και να έχει την εντύπωση ότι ζει στη βασιλεία του «ό,τι να ‘ναι»· να διαπιστώνει κανείς πως το ακαδημαϊκό σχόλιο αντιμετωπίζεται συχνά ως πολιτικό ενέργημα, πως η κριτική κειμένων ταυτίζεται με «αντιστασιακή» δράση και πως βιώνεται σαν επανάσταση στα πράγματα η ριζοσπαστικότητα στον λόγο, και να αναρωτιέται αν οι σημερινοί θεατοί διανοούμενοι είχαν ποτέ την ευκαιρία να παρατηρήσουν και να κατανοήσουν, μεταξύ απείρων άλλων, κάτι που να μοιάζει λ.χ. με μια μορφή κοινωνικής ταπείνωσης.

Ωστόσο, ακόμα και μέσα στο σημερινό καθεστώς συλλογικής αμνησίας όπου ο καθένας συγχωρεί τους πάντες γιατί νομίζει ότι όλα τού συγχωρούνται, η ιδέα του διανοουμένου και ο ρόλος του ως «εντολοδόχου του οικουμενικού» που είναι εγγεγραμμένος σε όλα τα πεδία παραγωγής συμβολικών αγαθών ως θεμέλιο της ύπαρξης και λειτουργίας του συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία, και ενίοτε αγωνία, και παραμένει ικανός να επιφέρει ισχυρές κοινωνικές συνέπειες. Αμεση απόδειξη τα καθημερινά υποκριτικά εγκώμια στα οποία επιδίδονται τα δημόσια είδωλα του διανοουμένου προκειμένου να υφαρπάξουν συμβολικό όφελος από τον χώρο παραγωγής του οικουμενικού.

Πράγματι, δεν έχουν όλα χαθεί για τους πραγματικούς διανοουμένους και υπάρχουν κάποιες πιθανότητες ανατροπής της παρούσας κατάστασης, κάποιες έλλογες ευκαιρίες που μπορούν να τις εκμεταλλευθούν σήμερα προκειμένου να εγγυηθούν την απαγόρευση περαιτέρω υπαναχώρησης της αυτονομίας τους, και την ενίσχυσή της, αρκεί να κινητοποιηθούν, να οργανωθούν συλλογικά ώστε να αποτελέσουν μια αληθινή συλλογική διανόηση ικανή να λειτουργήσει ως αντιεξουσία έναντι των οικονομικών, πολιτικών και μεσοενημερωτικών εξουσιών, και να θέσουν νέες μορφές δράσεων στην υπηρεσία του διαφόρων μορφών του οικουμενικού.

Οι πιθανότητες αυτές προσδιορίζονται από μια ευρεία, σιωπηλή ακόμη, κοινωνική ζήτηση για αντίσταση στις δυνάμεις της πολιτικής, ηθικής και πνευματικής έκπτωσης. Κοινωνική ζήτηση που παίρνει, κατ’ αρχάς, την άτυπη μορφή μιας διάχυτης, σε μεγάλο βαθμό συλλογικής, ανάγκης για συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο παράγονται και παραγνωρίζονται ως τέτοιες οι κυρίαρχες πολιτικές κατηγορίες σκέψης, για διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής κριτικής σκέψης η οποία θα ακυρώσει την πολιτική αποπολιτικοποίησης που κυριαρχεί σήμερα. Μια βουβή ζήτηση, ακόμη, για συλλογική αναζήτηση νέων μορφών πολιτικής δράσης, νέων τρόπων κινητοποίησης και υλοποίησής τους προκειμένου να ενισχυθεί η δυναμική των κοινωνικών ομάδων, και ιδιαίτερα των κυριαρχούμενων, στην προσπάθειά τους να ξαναρχίσουν να σκέπτονται, να εκφράσουν -και την ίδια στιγμή να ανακαλύψουν – τι πραγματικά είναι και τι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι. Μια ζήτηση για απελευθέρωση χώρων όπου θα επιτρέπεται η ανάδυση του ανέκφραστου, απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόσβαση στην ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του πολίτη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κυρίως όμως ζήτηση για μια συλλογική παραγωγή ρεαλιστικών ουτοπιών, ικανών να ακυρώσουν την υπερδοσολογία «γήρατος» με την οποία έχει διαποτιστεί ο κοινωνικός μας κόσμος, και να υπενθυμίσουν στην πολιτική να θυμηθεί πως ρόλος της είναι να καταστήσει δυνατό κάτι το οποίο έχει λίγες πιθανότητες να υπάρξει, ή και να απαιτήσουν να κάνει αρχή της το «όλα δεν είναι δυνατά, αλλά και όλα δεν είναι αδύνατα».

Χρησιμοποιώντας τη συμβολική εξουσία που θα διαθέτει, ένα τέτοιο συλλογικό σώμα αυτόνομων διανοουμένων ενάντια στον φανατισμό του Λόγου, έχοντας μια ρεαλιστική θεώρηση για τους αποτελεσματικούς τρόπους υπεράσπισης της αυτονομίας των χώρων τους, και υιοθετώντας όχι την πόζα του κατόχου της αλήθειας, του πνευματικού ιερέα, αλλά αυτήν του εμπνευστή, διαφωτιστή, αφυπνιστή, του οργανωτή της συζήτησης, του δημιουργού της προοπτικής των ατομικών και συλλογικών προβλημάτων, αυτά τα καθήκοντα μπορούν να γίνουν τα θεμέλια ενός νέου εγχειρήματος των διανοουμένων και να τροφοδοτήσουν τη συνείδηση ενός νέου τύπου συλλογικού διανοουμένου. Ισως είναι ο καιρός του.

*Ο κ. Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.