Μία από τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα που ψηφίστηκαν ήταν η αυστηροποίηση του πλαισίου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.

Η συγκεκριμένη αλλαγή προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις, που μίλησαν για κίνδυνο περιορισμού των περιθωρίων των δημοσιογράφων να κάνουν ελεύθεροι τη δουλειά τους και για απειλή ποινικοποίησης της δημοσιογραφικής εργασίας.

Αυτοί που υπερασπίζονται τη νομοθετική αλλαγή κυρίως στέκονται στους κινδύνους από τα κάθε λογής fake news και τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν ειδικά σε συγκυρίες όπως η πανδημία.

Κατανοώ την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τους πραγματικούς κινδύνους από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, ιδίως από τη στιγμή που το διαδίκτυο και ειδικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν πολύ μεγάλη αναπαραγωγή ψευδών, θεωριών συνωμοσίας και ρατσιστικών θεωριών.

Όμως, δεν πιστεύω ότι ωφελούν βήματα που όντως απειλούν να φέρουν τους δημοσιογράφους αντιμέτωπους με πιο συχνές ποινικές διώξεις για πράγματα που έγραψαν κάνοντας τη δουλειά τους και με σεβασμό στη δεοντολογία.

Ιδίως όταν ήδη βλέπουμε τριγύρω μας τα προβλήματα που προκαλούν οι αλλεπάλληλες αγωγές που δέχονται δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης.

Αγωγές που μπορεί να μην έχουν θετική έκβαση για όσους τις καταθέτουν, αλλά για όσους τις δέχονται σημαίνουν μεγάλη ταλαιπωρία και κόστος, ψυχικό και υλικό.

Γι’ αυτό και πολλές φορές έχουν περιγραφεί ως απόπειρες φίμωσης των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης.

Σημαίνει αυτό ότι δεν χρειάζεται τίποτα να αλλάξει στα ζητήματα;

Ότι είναι όλα καλά στον τρόπο που ασκείται στη χώρα η δημοσιογραφία;

Ότι δεν χρειάζεται να στοχαστούμε τι γίνεται όταν όντως η δημοσιογραφία «περνάει τα όρια;

Κάθε άλλο. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα σήμερα και στον τρόπο που ασκείται η δημοσιογραφία.

Υπάρχει μικρότερη τεκμηρίωση και μεγαλύτερη ευκολία στο να γράφονται καταγγελίες με την επικίνδυνη ελαφρότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Υπάρχει μεγαλύτερος πειρασμός για «δολοφονίες χαρακτήρα».

Υπάρχει ανευθυνότητα στο πώς αναπαράγονται φήμες, θεωρίες που δεν έχουν αποδειχτεί, διαδόσεις που δεν αναλογούν στην πραγματικότητα.

Όμως, όλα αυτά δεν λύνονται με αυστηρότερες ποινές. Ούτε με μεγαλύτερη ευκολία να ασκούνται διώξεις στους δημοσιογράφους. Ούτε με εισαγγελείς που θα εντοπίζουν παντού «ψευδές ειδήσεις».

Αυτά λύνονται με μια μεγάλη κουβέντα που πρέπει να γίνει εντός των ίδιων των δημοσιογράφων και όσων διαμορφώνουν την κατεύθυνσης των μέσων ενημέρωσης
Μια κουβέντα για το πώς οι ίδιοι βάζουμε όρια.

Για το πώς οι ίδιοι αντιστεκόμαστε στον πειρασμό της ψευδολογίας.

Για το πώς επιστρέφουμε τον πυρήνα της δημοσιογραφίας που τελικά είναι να αναζητάς την αλήθεια, ακόμη και όταν θέλει η εξουσία να την αποκρύψει.

Κοντολογίς, να ξαναβρούμε την ψυχή μας και την ουσία του επαγγέλματός μας.