Ο Γιον Φόσε είχε μόλις επιστρέψει στο παλιό του σπίτι, στο Φρέκχαουγκ, βόρεια του Μπέργκεν. «Είναι ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αυτή τη στιγμή κάθομαι στο γραφείο μου και αγναντεύω το τοπίο απ’ το παράθυρό μου πέρα ως πέρα, καθώς ο ουρανός αλλάζει διαρκώς χρώματα από πάνω μου. Βρίσκομαι στη Δυτική Νορβηγία, στην ακτογραμμή με τα μεγαλύτερα φιόρδ της χώρας. Μεγάλωσα κοντά στο φιόρδ του Χάρντανγκερ και έζησα εκεί ως τα δεκαεννιά μου, προτού φύγω για να σπουδάσω φιλοσοφία και συγκριτική φιλολογία. Νιώθω απόλυτα συνδεδεμένος με αυτό το μέρος και τη γλώσσα του, τα νίνορσκ, τα νεονορβηγικά στα οποία γράφω κι εγώ. Με έχουν εμποτίσει με έναν εσωτερικό, θα έλεγα, τρόπο. Η γραφή μου πηγάζει μέσα από αυτά, το τοπίο και τη γλώσσα, αλλά και από εκείνη την κρυφή γωνιά εντός μου, την οποία ανακάλυψα πολύ νέος, μόλις στα δώδεκά μου, όταν άρχισα να σκαρώνω στίχους ή ιστορίες. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο διαμένω κυρίως αλλού, σε διαμερίσματα στο κέντρο του Οσλο ή στα προάστια της Βιέννης, στην Αυστρία. Ερχομαι όμως εδώ όσο πιο συχνά μπορώ. Διατηρώ μάλιστα μια παραδοσιακή καλύβα και μια μικρή βάρκα ακόμα πιο βόρεια, στο φιόρδ του Σόγκνε, που καταλήγει στον ωκεανό» είπε στο «Βήμα» ο 62χρονος νορβηγός συγγραφέας, ένας από τους πλέον πολυσχιδείς λογοτέχνες της Ευρώπης, ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και, ασφαλώς, κορυφαίος δραματουργός με παγκόσμια εμβέλεια. Τα δεκάδες θεατρικά του έργα, για τα οποία είναι κυρίως γνωστός, είναι δημοφιλή και παρουσιάζονται συστηματικά στις σκηνές όλου του κόσμου, από το Λονδίνο μέχρι το Τόκιο. Ο πολυβραβευμένος Γιον Φόσε θεωρείται σήμερα ένας από τους σταθερούς διεκδικητές του Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Jon Fosse

Τρία έργα: Παραλλαγές θανάτου, Κάποιος θα ’ρθει, Κοιμήσου γλυκό μου παιδάκι

Μετάφραση – Σύνθεση επιμέτρου Κατερίνα Σαρροπούλου.

Εκδόσεις Αγρα, 2007,

σελ. 320, τιμή 14,44 ευρώ

«Προτιμώ την ήσυχη και αποτραβηγμένη καθημερινότητα, προστατεύω την ιδιωτικότητά μου. Αν εξαιρέσω τις μετακινήσεις, η πανδημία δεν με ταλαιπώρησε ιδιαίτερα. Αλλωστε έτσι ζω συνήθως, σαν να είμαι σε καραντίνα. Μου άρεσε πάντως που όλα γύρω μας κυλούσαν πιο αργά. Ομως υπήρχε και ο φοβερός πόνος των ασθενών. Και, ασφαλώς, ο θάνατος. Πώς να το προσπεράσει κανείς αυτό; Ο Λαρς Νορέν, φίλος και συνάδελφος, με τον οποίο ήμουν και καλλιτεχνικά συγγενής, πέθανε από τον νέο κορωνοϊό τον Ιανουάριο του 2021. Το πρόσωπό του θα είναι πάντοτε για μένα η κεντρική εικόνα αυτής της δυσοίωνης κατάστασης» ανέφερε ο ίδιος, ενθυμούμενος τον σημαντικότατο σουηδό δραματουργό. Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα, ως τις 12 Οκτωβρίου συνεχίζονται οι παραστάσεις στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ (Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος), όπου ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το Κάποιος θα ‘ρθει, το τρίτο έργο του Φόσε με το οποίο καταπιάνεται, μετά τις Παραλλαγές θανάτου (Θέατρο Πορεία, 2013) και το Τόσο όμορφα (Θέατρο Αμόρε, 2004).

