Ζόρικο πράγμα να μένεις στην Αθήνα. Αν δεν τα πηγαίνεις καλά με τον χαμένο χρόνο, αν δεν μπορείς να τον κάνεις κάτι και αφήνεσαι να γράφουν επάνω σου οι ώρες πιο ανεξίτηλες και από τα κολλημένα, τα ακίνητα χιλιόμετρα, τότε τα αθροίσματα της σπαταλημένης ζωής φουσκώνουν πολύ. Από την άλλη ίσως σου προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες να σκεφτείς. Να τα βρεις, έστω πρόσκαιρα, με τον κακοποιημένο εαυτό σου, να μαζευτείς στον μέσα σου πυρήνα, να ψάξεις πώς στο καλό δουλεύουν κάποια πράγματα και τι ρόλο παίζεις εσύ σε όλο αυτό.

Λες καλημέρα και αρχίζει η σφαγή. Μέχρι να γυρίσεις σπίτι έχεις ξεμείνει από σφαίρες, δεν σου έχει μείνει ούτε μία για ώρα ανάγκης. Ο ελεύθερος χρόνος και ο τρόπος διαχείρισής του είναι δύο έρημοι δίχως ούτε ένα δεντράκι. Κατεστραμμένο περιβάλλον έξω και μέσα. Η στάθμη μέχρι τον λαιμό, αν κάποτε μας ζητήσουν να περιγράψουμε το νερό που κολυμπήσαμε δεν θα έχουμε να πούμε τίποτα. Οσο κι αν διαφωνεί η Φυσική, δεν γίνεται να είσαι συνέχεια υποκείμενο του χρόνου. Αβουλος στα κέφια του, στην πείνα του να σε καταπιεί, να σε εξαφανίσει.

Θα μου πεις πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις τις πηχτές ώρες που είσαι κολλημένος στο αμάξι πέρα από σαρκοβόρες; Πώς μπορείς να μην αισθανθείς μια λύπη σαν χαμένη νιότη; Πώς κρατιέσαι και δεν φωνάζεις «τι κάνω εγώ εδώ;». Και τότε ο Σαρτρ παίρνει μια δικαίωση που δεν την είχε φανταστεί. Η κόλαση είναι οι άλλοι. Αντιπαθείς τους ανθρώπους που έχουν τις ίδιες ανάγκες με εσένα. Βλέπεις τη φάτσα σου στο διπλανό αυτοκίνητο και δεν σου αρέσει καθόλου. Μεσολαβούν τόσες ξένες ζωές ανάμεσα σε εσένα και στο φανάρι! Και παρακαλάς να έλειπαν. Να ήσουν πρώτος, να φύγεις αμέσως. Γίνεσαι κάτι που νομίζεις πως δεν είσαι, πως οι συνθήκες σε κάνουν, αλλά είσαι και αυτό. Αφού το κάνεις είσαι και αυτό.

Ονειρεύεσαι το νησί αλλά το καλοκαίρι δεν είναι χρόνος, είναι διάσταση. Ξέρεις πως δεν θα το κάνεις παρά μόνο λίγες μέρες κάθε χρόνο. Η Αθήνα σε γέννησε και θα της το ξεπληρώνεις με όποιον τρόπο επιλέξει η ίδια. Και στις μεγάλες μπόρες που θα πλημμυρίζουν τα πάντα θα φωνάζεις για τα βουλωμένα φρεάτια. Η Αθήνα δεν γίνεται να μην έχει βουλωμένα φρεάτια. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, είναι κάπως μεταφυσικό. Η Αθήνα είναι φτιαγμένη για να κάνει συνέχεια τα ίδια λάθη. Εμμονική πόλη, μεγαλοπιάστηκε ή μάλλον αιφνιδιάστηκε, όταν από μία σχεδόν έρημη πόλη ελάχιστων χιλιάδων κατοίκων έγινε πρωτεύουσα το 1834. Αργόσβηνε ήσυχη, ξεκουραζόταν ξεχασμένη από τους πυρετούς των κλασικών της χρόνων και έπρεπε να σηκώσει ξανά ένας βάρος που πίστευε πως το είχε ξεπληρώσει στην Ιστορία και με το παραπάνω.

Στράβωσε, κλέβει τον χρόνο όπως κλέβει και τον χώρο. Οπως για να κερδίσει πέντε τετραγωνικά στο σαλόνι, έφτιαξε σπίτια χωρίς μπαλκόνια σε μια γωνιά με επτά μήνες καλοκαίρι τον χρόνο.