«Oταν αποφοίτησα από την Ελλάδα, πήγα στην πατρίδα μου να πολεμήσω για να είναι ελεύθερη. Και τότε έφευγε κόσμος από το Αφγανιστάν, αλλά πίστευα ότι θα ήμουν ο τελευταίος που θα φύγει. Τώρα ήρθα εδώ με τη γυναίκα μου, όμως οι γονείς, οι δύο αδελφές και ο αδερφός μου είναι στην Καμπούλ. Το μυαλό και η ψυχή μου βρίσκονται εκεί. Και τώρα δεν νιώθω ασφαλής. Φοβάμαι για τους δικούς μου». Με αυτές τις λέξεις περιγράφει τα συναισθήματά του στο «Βήμα» ο Σαρούχ Ματζέντι, ο 27χρονος αξιωματικός που σπούδασε έξι χρόνια στη χώρα μας, πέντε εκ των οποίων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ).

Ο Ματζέντι είναι ένας από τους 18 Αφγανούς ελληνικού ενδιαφέροντος που το απόγευμα της περασμένης Κυριακής 24 Οκτωβρίου έφτασαν στην Αθήνα αεροπορικώς από την Τιφλίδα. «Η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις της και πράττει το χρέος της» έγραψε στο Twitter την ίδια μέρα ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας. Το υπουργείο Εξωτερικών, άλλωστε, είχε τον κεντρικό χειρισμό της υπόθεσης από το περασμένο θέρος. Εως ότου οι 18 Αφγανοί (μία ομάδα που αποτελείτο από τις οικογένειες των δύο διερμηνέων, των δύο στρατιωτικών καθώς και ενός ηθοποιού-ακτιβιστή) πατήσουν σε ελληνικό έδαφος, όντας πλέον χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την κόλαση των Ταλιμπάν, διαδραματίστηκε μια… Οδύσσεια.

Προκειμένου να απομακρυνθούν από το Αφγανιστάν οι άνθρωποι αυτοί έγιναν αρκετές προσπάθειες – πολλές εκ των οποίων έμειναν ημιτελείς -, χρειάστηκαν περίπλοκες διαδικασίες που ενίοτε κινήθηκαν στο «γκρίζο όριο» της νομιμότητας, καθώς και συνεργασίες με ξένες χώρες και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Και όλα αυτά ενώ πάντοτε ελλόχευε κίνδυνος για τη ζωή των Αφγανών αλλά ακόμη και των Ελλήνων που βρέθηκαν στην Καμπούλ τον περασμένο Αύγουστο για να επιτύχουν την έξοδό τους από τη χώρα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «το νεκροταφείο των αυτοκρατοριών».

Οι αποτυχίες του Αυγούστου

Τρεις προσπάθειες απεγκλωβισμού έλαβαν χώρα τον Αύγουστο. Στις 25 του μήνα ο πρέσβης της Ελλάδας στο Πακιστάν, Ανδρέας Παπασταύρου (ο οποίος είναι διαπιστευμένος και στο Αφγανιστάν), βρέθηκε στο αεροδρόμιο της Καμπούλ για να παραλάβει τους Αφγανούς. Εκείνοι πέρασαν τον έλεγχο των Ταλιμπάν και κατευθύνθηκαν προς το τμήμα του αεροδρομίου που ήλεγχαν οι συμμαχικές δυνάμεις. Ωστόσο, καθυστέρησαν λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας που προέκυψαν, με αποτέλεσμα το αεροπλάνο με τον έλληνα πρέσβη να επιστρέψει στο Ισλαμαμπάντ.

Την επομένη (26/08), κυβερνητικό αεροσκάφος της Ελλάδας εστάλη στο Ισλαμαμπάντ. Αντρες των ειδικών δυνάμεων και στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών μετέβησαν στην πακιστανική πρωτεύουσα, προκειμένου από εκεί να μεταβούν στην Καμπούλ και να απεγκλωβίσουν τα άτομα ελληνικού ενδιαφέροντος. Ενώ το ελληνικό αεροπλάνο προετοιμαζόταν να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, η διπλή, πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση το ανάγκασε να επιστρέψει στην πακιστανική πρωτεύουσα.