Εκδοχές της σιωπής

«Εγραψα το παρθενικό μου μυθιστόρημα όταν ήμουν 20 χρόνων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 δημοσίευσα μερικά βιβλία, πεζογραφία και ποίηση. Κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου τα διάβασαν και σκέφτηκαν ότι θα ήταν εφικτό να γίνω δραματουργός. Και μολονότι εγώ ήθελα να ασχοληθώ με άλλα πράγματα, μου έκαναν αρκετές αναθέσεις. Τότε προσπαθούσα ακόμα να βιοποριστώ από τη γραφή, ήταν μια παράξενη περίοδος. Εν πάση περιπτώσει, έφτασε η ώρα που μου πρόσφεραν αρκετά χρήματα απλώς για να δώσω την αρχή ενός έργου και τη σύνοψη του υπόλοιπου. Χρειαζόμουν τα λεφτά, οπότε στρώθηκα και έγραψα απευθείας ένα ολόκληρο θεατρικό έργο. Δεν μπορούσα να γράψω την περίληψή του, το θεωρούσα ανόητο. Λοιπόν, επιχειρώντας το, βίωσα το απρόβλεπτο, τη σπουδαιότερη αποκάλυψη του συγγραφικού μου βίου. Στα άλλα κείμενά μου είχα θελήσει να αποτυπώσω ό,τι θα μπορούσε να αποκληθεί σιωπή, μια ομιλούσα σιωπή, και να την εγκαταστήσω στην καρδιά της γραφής μου. Και με τη θεατρική φόρμα, ακριβώς, μου φάνηκε πιο εύκολο να δημιουργήσω αυτή τη σιωπή. Χρησιμοποιώντας, ας πούμε, μονάχα τη λέξη παύση, πότε σύντομη, πότε εκτενέστερη, η σιωπή εμφανιζόταν, επειδή η σιωπή ήταν ήδη εκεί! Το «Κάποιος θα ‘ρθει» (1996) ήταν το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψα, η πρώτη μου επιτυχία εκτός Νορβηγίας και εξακολουθεί, νομίζω, να παίζεται περισσότερο από κάθε άλλο. Είδα πρόσφατα το ανέβασμά του στο «Διεθνές Φεστιβάλ Γιον Φόσε», στο Θέατρο του Οσλο, αυτή την εξαιρετική παραγωγή που βλέπετε κι εσείς εκεί τούτες τις μέρες. Ο Γιάννης Χουβαρδάς προσεγγίζει πάντοτε τα έργα μου με έναν διακριτό και ξεχωριστό τρόπο» τόνισε ο νορβηγός δραματουργός.

Ο σπουδαίος νορβηγός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος μιλά στο «Βήμα» για τη διαδικασία της γραφής, την επίδραση του τοπίου και της γλώσσας στο έργο του, τη μελαγχολία της σκανδιναβικής λογοτεχνικής παράδοσης

Για μένα η γραφή είναι το άκουσμα, μια πολύ συγκεκριμένη πράξη, σαν να παίζεις μουσική μάλλον, παρά να γράφεις για εκείνο ή το άλλο

