Οι συγκυρίες δεν ήταν απαραίτητα ευτυχείς. Χάρη πάντως και σε αυτές τις όχι και τόσο ευτυχείς συγκυρίες, μια χώρα δείχνει σήμερα έτοιμη να καβαλήσει το κύμα μιας πρωτοφανούς ανάπτυξης. Αλλά η πρωτεύουσά της; Μπορεί η Ελλάδα να τρέξει και η Αθήνα να μείνει πίσω; Γίνεται η ελληνική οικονομία να ανθήσει και το πάλαι ποτέ οικονομικό της κέντρο να μαραζώσει;

Το σχήμα μοιάζει οξύμωρο αν σκεφθεί κανείς πως σε άλλες εποχές το όχημα της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν ο αστικός της υδροκεφαλισμός. Η Αθήνα γιγαντωνόταν αντλώντας πόρους και ανθρώπινο δυναμικό από την Περιφέρεια. Τον 21ο αιώνα όμως η οικονομία δεν χρειάζεται κτίρια για να στεγαστεί αλλά υπολογιστές για να λειτουργήσει. Δεν έχει ανάγκη πλέον από σταθερές έδρες. Η οικονομική δραστηριότητα έχει ψηφιοποιηθεί και μεγάλο μέρος της βρίσκεται στα χέρια των «ψηφιακών νομάδων». Τι περιμένει λοιπόν την Αθήνα; Και άλλος μαρασμός; Και άλλη ερημοποίηση;

Ο καθένας διαβλέπει τον κίνδυνο. Συνομιλώντας πάντως με «Το Βήμα», ο Κώστας Μπακογιάννης βλέπει από τη θέση του δημάρχου της Αθήνας την πρόκληση – μια πρόκληση που δεν σχετίζεται μόνο με τον τρόπο που μετασχηματίζεται η σύγχρονη οικονομία αλλά και με το ιστορικό παρελθόν της πρωτεύουσας. «Για να μη γίνει», λέει, «η Αθήνα η «πίσω αυλή» της  ανάπτυξης, θα πρέπει να τολμήσει ακόμα και να γκρεμίσει. Το δικό της κεφάλαιο είναι η απελευθέρωση του δημόσιου χώρου, το δικό της νόμισμα είναι το τετραγωνικό μέτρο».

Η Αθήνα δεν πρωτοτυπεί. Σύμφωνα με τον κ. Μπακογιάννη, η απελευθέρωση του δημόσιου χώρου είναι ζητούμενο σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Η δημοτική αρχή της Αθήνας βλέπει ωστόσο μια χρυσή ευκαιρία για την απελευθέρωση της πόλης στο εξαγγελθέν κυβερνητικό πάρκο, τη μεταφορά δηλαδή πλήθους κυβερνητικών υπηρεσιών στο παλιό εργοστάσιο της Πυρκάλ, ενώ τρεις συστημικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει ότι θα μεταφέρουν τα κεντρικά τους εκτός κέντρου. Εχει άλλωστε δρομολογήσει το δικό της αντίστοιχο σχέδιο για την αξιοποίηση της δημοτικής περιουσίας.

Για να μη γίνει η Αθήνα η «πίσω αυλή» της ανάπτυξης, θα πρέπει να τολμήσει ακόμα και να γκρεμίσει. Το δικό της κεφάλαιο είναι η απελευθέρωση του δημόσιου χώρου, το δικό της νόμισμα είναι το τετραγωνικό μέτρο

Με οδηγό τον Γιάννη Τσαρούχη

Η ιστορική εμπειρία πάντως δεν είναι με την πλευρά της ευκαιρίας. Το κτίριο του ΙΚΑ στην οδό Πειραιώς είναι ένα κλασικό παράδειγμα ερημοποίησης. Το αντίδοτο, λέει η δημοτική αρχή, θα ήταν η χαρτογράφηση των κτιρίων που θα μείνουν κενά και η αξιοποίησή τους. «Είμαστε σε μια ευτυχή συγκυρία. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια υπάρχει ένα τρομερό επενδυτικό ενδιαφέρον για την πόλη» επιμένει ο Κώστας Μπακογιάννης. Και εδώ ανοίγεται ένα μπουκέτο επιλογών για καθένα από αυτά τα κτίρια ξεχωριστά. «Μια επιλογή είναι να αξιολογηθούν εμπορικά προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου. Μια δεύτερη είναι να αποδοθούν για πολιτιστικές χρήσεις. Μια τρίτη η κοινωνική κατοικία, που δεν πρέπει να συγχέεται με τις εργατικές πολυκατοικίες. Μια άλλη επιλογή όμως είναι κάποια, αυτά που δεν έχουν αρχιτεκτονική αξία, να κατεδαφιστούν» συνοψίζει ο ίδιος.