Την Παρασκευή 27 Αυγούστου, οι «18» έφτασαν στο αεροδρόμιο, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να εισέλθουν σε αυτό. Ως εκ τούτου, το κυβερνητικό αεροσκάφος αντί να πετάξει προς την Καμπούλ επέστρεψε στην Αθήνα. Την τελευταία ημέρα που το αεροδρόμιο τελούσε υπό αμερικανικό έλεγχο (30/08), επρόκειτο να γίνει μια τελευταία επιχείρηση απεγκλωβισμού, η οποία ματαιώθηκε εξαιτίας των νέων βομβιστικών επιθέσεων.

Το «φρένο» από τους Ταλιμπάν

Οι αποτυχημένες προσπάθειες απεγκλωβισμού από αέρος ανέδειξαν την προοπτική εγκατάλειψης του Αφγανιστάν οδικώς. Ετσι, αποφασίστηκε η επιλογή του Πακιστάν. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», οι Αρχές της Ελλάδος στο Ισλαμαμπάντ κινητοποιήθηκαν και έβγαλαν έγκριση εισόδου στο Πακιστάν για τους «18». Η προσπάθεια θα γίνονταν στις 2 Σεπτεμβρίου μέσω της συνοριακής διάβασης του Τορχάμ, στο Ανατολικό Αφγανιστάν.

«Ημασταν σε συνεχή επαφή με τον κ. Παπασταύρου. Προσπάθησε πολύ. Μας ζήτησε να πάμε στα σύνορα. Μαζευτήκαμε και οι 18, πήραμε ένα μικρό βαν και μέσω του Τζαλαλαμπάντ πήγαμε στο Τορχάμ. Ο κ. Παπασταύρου βρισκόταν στο Πσάουερ (πακιστανική πόλη κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν) και μας περίμενε σε ένα ξενοδοχείο. Εστειλε έναν Πακιστανό να μας πάρει από τα σύνορα. Τον βλέπαμε τον άνθρωπο, είχαμε απόσταση 20-30 μέτρα. Ομως οι Ταλιμπάν δεν επέτρεψαν σε κανέναν να πάει στο Πακιστάν. Μόνο σε όσους είχαν πακιστανικό διαβατήριο. Δεν τα καταφέραμε και τη νύχτα γυρίσαμε στην Καμπούλ» περιγράφει ο Ματζέντι.

«Φτάσαμε ελάχιστα μέτρα από τα σύνορα με το Πακιστάν. Εκεί είχε και Ταλιμπάν και DAESH (αυτή είναι η αραβική ονομασία του Ισλαμικού κράτους). Δεν μας άφησαν να περάσουμε, φοβηθήκαμε πολύ. Ηταν επικίνδυνη περιοχή» περιγράφει όσα έγιναν στο «Βήμα» ο Βάις Γκαζαλί, εις εκ των μεταφραστών που ήρθαν στην Ελλάδα με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του.

Στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έψαχναν διαρκώς τρόπο για να απεγκλωβίσουν τους «18». Αυτή ήταν η εντολή του κ. Δένδια και αυτό επεδίωκε να υλοποιήσει η μικρή ομάδα που είχε αναλάβει το έργο υπό τον γενικό γραμματέα, πρέσβη Θεμιστοκλή Δεμίρη. Οπως είναι σε θέση να γνωρίζει «Το Βήμα», μετά την αποτυχία εξόδου μέσω Πακιστάν, έπεσε στο τραπέζι η σκέψη απεγκλωβισμού μέσω Ιράν. Ωστόσο, το εν λόγω σενάριο είχε πολλές αδυναμίες, καθώς οι «18» έπρεπε ουσιαστικά να μπουν παράνομα στη χώρα και στη συνέχεια θα έπρεπε να κατευθυνθούν στην ελληνική πρεσβεία και να αιτηθούν άσυλο. Η ιδέα εγκαταλείφθηκε στη σύλληψή της, όπως και παρόμοιες σκέψεις για διαφυγή μέσω του Ουζμπεκιστάν.

Η μεγάλη ευκαιρία για απεγκλωβισμό

Προκειμένου να απεγκλωβίσει τους «18», η ελληνική πλευρά είχε επαφές με διάφορες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο Αφγανιστάν, μεταξύ των οποίων και το Zaka Khan Foundation που συνέδραμε στην απομάκρυνση Αφγανών στο εξωτερικό. Ξαφνικά όμως προέκυψε μια ευκαιρία που η Ελλάδα έσπευσε να αξιοποιήσει. Το Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Διεθνούς Δικηγορικού Συλλόγου (IBAHRΙ) θα απεγκλώβιζε 349 Αφγανούς (δικαστές, δημοσιογράφους, ακτιβιστές), τους οποίους θα έφερνε στην Ελλάδα και εν συνεχεία εκείνοι θα μετεγκαθίσταντο στις χώρες ενδιαφέροντός τους.

