Από τότε που έμαθα να διαβάζω, ήθελα να γίνω συγγραφέας. Νομίζω ότι φταίει ο Ιούλιος Βερν. Τον διάβαζα στις παλιές καθαρευουσιάνικες εκδόσεις του Σιδέρη – σε μεγάλο σχήμα και με τις πρωτότυπες χαλκογραφίες. Σε κάθε βιβλίο, απέναντι από τη σελίδα του τίτλου, υπήρχε το πορτρέτο του Βερν. Επιβλητικός, με την τεράστια γενειάδα του, έμοιαζε με τον Παντοκράτορα στις εκκλησίες. Γύρω από το πρόσωπό του, σε μικρές στρογγυλές βινιέτες, ήταν σκηνές από τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα – όλος ο κόσμος που είχε πλάσει. Και σε αυτό, μου θύμιζε τον Θεό.

Ηθελα λοιπόν κι εγώ να γίνω δημιουργός κόσμων. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, περιπετειώδες και φαντασιακό, το δημοσίευσα μαθητής στο Γυμνάσιο σε ένα περιοδικό του «Ερυθρού Σταυρού Νεότητος». Ηταν και το τελευταίο (δεν ξανάγραψα μυθιστόρημα) και έμεινε ημιτελές.

Θα πείτε: συγγραφέας χωρίς μυθιστόρημα; Οι πιο πολλοί ταυτίζουν τις δύο έννοιες. Κι όμως γίνεται. Υπάρχει η ποίηση, τα διηγήματα, το δοκίμιο, η σάτιρα… Κάποια στιγμή άφησα και την προσοδοφόρο δουλειά μου, για να αφοσιωθώ στο γράψιμο.

Οπως κάθε συγγραφέας, σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να γράψω το Μεγάλο μου Εργο, το Magnum Opus, το Αριστούργημα.

Τι είναι το Αριστούργημα; Είναι τελικά μία φαντασιακή κατασκευή. Στην ιδανική (αλλά θεωρητική) περίπτωση είναι το έργο που μόλις κυκλοφορήσει θα κάνει τους κριτικούς να επαινούν, τους άλλους συγγραφείς να ζηλέψουν, το κοινό να εκστασιάζεται, τους βιβλιοπώλες να πουλάνε ντάνες ολόκληρες. Και ίσως γίνει ΤΟ έργο που θα ξεπεράσει τη φθορά.

Εζησα μία ανάλογη περίπτωση με ένα βιβλίο μου. Μερικά από τα συμπτώματα που περιγράφω πιο πάνω, συνέβησαν. Οι ανατυπώσεις εξαφανίζονταν αυθημερόν, οι συνάδελφοι συγγραφείς με φθόνησαν, οι ντόπιοι κριτικοί με υποδέχθηκαν με επαίνους – ενώ, αργότερα, οι ξένοι με ύμνους. Κατεβατά ολόκληρα οι κριτικές τους. Αυτοί πρώτοι χρησιμοποίησαν τη λέξη «αριστούργημα». Το βιβλίο έκανε 40 ανατυπώσεις (ακόμα πουλάει) και μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες.

Αλλά μου έκανε ζημιά. Ενώ πριν από αυτό είχα χαρακτηριστεί από τους πιο σοβαρούς κριτικούς, ως σημαντικός ποιητής και δοκιμιογράφος, μετά μόνον ένας τόλμησε να ασχοληθεί με τα βιβλία μου. Οι ξένοι είχαν καταλάβει καλύτερα τη σάτιρα για την τραγική μοίρα ενός λαού ανάμεσα στο αρχαίο κλέος και στη βαλκανική βλαχιά. Ενώ στην Ελλάδα είπαν: «Μα είναι σάτιρα!». Αλλά ή σάτιρα είναι το πιο δύσκολο και σπάνιο λογοτεχνικό είδος. Ετσι το βιβλίο δεν ψηφίστηκε ούτε ανάμεσα στα 100 καλύτερα ελληνικά του εικοστού αιώνα.

Από την ελληνική κριτική κρατάω μόνο τη φράση του καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη: «Ο εξυπνότερος συγγραφέας μας, μετά τον Ροΐδη;».

Ας σημειώσω πως προσωπικά δεν είναι από τα βιβλία μου που αγαπώ. Είναι προϊόν αγανάκτησης και αντίδρασης. Και έχω πει πως αν πρόκειται να με θυμούνται για κάποιο βιβλίο μου, προτιμώ να είναι «Το Βιβλίο των Γάτων», το «Παρ’ όλα αυτά», ή το «Ημερολόγιο του καύσωνα».

Οι Ρωμαίοι έλεγαν: «Habent sua fata libelli» («Εχουν και τα βιβλία τις τύχες τους»). Πολλά βιβλία που σήμερα χαρακτηρίζουμε αριστουργήματα, είτε παραγνωρίστηκαν στην εποχή τους είτε ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Αλλα ήταν «δεύτερα», έργα, που ο δημιουργός τους δεν εκτιμούσε. Μερικά, που δοξάστηκαν ως αριστουργήματα, ξεχάστηκαν σύντομα. Τον ποιητή που πήρε το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν τον διαβάζει σήμερα κανείς.

Τι μου έχει μείνει από το παιδικό όραμα; Μετά από 65 βιβλία, μόνον η απόλαυση της γραφής. Το τελικό αποτέλεσμα, η οριστική κρίση, μετατίθεται στο απώτερο μέλλον. Και στην απίθανη περίπτωση που έχω γράψει ένα αριστούργημα, δεν θα το μάθω ποτέ. Κανένας συγγραφέας δεν μαθαίνει τη μεταθανάτια, οριστική τύχη των έργων του.