Οι ενστάσεις που μπορεί να καταθέσει κανείς είναι προφανείς. Η μία είναι εάν είναι σωστό για μια πόλη να χάνει τα ιστορικά της τεκμήρια. Η άλλη είναι το κόστος. Επιμένοντας στο θέμα του αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, ο δήμαρχος της Αθήνας επικαλείται ένα αιρετικό πνεύμα: «Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε πως η μεγαλύτερη συνεισφορά που μπορεί να κάνει κάποιος στην Αθήνα δεν είναι να χτίσει αλλά να γκρεμίσει. Προφανώς το να έρθει το Ελληνικό Δημόσιο και να αγοράσει κτίρια και να τα γκρεμίσει είναι πάρα πολύ δύσκολο και πάρα πολύ ακριβό. Εάν το Ελληνικό Δημόσιο έχει την τύχη να διαθέτει δεκάδες κτίρια στην Αθήνα με μηδαμινή αρχιτεκτονική και ιστορική αξία, που μπορούν να γκρεμιστούν και να κερδίσουμε σε ελεύθερο χώρο, τότε μιλάμε για μια παρέμβαση που είναι αντίστοιχης σημασίας με αυτής της σύνδεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου με το Μουσείο της Ακρόπολης» λέει.

Οι σχετικές συζητήσεις έχουν ξεκινήσει ήδη με την κυβέρνηση. «Το Δημόσιο είναι ο χειρότερος νοικοκύρης στην πόλη, είναι αυτός που αφήνει με μεγάλη άνεση τα κτίριά του να μαραζώνουν. Πάμε λοιπόν να χαρτογραφήσουμε τα κτίρια αυτά και να δούμε τι θα κάνουμε με αυτά. Να δούμε πώς μπορούμε να τα αναδιανείμουμε χωρίς κανένα ταμπού και χωρίς καμία ιδεοληψία. Ναι, αυτό μπορεί να μας κάνει για να γίνει πολυχώρος πολιτισμού. Τέλεια. Αυτό γιατί μπορούμε να κάνουμε κοινωνική κατοικία, αυτό γιατί μπορεί να γίνει ξενοδοχείο και να επωφεληθούν τα δημόσια ταμεία. Αλλά αυτό που δεν μας κάνει γιατί να μην γκρεμιστεί και να γίνει πράσινο; Δεν είναι τόσο μακρόπνοο ούτε τόσο ουτοπικό ούτε τόσο δύσκολο όσο φανταζόμαστε» επαναλαμβάνει.

Εάν δεν επιστρέψουν οι κάτοικοι, θα αποκτήσουμε ένα κέντρο χωρίς βιωματικές εμπειρίες. Δεν θέλουμε μια νεοκλασική Ντίσνεϊλαντ, θέλουμε ζωντάνια, ανθρώπους

Το προηγούμενο της Αρχαίας Αγοράς

Βουτιά στην ιστορία της πόλης. Το μεγαλύτερο δημόσιο έργο του 20ού αιώνα στην Αθήνα, υπενθυμίζει ο δήμαρχος, ήταν η «απελευθέρωση» της περιοχής Βρυσάκι από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Το σχέδιο ήταν του Ελευθερίου Βενιζέλου και χάρη σε αυτό αποκαλύφθηκε η Αρχαία Αγορά. Το σχέδιο βασίστηκε στο τρίπτυχο απαλλοτρίωση – κατεδάφιση – ανασκαφές. Συνολικά απαλλοτριώθηκαν 365 σπίτια απελευθερώνοντας έκταση 160.000 τ.μ. Για να γίνει αυτό, χρειάστηκε μια δωρεά ύψους 1 εκατ. δολαρίων από τον αμερικανό μεγιστάνα Τζον Ντ. Ροκφέλερ Τζ. Χρειάστηκε ακόμα να καμφθούν και οι αντιστάσεις της εποχής: οι εφημερίδες έγραφαν τότε «για 100.000 αυτόχθονες πολίτες που οι Αμερικανοί εκδιώκουν από τις προγονικές τους εστίες».

