«Θεμελιώδης μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας» απαιτείται προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ουδετερότητας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, σύμφωνα με έκθεση της McKinsey, μιας από τις πιο επιδραστικές συμβουλευτικές εταιρείες στον κόσμο.

Η εταιρεία εκτιμά ότι απαιτείται η επένδυση περίπου $9,2 τρισεκατομμυρίων σε ετήσια βάση επί δεκαετίες προκειμένου η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας να συγκρατηθεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου και να δοθεί τέλος στην κλιματική κρίση. Συνολικά, μεταφράζεται σε 40% αύξηση των σημερινών επενδύσεων και ισούται με τα μισά παγκόσμια εταιρικά κέρδη.

Οι εκτιμήσεις της έκθεσης

Η έκθεση προειδοποιεί ότι η οικονομική μεταμόρφωση θα επηρεάσει το σύνολο των κρατών και κάθε τομέα της οικονομίας, με τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από την καύση ορυκτών καυσίμων να βιώνουν τις πιο συνταρακτικές αλλαγές. Η McKinsey που έχει ρόλο συμβούλου πολλών κυβερνήσεων και μεγάλων εταιρειών, αναφέρει επίσης ότι η μετάβαση θα είναι εμπροσθοβαρής – για παράδειγμα, το κόστος του ρεύματος θα αυξηθεί πριν μειωθεί εκ νέου στη συνέχεια.

Όλο και ακριβότερη η μετάβαση

Ωστόσο, η έκθεση τονίζει ότι η επίτευξη της ουδετερότητας είναι κρίσιμη για την αποτροπή των πιο καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, που θα μπορούσαν να πλήξουν δισεκατομμύρια ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα σε πολλές περιπτώσεις οι επενδύσεις με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα αποτελούν καλές ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη και μπορούν να οδηγήσουν σε μια πιο αποδοτική οικονομία χαμηλότερου κόστους. Επιπλέον, επισημαίνει ότι η μετάβαση καθίσταται ακριβότερη με κάθε αναβολή της.

«Τα $9,2 τρισεκατομμύρια είναι μεγάλος αριθμός – αρκετά μεγάλος για να του δώσει σημασία ο οποιοσδήποτε», ανέφερε ο Τζόναθαν Βέτσελ του Παγκόσμιου Ινστιτούτου McKinsey, της δεξαμενής σκέψης της συμβουλευτικής εταιρείας και συγγραφέας της έκθεσης. «Όμως δεν πρόκειται για ανέφικτο νούμερο. Δεν είναι ότι δεν έχουμε κάνει άλλου τύπου μεταβάσεις στο παρελθόν», όπως η παγκόσμια αστικοποίηση.

Τι σημαίνει «οικονομική μεταμόρφωση»

Η οικονομική μεταμόρφωση αφορά τη μετάβαση από μια οικονομία που δεν συνυπολογίζει το κόστος της περιβαλλοντικής και κοινωνικής καταστροφής στα σχέδιά της, σε μία που το κάνει, εξηγεί ο Βέτσελ. «Η μόνη μορφή οικονομίας που μπορούμε να έχουμε, είναι η βιώσιμη, δεν υπάρχει άλλη επιλογή».

Η έκθεση σημειώνει ότι η εμπροσθοβαρής μετάβαση εγείρει ένα «κρίσιμο ερώτημα» αναφορικά με το ποιοι θα είναι εκείνοι που θα επωμιστούν το κόστος της και κατά πόσον οι υψηλότερες τιμές του ρεύματος, του ατσαλιού και του τσιμέντου θα μετατοπιστούν στους ανθρώπους ή αν οι κυβερνήσεις θα προστατεύσουν τους πλέον ευάλωτους.

Τρισεκατομμύρια σε επενδύσεις

Στόχος της έκθεσης είναι η αξιολόγηση της κλίμακας της οικονομικής μετάβασης που απαιτείται προκειμένου να επιτευχθεί ουδετερότητα άνθρακα, με τον όρο ότι θα υπάρξουν άμεσες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η επίτευξη ουδετερότητας μεταφράζεται σε μια θεμελιώδη μεταμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας».

