Ισως ο τρόπος ζωής μας στις πολύβουες πόλεις να μη μας επιτρέπει να το αντιληφθούμε, όμως οι ήχοι της φύσης, όπως το κελάηδισμα των πουλιών ή το θρόισμα των φύλλων των δέντρων, αποτελούν έναν πολύτιμο σύνδεσμο του σύγχρονου ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον.
Σε πρόσφατη έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature Communications», ερευνητές με βάση το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας διαπίστωσαν ότι τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια η ποικιλία και η ένταση των ήχων οι οποίοι προέρχονται από τα πουλιά τείνουν να μειώνονται. Παρ’ όλο που η μείωση αυτή οφείλεται τόσο σε φυσικούς όσο και σε ανθρωπογενείς παράγοντες, οι επιστήμονες σημειώνουν ότι αυτή ενδέχεται να επηρεάσει την ψυχική υγεία του ανθρώπου και την επαφή του με τη φύση.
Είδη πτηνών ανά περιοχή
Η λέξη «ηχοτοπίο» χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες για να περιγράψουν το σύνολο των ήχων της φύσης οι οποίοι ακούγονται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ενώ τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα μελετάει με ποιον τρόπο οι ήχοι οι οποίοι παράγονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα «παρεμβαίνουν» στους ήχους της φύσης, μέχρι πρότινος δεν είχε μελετηθεί με ποιον τρόπο έχει μεταβληθεί το ηχοτοπίο στο πέρασμα του χρόνου.
Στην πρόσφατη δημοσίευσή τους, οι ερευνητές εφάρμοσαν μια πρωτότυπη μέθοδο για να ανακατασκευάσουν το ηχητικό τοπίο που προκύπτει από τους ήχους των πουλιών και να μελετήσουν με ποιον τρόπο αυτό μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. «Θέλαμε να διερευνήσουμε τις εκτεταμένες και μακροχρόνιες αλλαγές στα χαρακτηριστικά του ηχοτοπίου, αλλά μας λείπουν ηχογραφήσεις ηχοτοπίων προηγούμενων ετών. Ετσι, χρειάστηκε να αναπτύξουμε έναν τρόπο ανακατασκευής ιστορικών ηχοτοπίων» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science ο αναπληρωτής καθηγητής και επικεφαλής της δημοσίευσης δρ Σάιμον Μπάτλερ (φωτογραφία αριστερά). «Για να το κάνουμε αυτό», συμπληρώνει, «χρησιμοποιήσαμε τα ετήσια δεδομένα παρακολούθησης πουλιών τα οποία συλλέχθηκαν σε πάνω από 200.000 τοποθεσίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, στο πλαίσιο του Πανευρωπαϊκού Συστήματος Παρακολούθησης Κοινών Πτηνών (PECBMS) και του προγράμματος έρευνας για την αναπαραγωγή των πτηνών της Βόρειας Αμερικής (BBS)».
Ο στόχος των προγραμμάτων αυτών είναι να καταγραφούν τα είδη των πουλιών τα οποία εντοπίζονται σε χιλιάδες μέρη του κόσμου, επιστρατεύοντας όχι μόνο επιστήμονες αλλά και εθελοντές ορνιθολόγους οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί στην αναγνώριση των πτηνών. Δεδομένου ότι η δραστηριότητα των προγραμμάτων αυτών έχει ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, έχει πλέον μαζευτεί ένας ικανοποιητικός όγκος δεδομένων ο οποίος επέτρεψε στους επιστήμονες να μελετήσουν, σε ένα πρώτο στάδιο, με ποιον τρόπο μεταβλήθηκε ο πληθυσμός των πουλιών στις υπό μελέτη περιοχές.
Διαβάστε επίσης: Τα πουλιά αναγνωρίζονται τραγουδώντας
Ηχοτοπία από το παρελθόν
Αφού αποτύπωσαν τα είδη των πτηνών και τον αριθμό των ατόμων τα οποία είχαν καταμετρηθεί σε διάφορες περιοχές ανά τον κόσμο, οι ερευνητές επιχείρησαν να ανακατασκευάσουν το ηχοτοπίο των περιοχών αυτών. Για τον σκοπό αυτόν έφτιαξαν ηχητικά αρχεία τα οποία περιείχαν ήχους των πουλιών τα οποία είχαν καταγραφεί σε κάθε περιοχή. «Για να μεταφράσουμε σε ηχητικά τοπία τα δεδομένα τα οποία συλλέξαμε, συνδυάσαμε ηχογραφήσεις για μεμονωμένα είδη, τα οποία αντλήσαμε από μια διαδικτυακή βάση δεδομένων με φωνές και τραγούδια πουλιών», σημειώνει ο ερευνητής, εξηγώντας περαιτέρω: «Αρχικά κόψαμε σε ηχητικά είκοσι πέντε δευτερολέπτων όλα τα αρχεία ήχου τα οποία αντλήσαμε από τη βάση δεδομένων στο Διαδίκτυο. Στη συνέχεια, ξεκινώντας με ένα κενό αρχείο ήχου πέντε λεπτών, εισαγάγαμε τον ίδιο αριθμό αρχείων ήχου με τα άτομα που καταμετρήθηκαν για κάθε είδος – δηλαδή, αν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή καταμετρήθηκαν πέντε άτομα ενός συγκεκριμένου είδους σε μια περιοχή, συμπεριλάβαμε πέντε αρχεία ήχου διάρκειας είκοσι πέντε δευτερολέπτων για το συγκεκριμένο είδος. Τοποθετώντας τον κατάλληλο αριθμό ηχητικών αρχείων για κάθε είδος, μπορέσαμε να δημιουργήσουμε ένα σύνθετο ηχητικό τοπίο για κάθε τοποθεσία, το οποίο αντιπροσωπεύει το τι θα άκουγε ένας παρατηρητής ο οποίος θα βρισκόταν στη συγκεκριμένη τοποθεσία».