Το παλαιό τρίπτυχο απαλλοτρίωση – κατεδάφιση – ανασκαφές μπορεί σήμερα να αντικατασταθεί από το δίπτυχο κατεδάφιση – πράσινο, σύμφωνα με τον Κώστα Μπακογιάννη. «Εχω πειστεί, βλέποντας πού βρισκόμασταν πριν από δέκα χρόνια και πού θα βρισκόμαστε τα επόμενα δέκα, ότι η επόμενη δεκαετία θα κρίνει το μέλλον της πόλης» λέει. Και οι αντιστάσεις; «Εχουμε ξεχάσει ότι όταν πεζοδρομήθηκε η Ερμού κάποιοι διαδήλωναν με μαύρες σημαίες ή ότι για να προχωρήσει το έργο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου είχαν φέρει τα ΜΑΤ» απαντά. Συμβαίνει συχνά. Συμβαίνει η Ιστορία να επαναλαμβάνεται.

Το δημοκρατικό DNA της πόλης

Είναι μάλλον γι’ αυτό που ο δήμαρχος της Αθήνας πιάνει και πάλι το ιστορικό νήμα – αυτή τη φορά από τα μεταπολεμικά χρόνια. «Εχουμε κληρονομήσει ένα πυκνό αστικό πολεοδόμημα, συμπαγές, το οποίο επιπλέον εκτείνεται σε περίπου 38 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η σημερινή πόλη είναι το εγγόνι της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Μπορεί ενδεχομένως να έγινε βιαστικά και πρόχειρα, αλλά δεν πρέπει να τη μηδενίσουμε» σημειώνει.

Μάρτυρας οι δείκτες των Ηνωμένων Εθνών που λένε πως η Αθήνα έκανε από το 1947-48 ως το 1955-56 ένα τεράστιο άλμα. «Βέβαια, το ζητούμενο τότε ήταν η στέγη, το τρεχούμενο νερό, το ρεύμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η πόλη κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να δώσει διέξοδο και να αναβαθμίσει πραγματικά την ποιότητα ζωής πολλών ανθρώπων» παρατηρεί ο δήμαρχος της Αθήνας. «Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η πολυκατοικία, ακόμα και στις εκφάνσεις της που δεν είναι αισθητικά ιδανικές, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο δημοκρατικό DNA της πόλης. Γιατί πολύ απλά στην ίδια πολυκατοικία, αν και σε διαφορετικούς ορόφους, συγκατοικούσαν διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές τάξεις» προσθέτει.

Είναι κάτι που αποτυπώνεται σχηματικά στις ηθογραφίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Στο ισόγειο μένει ο θυρωρός, στον πρώτο ο παντοπώλης, στο ρετιρέ ο γιατρός και ο δικηγόρος. Ο όροφος αλλάζει, αλλά η πολυκατοικία είναι η ίδια. Και σε αυτόν τον κοινωνικό εκδημοκρατισμό, ο δήμαρχος της Αθήνας εντοπίζει και μία ακόμα σημαντική διαφορά από άλλες μεγαλουπόλεις: «Η Ρώμη χτίστηκε γύρω από το Βατικανό, το Λονδίνο γύρω από την Αυλή, η Νέα Υόρκη γύρω από τους χρυσοκάνθαρους της δεκαετίας του ’20. Την Αθήνα την έχτισε εντός ή εκτός εισαγωγικών ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όχι για τους αυλικούς της Φρειδερίκης αλλά για τους συγχωριανούς του από τις Σέρρες. Εξ ου και το δικό μας έμβλημα, η Ακρόπολη, είναι ορατή και από τις πλουσιότερες και από τις φτωχότερες γειτονιές, σε αντίθεση  με το Mπιγκ Μπεν που το βλέπει μόνο μια πλευρά του Λονδίνου ή τον πύργο του Αϊφελ που τον βλέπει μόνο μια πλευρά του Παρισιού» λέει.