Εκτιμά ότι οι επενδύσεις στην ενέργεια, τις μετακινήσεις, τις οικοδομές, τη βιομηχανία και τη γεωργία θα πρέπει να αυξηθούν κατά $3,5 τρισεκατομμύρια, ενώ άλλο $1 τρισεκατομμύριο θα πρέπει να μετατοπιστεί από τις επενδύσεις σε αγαθά με υψηλό αποτύπωμα άνθρακα σε άλλα με χαμηλό, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι αντλίες θερμότητας. Ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, το σύνολο των επενδύσεων που απαιτούνται αντιστοιχεί σε 6,8%, το οποίο θα πρέπει να αυξηθεί περαιτέρω στο 8,8% μεταξύ του 2026 και του 2030 μέχρι να μειωθεί εκ νέου.

Θα συνεχίσει να ακριβαίνει το ρεύμα

Το σενάριο της McKinsey υποστηρίζει ότι το κόστος του ρεύματος θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 25% μέχρι το 2040, πριν μειωθεί κάτω από τα σημερινά επίπεδα μετά το 2050, εξαιτίας του χαμηλότερου κόστους λειτουργίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το ατσάλι και το τσιμέντο ενδέχεται να δουν το κόστος τους να αυξάνεται κατά 30% και 45% αντιστοίχως, επισημαίνει.

Συνυπολογίζοντας τα κέρδη

Ο Μπομπ Γουάρντ, διευθυντής πολιτικής στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Grantham για την Κλιματική Αλλαγή στο LSE της Βρετανίας, δήλωσε σχετικά στον Guardian: «Τα στοιχεία της McKinsey για τις επενδύσεις δεν αφορούν το καθαρό κόστος της επίτευξης ουδετερότητας άνθρακα σε όλο τον κόσμο, αλλά τα ετήσια κόστη χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αντίστοιχα κέρδη».

«Οι επενδύσεις σε καθαρές υποδομές θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και τεράστια εξοικονόμηση πόρων, ιδίως από τη στιγμή που θα εξαλείψουν την ανάγκη αγοράς των καταστροφικά ακριβών ορυκτών καυσίμων και θα αποφέρουν ακόμη μεγαλύτερα κέρδη, αν λάβουμε υπόψη το κόστος των χαμένων ζωών και θέσεων εργασίας από την ατμοσφαιρική ρύπανση και την κλιματική αλλαγή, τα οποία θα αποφευχθούν».

Μεγαλύτερο το κόστος της κλιματικής κρίσης

Η ασφαλιστική εταιρεία Swiss Re πρόσφατα εκτίμησε ότι οι καταστροφές που θα προκαλούνταν από την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2,6 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050, θα μπορούσε να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 14%. Τον Οκτώβριο, ο κλιματικός οικονομολόγος Νίκολας Στερν τόνισε: «Η μετάβαση στην ουδετερότητα μπορεί να μετατραπεί σε εξαιρετικό κίνητρο για μια νέα μορφή ανάπτυξης – να είναι η ιστορία της ανάπτυξης του 21ου αιώνα».

«Αν και οι άμεσες ευθύνες μας ίσως μοιάζουν τρομακτικές, η ανθρώπινη εφευρετικότητα μ΄πορεί8 τελικά να επιλύσει την εξίσωση της ουδετερότητας, ακριβώς όπως κατάφερε να επιλύσει και άλλα φαινομενικά ανυπέρβλητα προβλήματα στη διάρκεια των τελευταίων 10.000 ετών», αισιοδοξεί η έκθεση της McKinsey. «Το κλειδί βρίσκεται στο θάρρος και την αποφασιστικότητα που απαιτείται από τον πλανήτη».

Πολλαπλά οφέλη για την ανθρωπότητα

Αν τα καταφέρουμε, υποστηρίζει η έκθεση, τα κέρδη θα ξεπεράσουν κατά πολύ την ίδια την αποτροπή της κλιματικής καταστροφής, αφού οι χώρες θα έχουν συνεργαστεί και θα βρίσκονται σε βελτιωμένη θέση για να αντιμετωπίσουν τις προαιώνιες γεωπολιτικές διαφορές τους.

«Αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, πιστεύουμε. Οι άνθρωποι μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει ανάγκη, αλλά και για δυνατότητα, για τη δημιουργία μιας ευρύτερης παγκόσμιας συνεργασίας», υποστηρίζει ο Βέτσελ.

Με πληροφορίες από Guardian