Στο Κάποιος θα ‘ρθει παρακολουθούμε δύο ανθρώπους (Αυτός και Αυτή), οι οποίοι αποπειρώνται να ζήσουν «μόνοι μαζί» σε ένα ετοιμόρροπο, ανεμοδαρμένο σπίτι, «απομονωμένο πάνω σε μια απότομη πλαγιά, στην προεξοχή ενός βράχου με θέα τη θάλασσα». Ο Φόσε έχει πει για αυτό πως είναι «ό,τι πιο ευχάριστο έχω γράψει». Δηλαδή; «Εννοούσα την ευχαρίστηση τη δική μου, που στ’ αλήθεια το έγραψα και το έγραψα τόσο καλά. Που κατάφερα να του αποδώσω τη μουσικότητα που επιθυμούσα, την τέλεια μορφή μέσω της γραφής. Και που κατάφερα να κάνω τη σιωπή εκείνη να μιλήσει, τρόπον τινά. Πλην όμως, προφανώς, είναι ένα σκοτεινό έργο. Και όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο νιώθω ότι είναι ένα έργο για τον θάνατο. Ο τρίτος χαρακτήρας, ο Αντρας, αυτός που έρχεται, αντιπροσωπεύει τον θάνατο. Μου φαίνεται ότι το «Kάποιος θα ‘ρθει» συγκαταλέγεται στα πλέον ανθεκτικά θεατρικά μου, γιατί είναι λειτουργικό και τώρα, όπως ήταν και τότε. Βεβαίως, τα έργα μου δεν τα ξαναδιαβάζω ποτέ. Οποτε τελειώνω κάτι, οτιδήποτε γράψω, πάει, τελείωσε όντως».

 

Η γραφή και η μορφή

Και συνέχισε, εισχωρώντας στο εργαστήρι του: «Οταν γράφω δεν σκέφτομαι ποτέ για τι γράφω. Το λεγόμενο «περιεχόμενο» είναι κομμάτι αυτού που εγώ ονομάζω «φόρμα». Για μένα η γραφή είναι το άκουσμα, μια πολύ συγκεκριμένη πράξη, σαν να παίζεις μουσική μάλλον, παρά να γράφεις για εκείνο ή το άλλο. Επίσης, κάθε κείμενο έχει το δικό του αυτόνομο σύμπαν, ας πούμε, τους δικούς του «κανόνες» και τη δική του «λογική». Την ακούω, λοιπόν, αυτή τη λογική και την ακολουθώ κάθε φορά πολύ αυστηρά. Η αρχή είναι πάντοτε κρίσιμη, εννοείται. Αλλά από ένα σημείο και μετά, καθώς όλα εξελίσσονται, αισθάνομαι ότι αυτό που πρόκειται να γράψω είναι κιόλας έτοιμο κάπου εκεί έξω, και ότι το μόνο που έχω να κάνω εγώ είναι να το αρπάξω και να το βάλω στο χαρτί, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, προτού εξαφανιστεί. Κοιτάξτε, πιστεύω γενικότερα ότι χωρίς αμφισημία δεν υπάρχει λογοτεχνία. Στην περίπτωσή μου, ίσως να την οφείλω στην ποίηση αυτή την αμφισημία. Δεν είναι εμπρόθετη, βεβαίως. Απλώς συμβαίνει. Για μένα η τέχνη, η γραφή απλώς συμβαίνει. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια διεργασία και μεταφυσική και αισθητική. Διαπλέκει και την υπέρβαση και την εμμένεια με την τεχνική του συγγραφέα, τη λεπτουργία. Κι όπως έγραψε ο Χάιντεγκερ, ο φιλόσοφος που με έχει καθορίσει περισσότερο απ’ όλους, των λογοτεχνών συμπεριλαμβανομένων, αυθεντικοί καλλιτέχνες είναι μόνο εκείνοι που τους απασχολεί έντονα η μαστοριά».

