Σε επαναπροσδιορισμό της τακτικής του στο πολιτικό πεδίο και στην οικονομία προχωρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με φόντο τις εξελίξεις που αναμένεται να πυροδοτήσει η αλλαγή ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ και εν όψει της νέας περιόδου, η οποία ξεκινά με τη συζήτηση και ψήφιση του προϋπολογισμού την ερχόμενη εβδομάδα. Με εφόδιο τα εντυπωσιακά στοιχεία της ανάπτυξης του γ’ τριμήνου (13,9%) και την αναμενόμενη επαλήθευση των προσδοκιών για ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 7%, ο Πρωθυπουργός αναμένεται να περιγράψει τα επόμενα βήματα της κυβέρνησης στην επικείμενη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2022.

Πιέσεις για αυξήσεις μισθών

Στο επίκεντρο θα βρεθούν οι παρεμβάσεις στα πεδία των μειώσεων στους συντελεστές ΦΠΑ, των αναπροσαρμογών του ΕΝΦΙΑ και πρωτίστως στις αυξήσεις των μισθών και στις μειώσεις των εισφορών. Παράλληλα, όμως, έμφαση αναμένεται ότι θα δοθεί στον συνδυασμό μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων ως αντίβαρων στη λιτότητα.

Η αναμενόμενη επιβεβαίωση της αλματώδους ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την προεκλογική δέσμευση της ΝΔ για «αύξηση κατώτατου μισθού σε ποσοστά διπλάσια από την αντίστοιχη του ΑΕΠ», αλλά και τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, έχει ήδη διαμορφώσει ένα πλαίσιο υψηλών προσδοκιών στους εργαζομένους, ιδιαιτέρως δε στους χαμηλόμισθους. Την ίδια στιγμή εντείνονται και οι ανάλογες πιέσεις προς το Μαξίμου και τα αρμόδια υπουργεία για γενναιόδωρες αυξήσεις μισθών το 2022, οι οποίες βάσει των δεσμεύσεων θα έπρεπε να ανέλθουν στα επίπεδα του 14%. Παράλληλα, ωστόσο, εκδηλώνονται και οι αντιδράσεις από τις επιχειρηματικές και εργοδοτικές οργανώσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα τα ενδεχόμενα μισθολογικών αυξήσεων, επικαλούμενες τις μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης.

Εν αναμονή της συζήτησης για τον προϋπολογισμό, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι πέραν της εξαγγελθείσας και δρομολογημένης αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 2% στις αρχές του έτους, ο Πρωθυπουργός θα αποφύγει να προσδιορίσει το ύψος των περαιτέρω παρεμβάσεων. Σύμφωνα πάντως με όλες τις ενδείξεις και πληροφορίες, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη χορήγηση δεύτερης αύξησης του κατώτατου μισθού από την 1η Ιουλίου. Το ποσοστό της θα προσδιοριστεί αφότου συλλεγούν και αξιολογηθούν τα στοιχεία της ανάπτυξης του πρώτου εξαμήνου και πάντως από αυτό θα αφαιρεθεί το 2%, το οποίο θα έχει δοθεί από την 1η Ιανουαρίου.

Διαβούλευση το 2022

Τις κυβερνητικές προθέσεις περιέγραψε την προηγούμενη εβδομάδα από τις Βρυξέλλες ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας για «μέρισμα των εργαζομένων από την ανάπτυξη της οικονομίας». Ωστόσο αυτή η διατύπωση απέχει από την αρχική κυβερνητική θέση και προεκλογική δέσμευση.

Η περιγραφή του υπουργού Εργασίας ήταν ενδεικτική: «Το 2021, παρά την ύφεση λόγω της πανδημίας, αλλά και με το σύνολο των εργοδοτικών φορέων αντίθετο, περιλαμβανομένων των μικρομεσαίων, η κυβέρνηση αποφάσισε συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%. Στις αρχές του 2022 θα εκκινήσει και πάλι η διαδικασία διαβούλευσης, όπως προβλέπεται θεσμικά, προκειμένου ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου να θεσπιστεί ο νέος κατώτατος μισθός».

Σημειωτέον ότι στις Βρυξέλλες συζητήθηκαν δύο προτάσεις οδηγιών για τον κατώτατο μισθό στην ΕΕ και για τη διασφάλιση ίσης αμοιβής για όμοια εργασία σε άνδρες και γυναίκες. Οι προτάσεις προβλέπουν μια σειρά διαδικασιών, προκειμένου οι κατώτατοι μισθοί, οι οποίοι καθορίζονται είτε με συλλογικές διαπραγματεύσεις είτε βάσει νόμου (όπως ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας), να εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζομένους. Πάντως, η πρόταση Οδηγίας δεν προβλέπει τον καθορισμό ενιαίου κατώτατου μισθού στις χώρες της Ενωσης.