Η ελληνική διπλωματία άδραξε την ευκαιρία και συμφώνησε με την IBAHRΙ ώστε μαζί με τους 349 να συμπεριληφθούν και οι 18 Αφγανοί ελληνικού ενδιαφέροντος. Στην IBAHRI δραστηριοποιείται η βαρόνη Κένεντι, μια βουλευτής των Εργατικών στη Βουλή των Λόρδων με την οποία έλληνες αξιωματούχοι φέρονται να είχαν επαφές. Το ενδιαφέρον και ο κομβικός της ρόλος στον απεγκλωβισμό των 349 είχε θετική επίδραση στο ελληνικό ζήτημα.

Ο καθοριστικός ρόλος της Εβελιν

Πώς όμως οργανώθηκε η τελική έξοδος; Καθοριστικής σημασίας ήταν ο ρόλος μια γυναίκας από τη Βρετανία, το όνομα της οποίας, σύμφωνα με τους συνομιλητές μας, ήταν Εβελιν. Αυτή έδωσε, μέσω μηνυμάτων από την εφαρμογή Whats App, οδηγίες στους «18». «Από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών μάς έδωσαν τα στοιχεία ενός Αφγανού, μας κάλεσε μέσω Αμερικής και μας είπε να πάμε στο γραφείο διαβατηρίων στην Καμπούλ. Οσοι δεν είχαμε διαβατήρια μας έβγαλαν σε μία μέρα, ενώ πριν από λίγο καιρό δεν έδιναν» εξηγεί ο Ματζέντι.

Εν συνεχεία, οι «18» έλαβαν μήνυμα από την Εβελιν, η οποία τους ζήτησε να μεταβούν στο Μαζάρ-ι-Σαρίφ, μια πόλη που απέχει 700 χιλιόμετρα από την Καμπούλ και συνορεύει με το Ουζμπεκιστάν. Οι Αφγανοί τής ζήτησαν να κάνει εκείνη τους διακανονισμούς με τους Ταλιμπάν για να είναι πιο ασφαλείς. «Την Παρασκευή 22 Οκτωβρίου, στις 09.00 το πρωί, πήγαμε σε μια περιοχή στη Βόρεια Καμπούλ. Μας περίμεναν λεωφορεία. Το βράδυ, μετά από ταξίδι 8-10 ωρών φτάσαμε στο Μαζάρ-ι-Σαρίφ. Πήγαμε σε ξενοδοχείο της περιοχής. Μείναμε εκεί μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής. Τότε ήρθαν λεωφορεία και μας πήγαν στο αεροδρόμιο. Οι Ταλιμπάν ήξεραν ότι θα φύγουμε για Γεωργία. Μπήκαμε στο αεροπλάνο, πήγαμε στην Τιφλίδα και από εκεί ήρθαμε στην Αθήνα» υπογραμμίζει ο 27χρονος αξιωματικός.

Τα προβλήματα με τα έγγραφα

Πέραν των ζητημάτων ασφαλείας, η επιχείρηση απεγκλωβισμού των «18» αντιμετώπισε πολλά προβλήματα. Οι διερμηνείς, για τους οποίους έγινε η αρχική προσπάθεια απομάκρυνσης, δεν διέθεταν ούτε διαβατήρια ούτε ταυτότητες. Ο ένας εκ των δύο μεταφραστών είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του να έρθει στην Ελλάδα από τον περασμένο Μάιο. Στα τέλη Ιουλίου, λίγες ημέρες πριν από την επικράτηση των Ταλιμπάν, είχε θέσει δύο όρους: Nα αποχωρήσει από το Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 2021 και να μπορεί να επιστρέφει όποτε επιθυμεί στην Καμπούλ για να βλέπει τους οικείους του. Η γρήγορη εξέλιξη των γεγονότων ανέτρεψε τις προσδοκίες του.