Συνείδηση και διάταξη

Τα έργα του Φόσε τα έχουν περιγράψει και σαν «κινήσεις της συνείδησης». Πώς είναι άραγε να τις βλέπεις αυτές επί σκηνής; «Συνήθιζα να βλέπω πολλές παραστάσεις, βασισμένες στα έργα μου. Ομως από ένα σημείο και μετά δεν ήθελα να τα δω για μια ακόμη φορά. Πλέον δεν παρακολουθώ τόσο πολύ. Αν είναι καλή μια παράσταση, μου δίνει χαρά. Αν πάλι είναι κακή, λέω μέσα μου, «εντάξει, το θέατρο είναι απαιτητικό, το να κάνεις δε σπουδαίο θέατρο είναι τρομακτικά δύσκολο». Και απογοητεύομαι, όπως οι σκηνοθέτες ή οι ηθοποιοί. Επίσης, όταν μια παράσταση είναι εξαιρετική, παίρνω κι εγώ καλύτερες κριτικές, περισσότερο ενδεχομένως απ’ όσο το αξίζω. Αλλά το ίδιο ισχύει και με τις ατυχείς παραστάσεις, να είναι πιο κακές οι κριτικές απ’ όσο το αξίζω εγώ» υπογράμμισε.

Det andre namnet. Septologien I-II [Το άλλο όνομα. Επταλογία I-II]
Εκδόσεις Det Norske Samlaget, 2019, σελ. 514
* Το συγκεκριμένο βιβλίο, το πρώτο από τα τρία μέρη του μυθιστορήματος, ετοιμάζεται και θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Σωτήρη Σουλιώτη από τα νορβηγικά.

Τα θεατρικά κείμενα του Φόσε δεν έχουν στίξη αλλά έχουν ποιητική διάταξη. «Πιστεύω, βασικά, ότι είμαι ποιητής παντού, από τα θεατρικά μου μέχρι το πιο πρόσφατο έργο μου, την «Επταλογία», το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που έχω γράψει ποτέ (σ.σ.: 1.250 σελίδες στο νορβηγικό πρωτότυπο, κυκλοφόρησε διαρθρωμένο σε τρεις τόμους, η έκδοση ολοκληρώθηκε εφέτος). Το «Kάποιος θα ‘ρθει» μου πήρε μια βδομάδα να το γράψω, ενώ η «Επταλογία» τέσσερα χρόνια. Δεν ξέρω πώς να σας το εξηγήσω, αλλά, όσο κι αν φαντάζει περίεργο, έχουν σοβαρές ομοιότητες. Και έχω την αίσθηση ότι αυτό οφείλεται στην ποίηση, η οποία ενυπάρχει σε ό,τι γράφω».

Στην Επταλογία πρωταγωνιστεί ένας χήρος ζωγράφος, ο Aσλε.

Και μια άλλη εκδοχή του, μια άλλη πιθανή ζωή του, ένας δεύτερος Aσλε. «Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να ηρεμήσω κάπως, να πάρω ανάσες και να σμιλέψω την «αργή πρόζα» που τόσο ήθελα. Με την «Eπταλογία» επαναπροσέγγισα «μοτίβα» με τα οποία έχω ασχοληθεί και νωρίτερα στα κείμενά μου, τα συγκέντρωσα προκειμένου να τα εξετάσω μέσα από ένα καινούργιο φως, έκανα ένα είδος επιτομής. Είμαι ευτυχής που κατόρθωσα να γράψω την «Επταλογία» μου. Γιατί σηματοδοτεί την αποκορύφωση της πεζογραφικής μου κλίμακας».