Το Δημόσιο είναι ο χειρότερος νοικοκύρης στην πόλη, είναι αυτός που αφήνει με μεγάλη άνεση τα κτίριά του να μαραζώνουν. Πάμε λοιπόν να χαρτογραφήσουμε τα κτίρια αυτά και να δούμε τι θα κάνουμε με αυτά

Η πρωτεύουσα και τα τέσσερα ρεκόρ

Αυτή δεν είναι η μοναδική διαφορά. Ο επόμενος σταθμός των ιστορικών φλας μπακ που επιχειρεί ο δήμαρχος της Αθήνας προκειμένου, όπως λέει, «να καταλάβουμε πού ζούμε και κυρίως ποιοι είμαστε» είναι στη δεκαετία του ’80, όταν η πρωτεύουσα, προτού ακόμη βιώσει την οικονομική, την προσφυγική και την πανδημική κρίση, βίωσε μια αστική κρίση με τη δημιουργία, περιμετρικά της Αττικής, αστικών κέντρων. «Το αποτέλεσμα ήταν δύο στους πέντε Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Αυτό δεν συνέβη σε καμία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα» επισημαίνει. Σε αυτό το πανευρωπαϊκό ρεκόρ θα πρέπει να προστεθούν άλλα τρία. Πρώτον, οι Αθηναίοι έχουν τα μεγαλύτερα σπίτια σε τετραγωνικά ανά κάτοικο. Δεύτερον, τους αναλογούν τα λιγότερα τετραγωνικά πρασίνου. Και, τρίτον, έχουν την περισσότερη άσφαλτο ανά κάτοικο.

Μιλάμε για έναν αστικό ιστό που αποτελείται από 129 γειτονιές και ο οποίος «πρέπει να αλλάξει χωρίς όμως να χάσει την ψυχή του». Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ο Κώστας Μπακογιάννης απαντά με μια οικεία στους ανθρώπους του κέντρου εικόνα της πόλης: «Δεν θέλουμε να χάσει τις μεικτές της χρήσεις. Να μπορείς δηλαδή από εδώ στο δημαρχείο να περπατήσεις πενήντα μέτρα και να φας σε ένα μοντέρνο εστιατόριο, να κοιμηθείς σε ένα ωραίο μπουτίκ χοτέλ. Συγχρόνως όμως να μπορείς να πάρεις κουμπιά, να αγοράσεις μια άγκυρα – γιατί, ναι, εδώ παρακάτω πουλάνε άγκυρες – και βεβαίως μπαχαρικά. Αυτό είναι ασύλληπτο πλεονέκτημα». Θα αποτολμήσει, λέει, να το πει και αλλιώς: «Πολύ ωραία τα έργα στο παραλιακό μέτωπο, αλλά εδώ έχουμε μια πόλη που κυλάει αίμα στις φλέβες της».

Ο «ανταγωνισμός» με το Ελληνικό

Θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει κανείς μια αιχμή σε αυτή την τελευταία παρατήρηση του δημάρχου. Αντιστρατεύεται μήπως την επένδυση στο Ελληνικό; Ο ίδιος επιστρατεύει ακόμα μια ιστορική αναδρομή για να εξηγήσει τι εννοεί. «Η Αθήνα, από το 1834 που έγινε πρωτεύουσα, είχε την πλάτη της γυρισμένη στη θάλασσα. Τώρα όμως στρέφεται προς τη θάλασσα. Αυτό σημαίνει πως η οικονομική και κοινωνική ζωή της Αττικής θα μετατοπιστεί προς το παραλιακό μέτωπο. Ποιον «ανταγωνίζεται» επομένως σήμερα η Αθήνα; Το Ελληνικό, δηλαδή την ανάπτυξη στην παραλιακή ζώνη. Αυτό μπορεί να είναι ευλογία αλλά μπορεί να είναι και κατάρα. Ευλογία γιατί μπορείς να έχεις ένα αναπτυξιακό δίπολο. Ανεβαίνει το παραλιακό μέτωπο, ανεβαίνει και το κέντρο. Αν όμως η Αθήνα δεν εξελιχθεί σε αυτή τη δεκαετία, τότε κινδυνεύει να μείνει «πίσω αυλή»».

Ο αγγλισμός περιγράφει ένα υπαρκτό πρόβλημα. Αποτυπώνει την ερημοποίηση με την οποία θα έρθει αντιμέτωπη η πρωτεύουσα εάν δεν επιστρέψουν οι κάτοικοι. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να επιτευχθεί ένας τριπλός στόχος. Ο πρώτος στόχος είναι η απελευθέρωση του δημόσιου χώρου. Ο δεύτερος, η βιώσιμη κινητικότητα – «δικαιώματα στον οδηγό, ναι, αλλά και για τον πεζό, τον ποδηλάτη, το παιδί με το πατίνι», όπως το θέτει ο κ. Μπακογιάννης. Και ο τρίτος, η διατήρηση των μεικτών χρήσεων.