Το τελευταίο βήμα των ερευνητών ήταν να μελετήσουν με ποιον τρόπο διαφέρουν τα ηχοτοπία μεταξύ τους, ποσοτικοποιώντας τις διαφορές των ηχητικών αρχείων με βάση διάφορα χαρακτηριστικά του ήχου. «Αφού κατασκευάσαμε ηχοτοπία για κάθε τοποθεσία κάθε έτους, ποσοτικοποιήσαμε τα ακουστικά χαρακτηριστικά τους, ώστε να μετρήσουμε με ποιον τρόπο αυτά μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου», αναφέρει ο καθηγητής, συμπληρώνοντας ότι «για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιήσαμε τέσσερις διαφορετικούς ακουστικούς δείκτες, οι οποίοι ποσοτικοποιούν σε κάθε ηχοτοπίο την κατανομή της ηχητικής ενέργειας στις διάφορες συχνότητες και στον χρόνο. Οι δείκτες αυτοί μας επιτρέπουν να μετρήσουμε την ακουστική ποικιλομορφία και ένταση κάθε ηχητικού αποσπάσματος».
Συγκρίνοντας τα ηχοτοπία
Η πρωτοποριακή μέθοδος την οποία χρησιμοποίησαν οι ερευνητές κατέδειξε ότι οι δείκτες οι οποίοι χαρακτηρίζουν τα ηχοτοπία παρουσιάζουν κοινές τάσεις στη διάρκεια του χρόνου. Παράλληλα, ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ετερογένεια και η ένταση των ηχοτοπίων τα οποία μελέτησαν έχουν πτωτική τάση στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι πέντε ετών. «Οι διαφορές οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι υπάρχει κάποια εναλλαγή ειδών – δηλαδή νέα είδη εμφανίζονται σε κάποιες περιοχές ενώ άλλα εξαφανίζονται. Παράλληλα όμως η μείωση της ακουστικής έντασης και ποικιλότητας αντανακλά τη μείωση του πλούτου και της αφθονίας των ειδών», εξηγεί ο επιστήμονας, σημειώνοντας ότι «αυτό πιθανώς οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, όπως η εντατικοποίηση της γεωργίας, η απώλεια ενδιαιτημάτων και η αστικοποίηση. Η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να αποτελέσει έναν παράγοντα με αυξανόμενη επιρροή στα μελλοντικά ηχητικά τοπία, καθώς το εύρος το ειδών σε διάφορα ενδιαιτήματα αλλάζει». Οπως σημειώνουν οι ερευνητές στην επιστημονική δημοσίευση, η έρευνα στο συγκεκριμένο πεδίο είναι πολύτιμη, αφού η αλλοίωση του ηχητικού τοπίου ενδέχεται όχι απλώς να έχει αρνητικές συνέπειες στην ψυχική υγεία του ανθρώπου, αλλά και να τον αποτρέπει από την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής η οποία θα συμπλέει με βασικές αρχές σεβασμού του περιβάλλοντος.
Η αξία της μελέτης των ηχοτοπίων
Ολοένα και περισσότερες έρευνες αναδεικνύουν τη σημασία της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση για τη διατήρηση της ψυχικής του υγείας. Οι ήχοι της φύσης αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα μέσω του οποίου συμβαίνει αυτή η αλληλεπίδραση. «Τα πλεονεκτήματα της επαφής με τη φύση για την υγεία και την ευημερία μας αναγνωρίζονται ολοένα και περισσότερο – η επαφή αυτή αποτέλεσε άλλωστε μια ιδιαίτερα σημαντική πηγή παρηγοριάς για πολλούς ανθρώπους τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες», σημειώνει ο δρ Σάιμον Μπάτλερ, καταλήγοντας ότι «την ίδια στιγμή βιώνουμε μια παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση, με εκτεταμένη και συνεχιζόμενη απώλεια της βιοποικιλότητας. Αυτό σημαίνει ότι η ποιότητα των αλληλεπιδράσεών μας με τη φύση είναι πιθανό να φθίνει, κάτι που μειώνει τα δυνητικά οφέλη για τον άνθρωπο. Τα πουλιά παρέχουν ένα ηχητικό υπόστρωμα όταν περνάμε χρόνο στη φύση. Παράλληλα, γνωρίζουμε ότι η αυξημένη ποικιλομορφία και ο πλούτος αυτού του υποστρώματος συνδέονται με μια πιο ποιοτική αντίληψη του περιβάλλοντος. Για τους λόγους αυτούς διερευνήσαμε τον τρόπο με τον οποίο τα ηχοτοπία έχουν μεταβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες».
Τι συμβαίνει με άλλα ζώα
Στην παρούσα μελέτη οι ερευνητές μελέτησαν μόνο τους ήχους των πουλιών. Ωστόσο, τα ηχητικά τοπία της φύσης αποτελούνται και από ήχους άλλων ζώων, οι οποίοι επίσης έχουν μειωθεί σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, ενώ παράλληλα οι ανθρωπογενείς ήχοι βαίνουν αυξανόμενοι.