«Εδώ νιώθω ελεύθερος, αλλά αγχώνομαι με το θέμα των χρημάτων»

Η ανακούφιση στα βλέμματα των Αφγανών είναι χαρακτηριστική. Βρίσκονται στην Αθήνα, νιώθουν ελεύθεροι, αλλά τους αγχώνει η συνέχεια.
«Νιώθω ελεύθερος εδώ. Τώρα είμαστε ασφαλείς, νιώθουμε ανακούφιση. Αλλά αγχώνομαι με το θέμα των χρημάτων. Εάν θα μπορέσω να βρω δουλειά ή όχι» δηλώνει στο «Βήμα» ο Χαμίντ Μαζίντι. Ο 32χρονος που φοίτησε στη ΣΣΕ, και όπως λέει πέρασε πολύ ωραία στην Ελλάδα, ανησυχεί για το μέλλον του ίδιου αλλά των υπόλοιπων συμπατριωτών του. «Πρέπει να μείνουμε στην Ελλάδα. Δεν μπορούμε να πάμε αλλού» προσθέτει. Οι 18 βρίσκονται στην Ελλάδα με καθεστώς 60ήμερης ανθρωπιστικής βίζας. Προσεχώς, θα μετεγκατασταθούν από το ξενοδοχείο που μένουν σε διαμερίσματα, ενώ αναμένεται να καταθέσουν αίτηση για να τους χορηγηθεί άσυλο. «Ηταν δύσκολα αλλά δόξα τω Θεώ πήγαν όλα καλά. Ηταν πολύ επικίνδυνη η όλη αποστολή. Είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που ήρθαμε στην Ελλάδα. Στα αφγανικά έχουμε μια παροιμία που λέει ότι “στην κόλαση θέλεις παγωτό”. Στο Αφγανιστάν δεν υπάρχει παγωτό. Εχει μόνο φωτιά, δεν υπάρχει ειρήνη. Δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω την ελληνική κυβέρνηση, το υπουργείο Εξωτερικών, τους δημοσιογράφους, τον ελληνικό λαό» τονίζει στο «Βήμα» ο Ταχίρ Γκαφόρ, ο έτερος μεταφραστής.

«Ο αφγανικός στρατός πολέμησε τους Ταλιμπάν, αλλά μας εγκατέλειψε ο πρόεδρος»

Η επικράτηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν δημιούργησε την εντύπωση ότι ο αφγανικός στρατός παραδόθηκε αμαχητί. Ο Σαρούχ Ματζέντι, έχοντας υπηρετήσει σε επιτελική θέση στις ειδικές δυνάμεις, δίνει διαφορετική οπτική.
«Δεν ισχύει ότι ο αφγανικός στρατός δεν πολέμησε. Εχω πάνω από 200 φίλους που έχασα στις μάχες. Εχω φωτογραφίες τους. Πολέμησαν για την πατρίδα και το χώμα τους, ώστε να έχουμε ελευθερία. Πολέμησαν τους χαζούς, αυτούς τους βρωμιάρηδες τους Ταλιμπάν που έχουν τώρα την κυβέρνηση. Αυτοί κατέβηκαν από τα βουνά, αμόρφωτοι, χωρίς κουλτούρα. Το ζώο το εκπαιδεύεις και είναι καλύτερο από αυτούς» λέει με οργή.
«Το βράδυ 14ης Αυγούστου, πριν πέσει η Καμπούλ, ήμουν στο φυλάκιο. Είχα να πάω σπίτι δύο μήνες. Αποστολή μας ήταν να φυλάξουμε το κέντρο ειδικών δυνάμεων στην περιοχή Ρισχόρ. Μοιράσαμε τα όπλα και ήμασταν στις θέσεις μας. Το επόμενο πρωί μας πήρε ο αρχηγός ΓΕΣ και μας είπε ότι ο πρόεδρος Γκάνι πήρε τα λεφτά και παράτησε τη χώρα. Μας είπε ότι μείναμε μόνοι μας και μας ζήτησε να παρατήσουμε το Ρισχόρ. Εκείνες τις στιγμές ήταν όλοι χαμένοι. Βγάλαμε τις παραλλαγές, αφήσαμε τα όπλα και πήγαμε στα σπίτια μας. Πόσες μέρες θα κρατούσαμε το κέντρο ειδικών δυνάμεων; Δεν είχαμε υποστήριξη, δεν είχαμε τίποτα. Το σπίτι μου απέχει 200 μέτρα από το κέντρο των ειδικών δυνάμεων. Βγήκα στο μπαλκόνι και καθόμουν. Κατά τις 10 παρά μπήκαν οι Ταλιμπάν στο κέντρο ειδικών δυνάμεων. Τα πήραν όλα σαν σε περίπατο» μας λέει.