Η τριπλή φιλοδοξία δεν είναι άσχετη με την «ιερή αγελάδα», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, των τελευταίων δεκαετιών. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη σύνδεση του Αρχαιολογικού Μουσείου με το Μουσείο της Ακρόπολης. Σε μια ακόμα ιστορική αναδρομή, ο δήμαρχος της Αθήνας παρατηρεί πως «η ιδέα ξεκίνησε από τον Αντώνη Τρίτση που την έριξε στον δημόσιο διάλογο το 1982». Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, η σύνδεση φαίνεται να έχει δρομολογηθεί μέσα από την Ομόνοια που ολοκληρώθηκε, αυτό το άλλοτε «νοητό τείχος που έκοβε την πόλη στα δύο με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά», το Σύνταγμα που ήδη δουλεύεται και την Πανεπιστημίου όπου οι εργασίες θα ξεκινήσουν μέσα στον μήνα, ενώ το σχέδιο θα ολοκληρωθεί με τη σύνδεση της Πατησίων με την Ομόνοια και του Συντάγματος με τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Ποιον «ανταγωνίζεται» σήμερα η Αθήνα; Το Ελληνικό, δηλαδή την ανάπτυξη στην παραλιακή ζώνη. Αυτό μπορεί να είναι ευλογία αλλά μπορεί να είναι και κατάρα

Οχι στη «νεοκλασική Ντίσνεϊλαντ»

Είναι το σημείο όπου ο δήμαρχος της Αθήνας προσθέτει την περιβαλλοντική διάσταση. «Αν συνεχίσουμε έτσι, η Αθήνα, μέσα στις δικές μας ζωές, θα γίνει αβίωτη. Μεταφορικά θα καιγόμαστε το καλοκαίρι και θα πνιγόμαστε τον χειμώνα. Αρα, ενδεικτικά, ψυχρό υλικό στο πεζοδρόμιο, πολύ πράσινο παντού και νέα δέντρα, όπως πλατάνια στην Πανεπιστημίου για να μας δίνουν, ως φυλλοβόλα, ήλιο τον χειμώνα και σκιά το καλοκαίρι». Η ερώτηση έρχεται αβίαστα. Από τους φοίνικες στα πλατάνια; Νέα ιστορική αναφορά: Ο φοίνικας, λέει, ήταν δέντρο της Αθήνας που δαιμονοποιήθηκε από τη Χούντα. Ηταν η δική της αντίληψη για το τι σημαίνει «ανήκουμε στη Δύση». Και η Πανεπιστημίου διαθέτει ήδη 50 πλατάνια που φυτεύτηκαν το 2002-2003. «Επιασαν πολύ καλά χωρίς την ειδική φύτευση που θα αξιοποιήσουμε εμείς με υδρευτικά συστήματα που ανακυκλώνουν το νερό για τα 85 που θα προσθέσουμε».

Η περιβαλλοντική μας ευαισθησία όμως δεν θα επέβαλλε να απαλλάξουμε την Αθήνα από την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα; Γιατί να μη μετατρέψουμε την πόλη σε έναν τουριστικό προορισμό και μόνο, έναν κόμβο ψυχαγωγίας και διασκέδασης; «Εάν δεν επιστρέψουν οι κάτοικοι, θα αποκτήσουμε ένα κέντρο χωρίς βιωματικές εμπειρίες. Δεν θέλουμε μια νεοκλασική Ντίσνεϊλαντ, θέλουμε ζωντάνια, ανθρώπους. Κι όταν μιλάμε για την Αθήνα, δεν μιλάμε για το κέντρο της αλλά για τις 129 γειτονιές της» απαντά. Ο ίδιος επισημαίνει τα έργα ανάπλασης που έχουν ξεκινήσει, όπως στον Λυκαβηττό ή στον Εθνικό Κήπο, ή αυτά που θα ξεκινήσουν το ερχόμενο έτος, όπως στον λόφο του Στρέφη, στην Ακαδημία Πλάτωνος, στις πράσινες διαδρομές που σχεδιάζονται στα Εξάρχεια και στον Κολωνό, στην αποκατάσταση των κτιρίων. Και, κλείνοντας, προτείνει ένα βιβλίο, το «Collage City – Η πόλη ως κολάζ» των Colin Rowe – Fred Koetter (στα ελληνικά από τις εκδ. Παπαζήση). «Δεν είναι ένα βιβλίο για τις πόλεις που σχεδιάστηκαν επί χάρτου, όπως η Μπραζίλια» σχολιάζει. «Αλλά για πόλεις γεμάτες ιστορία σαν τη δική μας».