 

Ιψεν, Μπέκετ, Στρίντμπεργκ

Ο Γιον Φόσε τιμήθηκε με το Βραβείο Iψεν 2021 για το Oπως ήταν, ένα ακόμη θεατρικό έργο. «Δεν υπέφερα ποτέ από την περίφημη «αγωνία της επίδρασης» σε σχέση με τον Iψεν. Εξαρχής είχα μια ισχυρή προσωπική φωνή. Εξυπακούεται όμως ότι έχω κι εγώ τις επιρροές μου, από άλλους δημιουργούς. Ξέρω σίγουρα ότι ο ένας είναι ο Μπέκετ (ο τίτλος «Κάποιος θα ‘ρθει» είναι, τρόπον τινά, μια απάντηση στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», ενώ το «Οπως ήταν» μια απάντηση στο «Πώς είναι»). Eνας άλλος είναι ο συμπατριώτης μου πεζογράφος Ταργιέι Βέσος, και τρίτος στη σειρά ο αυστριακός ποιητής Γκέοργκ Τρακλ, του οποίου μετέφρασα το έργο «Ο Σεβαστιανός μέσα στ’ όνειρο». Ως προς την παράδοση, ασφαλώς υπάρχουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα στη σκανδιναβική λογοτεχνία, όσο κι αν είναι περίπλοκο να τα απαριθμήσει κανείς. Υποψιάζομαι όμως ότι η μελαγχολία είναι το κεντρικό της στοιχείο. Στη Νορβηγία ο Iψεν είναι φυσικά το ύψιστο όνομα, ο πατριάρχης του σύγχρονου θεάτρου μας. Το αγαπημένο μου από τα έργα του είναι ο «Πέερ Γκυντ». Oμως δεν νιώθω ότι εμένα με έχει επηρεάσει πολύ ο Iψεν, ίσως να είμαι πιο κοντά στον Σουηδό, τον Στρίντμπεργκ, ίσως. Πάντως αν έκανα ένα τιμητικό δείπνο για τρεις, σίγουρα θα καλούσα τον Iψεν, τον Λόρκα και τον Αισχύλο».

Και κλείνοντας τη συνομιλία μας, ο Γιον Φόσε ανέδειξε τη σημασία του θεάτρου. «Το θέατρο είναι μια τέχνη από μόνη της. Και είναι η τέχνη με την πλέον μακρά ιστορία, από τον Αισχύλο μέχρι τις μέρες μας. Εξακολουθώ να γράφω επειδή θέλω σε μια δεδομένη κληρονομιά να προσθέσω νέες διαστάσεις με τον δικό μου τρόπο. Η ιδιαιτερότητα του θεάτρου έγκειται στις αλλόκοτες και σπάνιες εκείνες στιγμές που όλα είναι σωστά, με την ομορφιά και την έντασή τους, τις μαγικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες ένας άγγελος διασχίζει τη σκηνή, όπως έχει λεχθεί (επίσης από μένα)».

«Η αισθητική μορφή ενός έργου είναι η θεμελιώδης ουσία του»

Ο Φόσε θεωρεί τα έργα του «τυπικές τραγικωμωδίες» που θα έπρεπε να προκαλούν, συγχρόνως, το γέλιο και το κλάμα στο κοινό. Του επισημάναμε ότι το κοινό, την επίμαχη ώρα, μάλλον αμφιταλαντεύεται και δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει, επειδή το διαπερνά μια απροσδιόριστη, άβολη ταραχή, πλησιέστερη στη σκέψη παρά στο συναίσθημα. «Νομίζω ότι η παρατήρησή σας είναι πολύ εύστοχη. Η γραφή για μένα είναι ένας τρόπος να σκέφτομαι. Και η σκέψη είναι μια διαδικασία, όπως η γραφή. Η διαφορά έγκειται στο ότι εγώ γράφω με “εικόνες”, δεν χρησιμοποιώ “έννοιες”. Η αισθητική μορφή που λαμβάνει εν τέλει ένα έργο είναι η θεμελιώδης ουσία του. Θα μπορούσα ίσως να προσθέσω ότι αποτελεί από μόνη της αυτή η μορφή έναν τρόπο σκέψης, που ωστόσο είναι συμβατός μόνο με τη λογοτεχνία, και όχι λ.χ. με τα ακαδημαϊκά κείμενα».