Ο Σολτς και η νέα σχέση με τη Γερμανία

Εν αναμονή της έναρξης της συζήτησης στην Ευρώπη για τη νέα μορφή του Συμφώνου Σταθερότητας, η ελληνική κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός θεωρούν σημαντική τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ερχόμενης εβδομάδας.
Θα είναι η πρώτη στην οποία θα συμμετάσχει ο νέος ομοσπονδιακός καγκελάριος Ολαφ Σολτς και θα διεξαχθεί στον απόηχο των πρόσφατων, απροσδόκητων εγκωμίων του νέου υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος δήλωσε για την Ελλάδα: «Αποτελεί για εμάς σημείο προσανατολισμού η εντυπωσιακή και επιτυχής πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Το τελευταίο διάστημα έχει επιτευχθεί, με πολύ εντυπωσιακά μεταρρυθμιστικά μέτρα, να έρθει η ελληνική οικονομία σε μια νέα πορεία επιτυχίας. Ακόμη και για τη Γερμανία υπάρχειη αξίωση να γίνει παρομοίως φιλόδοξη και υπό αυτή την έννοια προσβλέπω στις επόμενες ευκαιρίες για συνέχιση των συνομιλιών στην Αθήνα με τον Πρωθυπουργό και τον ομόλογό μου, τις οποίες και στο παρελθόν έχουμε ήδη διεξαγάγει σε καλό και αρμονικό κλίμα».
Στο Μέγαρο Μαξίμου μιλούν ήδη για νέα σελίδα η οποία έχει ανοίξει για τη χώρα και αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι αποτελεί επίτευγμα της κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στο πρώτο τραπέζι των συζητήσεων έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία αντιμετωπιζόταν ως αποσυνάγωγος. Με βάση αυτά, εκτιμούν ότι θα τεθεί σε νέα βάση η συζήτηση για τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ ήδη έχουν αρχίσει να ακούγονται προτάσεις για την εξαίρεση κάποιων δαπανών («πράσινες» επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις, ενδεχομένως και εξοπλιστικά) από τους κανόνες για το έλλειμμα.

Στην Ιερά Σύνοδο με φόντο την πανδημίαΤο πρόβλημα της πανδημίας εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχη παράμετρο προβληματισμού για την κυβέρνηση. Παρά την ικανοποιητική απόδοση των μέτρων που οδήγησαν σε αυξήσεις των εμβολιασμών, το πρόβλημα με τις μεγαλύτερες ηλικίες παραμένει, όπως και ο υψηλός, καθημερινός αριθμός των θανάτων. Η νέα παρέμβαση του Πρωθυπουργού σε αυτό το πεδίο αναμένεται να εκδηλωθεί με την παρουσία του στη έκτακτη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τη Δευτέρα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται εκεί να ζητήσει τη συνδρομή της Ιεραρχίας στην τήρηση των μέτρων και στην παρότρυνση των πιστών να εμβολιαστούν. Είχε προηγηθεί η συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο την Παρασκευή στο Μέγαρο Μαξίμου, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν, σύμφωνα με πληροφορίες, ο τρόπος λειτουργίας των ναών κατά τη διάρκεια των εορτών και οι δυνατότητες αύξησης των εμβολιασμών των ευάλωτων ομάδων.

Ο γρίφος των ομολόγων

Πέραν των υψηλών προσδοκιών για τους ρυθμούς ανάπτυξης και τις μισθολογικές αυξήσεις, μια σημαντική παράμερος προβληματισμού για την κυβέρνηση παρουσιάζεται εν όψει της συζήτησης για τα προγράμματα της ΕΚΤ και τη συνέχιση της κατ’ εξαίρεση συμπερίληψης των ελληνικών ομολόγων σε αυτά, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να μην εντάσσεται στην επενδυτική βαθμίδα. Παράγοντες της οικονομίας και του τραπεζικού κλάδου βλέπουν σε αυτή την εκκρεμότητα κάποια σημαντικά ενδεχόμενα πιέσεων προς την ελληνική οικονομία και την κυβέρνηση. Περιγράφουν ως πιθανό ενδεχόμενο την παράταση της εξαίρεσης (waiver) για ένα διάστημα εξαμήνου, έως το φθινόπωρο του 2022, και εκτιμούν ότι αυτό θα συνδέεται με το γεγονός ότι η χώρα θα έχει μοιραία εισέλθει σε εκλογική εκκρεμότητα, ακόμη και αν οι κάλπες στηθούν το 2023. Κατά τις ίδιες εκτιμήσεις, οι πιέσεις σε αυτό το πεδίο και η απειλή της αύξησης του κόστους δανεισμού, σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα του χρέους, ενδέχεται να επηρεάσουν και τις αποφάσεις για τον χρόνο των εκλογών ούτως ώστε να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο.