Υπάρχει μια επίσημη επέτειος για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, η οποία κορυφώθηκε την 25η Μαρτίου. Υπάρχουν και πολλές μικρότερες επετειακές εκδηλώσεις διάσπαρτες σε δήμους, σχολεία, πανεπιστήμια, συλλόγους, μουσεία, σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην Ομογένεια, συνολικά σε 31 χώρες στο εξωτερικό. Αυτές οι εκδηλώσεις δεν είναι λίγες – από την αρχή του έτους μέχρι τις 15 Οκτωβρίου υλοποιήθηκαν 140 δράσεις, βρίσκονται σε εξέλιξη 100 και άλλες τόσες αναμένεται να ολοκληρωθούν έως το τέλος Δεκεμβρίου. Και δεν στερήθηκαν τίποτα από τη μεγαλοπρέπεια, το βάθος και την ιστορικότητα της επετειακής χρονιάς.

Για να γίνει αυτό η Επιτροπή «Ελλάδα 2021» συνεργάστηκε στενά με φορείς του Δημοσίου, της τοπικής αυτοδιοίκησης, με συλλόγους και ιδιώτες, στο εξωτερικό με οργανώσεις της Ομογένειας, πανεπιστήμια και φιλελληνικούς φορείς. Εδωσε στην κοινωνία πρωταγωνιστικό ρόλο αντί να την κρατήσει θεατή.

Από την πρώτη στιγμή ζητούμενο για την Επιτροπή ήταν να αναζητηθεί η ουσία και όχι ο εφήμερος εντυπωσιασμός. Τα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν στην πορεία, περισσότερο λόγω της πανδημίας, ξεπεράστηκαν καθώς ο τόνος που έδινε από την αρχή η Επιτροπή ήταν κυρίως αναπτυξιακός: να μεταπλαστεί η ιστορικότητα των 200 ετών σύγχρονου βίου, με τις φωτεινές και τις σκοτεινές σελίδες της, σε εφόδιο για τη μετάβαση στο μέλλον.

Μέσα στο επίσημο επετειακό πρόγραμμα εντάχθηκαν, πέρα από τις εορταστικές εκδηλώσεις και τις εκδηλώσεις με ιστορικό περιεχόμενο, δράσεις για την οικονομία και την ανάπτυξη, για την ανάδειξη της λαϊκής παράδοσης, την κοινωνική ευαισθητοποίηση, δράσεις πολιτισμού, καινοτομίας και τεχνολογίας, αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα, καθώς και αθλητικές εκδηλώσεις.

Η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, ανέλαβε να προβάλει αυτόν τον πολύπτυχο εορτασμό της επετείου «οργώνοντας» όλη την Ελλάδα. Μέχρι στιγμής, μαζί με μέλη της ολομέλειας της Επιτροπής, πραγματοποίησε 68 περιοδείες σε μικρές και μεγάλες πόλεις, σε απόμερα μέρη και σε ακριτικά νησιά.

Οσοι περίμεναν στις περιοδείες αυτές να ξαναδούν τη σιδηρά κυρία των Ολυμπιακών Αγώνων εξεπλάγησαν από τον αυθορμητισμό της κυρίας Αγγελοπούλου, η οποία επιμένει να τη φωνάζουν Γιάννα. Στις επισκέψεις της δεν δίσταζε να πιάσει κουβέντα σε πλατείες, στους δρόμους, σε εκδηλώσεις, με άλλες μαμάδες και γιαγιάδες για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Να αναδείξει τοπικούς επιχειρηματίες, να συζητήσει με δημάρχους και περιφερειάρχες για τις προοπτικές του κάθε τόπου.

Οι εποχές, ασφαλώς, άλλαξαν. Η σημερινή Γιάννα δεν είναι ίδια με αυτήν που τον Σεπτέμβριο του 1997 έφερε στην Αθήνα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ούτε ίδια με την πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων, η οποία το 2004 έπρεπε να βγάλει τη χώρα ασπροπρόσωπη στο παγκόσμιο στερέωμα. Είναι μια κατασταλαγμένη μάνατζερ, η οποία παρότι δεν χρειάζεται πλέον να αποδείξει τίποτα, στρατεύτηκε ξανά σε έναν εθνικό σκοπό με τον ενθουσιασμό νεοσύλλεκτου.

Διαφορετικές ήταν και οι προκλήσεις των δύο εγχειρημάτων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένα πρότζεκτ τεχνικά πολύπλοκο αλλά συμπαγές, είχε συγκεκριμένα έργα και αυστηρά χρονοδιαγράμματα. Κυρίως, όμως, ήταν μια σημαντική διεθνής υποχρέωση της χώρας. Ο εορτασμός της επετείου των 200 ετών από την Επανάσταση απαιτούσε μια πνευματική σύλληψη, ένα περίβλημα για την εθνική ολότητα χωρίς φολκλόρ παραστρατήματα, αλλά και χωρίς γκρίζο ακαδημαϊσμό. Πώς εκτείνει στη διάρκεια ενός έτους, ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, τον εορτασμό μιας εθνικής επετείου; Πού βρίσκεται η χρυσή τομή ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον; Βαραίνουν περισσότερο τα προηγούμενα 200 χρόνια ή τα επόμενα 100;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν θα μπορούσε να είναι έργο μόνο μιας Επιτροπής. Ο εορτασμός μιας εθνικής επετείου τέτοιας σημασίας αποτελεί υπόθεση ελληνικής ιδιοκτησίας και εθνικής συστράτευσης, και αυτή επιτεύχθηκε εκεί που έχει μεγαλύτερη αξία, στο επίπεδο της κοινωνίας. Μακριά από τους προβολείς, η ελληνική κοινωνία γιόρτασε, τίμησε, προβληματίστηκε, ανακάλυψε ξανά την επινοητικότητά της και επέλεξε να επενδύσει τις δυνάμεις της στην αυγή του επόμενου αιώνα.

Δεκάδες μαθητικοί διαγωνισμοί με αντικείμενα από την Ιστορία και την Τέχνη μέχρι την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία διεξήχθησαν σε όλη την Ελλάδα, ενώ οι τοπικές αρχές αξιοποίησαν την ευκαιρία για να προωθήσουν αναπτυξιακές προτάσεις σχετικές με τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την τουριστική ανάδειξη του τόπου τους, τη βελτίωση της καθημερινότητας των συμπολιτών τους.

Οταν ολοκληρώθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν ένιωσαν υπερηφάνεια.
Η Ελλάδα είχε φέρει σε πέρας ένα εξαιρετικά σύνθετο έργο και το είχε επιτύχει με τρόπο μοναδικό, αποδεικνύοντας και στον πλέον κακόπιστο ότι «μπορεί».

Αυτό συμβόλιζε και ο μοναχικός χορός της κυρίας Αγγελοπούλου στις κερκίδες του Ολυμπιακού Σταδίου μετά την τελετή λήξης των Αγώνων. Το επίσημο κράτος, για λόγους που δεν σχετίζονταν με την ολυμπιακή διοργάνωση, πήρε τις αποστάσεις του από το επίτευγμα. Μερικοί ακόμα γύρισαν την πλάτη τους, παρά την προφανή επιτυχία. Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις αφέθηκαν να ρημάξουν, και μια σκιά κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος έπεσε πάνω στην Οργανωτική Επιτροπή, η οποία στην πραγματικότητα διαχειρίστηκε πολύ λίγο δημόσιο χρήμα και άφησε 135 εκατομμύρια ευρώ κέρδος στο δημόσιο ταμείο. Στο κλίμα εκείνης της εποχής ποιος καθόταν να ακούσει ότι τα έργα και οι υποδομές αποτελούσαν την υποχρέωση που ανέλαβε η ελληνική πολιτεία απέναντι στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) και ότι η Επιτροπή «Αθήνα 2004» είχε την ευθύνη μόνο της διοργάνωσης των Αγώνων, με χρήματα προερχόμενα κυρίως από τη ΔΟΕ;

Η κυρία Αγγελοπούλου «είναι doer», όπως παραδέχονται φίλοι και εχθροί, αλλά κανένας τεχνοκράτης δεν επιβίωσε από τις μυλόπετρες της πολιτικής. Η κοινωνία, ωστόσο, φιλτράρει διαφορετικά τα βιώματά της. Η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» και οι συνεργάτες της, έχοντας πάρει το ρίσκο να μην επιβάλουν το επετειακό πρόγραμμα αλλά να το συνδιαμορφώσουν με την κοινωνία, δεν γνώριζαν τι κλίμα θα συναντούσαν περιοδεύοντας στην Ελλάδα. Οι ανησυχίες τους γρήγορα εξανεμίστηκαν.

Στις πόλεις που επισκέπτονται, πλησιάζουν τη «Γιάννα» με συγκίνηση και υπερηφάνεια εθελοντές των Ολυμπιακών Αγώνων, τοπικοί τεχνίτες με καημό για τις παραδοσιακές τέχνες που κινδυνεύουν να χαθούν, νέοι δημιουργοί που εμπνέονται από την παράδοση, δήμαρχοι με αγωνία για την ανάπτυξη του τόπου τους, παραγωγοί που αναζητούν ευκαιρίες και αγορές για τα προϊόντα τους. Η ίδια δεν είναι πολιτικός, αλλά είναι ένα πρόσωπο με εμπειρία και ισχύ, και με μια αμεσότητα που παρακινεί τους γύρω της να της εμπιστευθούν τα όνειρα, τους προβληματισμούς, τις προσδοκίες τους. Βοηθάει και ότι δίνει το προσωπικό της κινητό και email σε όσους την προσεγγίζουν για μια ιδέα που έχουν, για έναν ευρύτερο σκοπό – και ότι απαντάει σε όλους ανεξαιρέτως.

Και εκείνη, όμως, στα 17 χρόνια που μεσολάβησαν από την ολυμπιακή διοργάνωση έως την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, μεταβόλισε φιλοδοξίες, εμπειρίες, γεγονότα και συναισθήματα. Το απόσταγμα αυτού του τόσο προσωπικού, και πολλές φορές επώδυνου, όπως έχει ομολογήσει η ίδια, ταξιδιού, το μοιράζεται όχι μόνο στις ιδιωτικές συζητήσεις της, αλλά και στις δημόσιες παρεμβάσεις της.

«Στην Επιτροπή, όταν αποφασίσαμε να μη διαμορφώσουμε εμείς μαζί με κάποιους ειδικούς το επετειακό πρόγραμμα, ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την κοινωνία. Ηταν μεγάλος νεωτερισμός, ρίξαμε έναν σπόρο, αλλά δεν ξέραμε αν θα ανθίσει. Η ανταπόκριση ξεπέρασε τις προσδοκίες μας»

Συχνά διηγείται ότι όταν ανέλαβε η χώρα μας τη διοργάνωση των 28ων Ολυμπιακών Αγώνων, ο τότε πρόεδρος της ΔΟΕ, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, τη συμβούλευσε να έχει έτοιμα εναλλακτικά σχέδια γιατί τίποτα δεν ολοκληρώνεται όπως έχει σχεδιαστεί αρχικά. Η συμβουλή φάνηκε χρήσιμη στην ολυμπιακή προετοιμασία και πολύτιμη στον συντονισμό των εκδηλώσεων και των δράσεων της επετείου.

Η ευελιξία που έδειξε η Επιτροπή «Ελλάδα 2021», κατά το δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας, βοήθησε να μη ναυαγήσει το εγχείρημα. Ολο το πρόγραμμα προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα, επιστρατεύτηκε η τεχνολογία όπου ήταν δυνατόν, τα επιφανή μέλη της Ολομέλειας φρόντιζαν με την αρθρογραφία και τις παρεμβάσεις τους να κρατούν ζωντανή τη φλόγα της επετείου.

Ενα μέρος των χρημάτων από το Νομισματικό Πρόγραμμα και από τις χορηγίες – τα μόνα έσοδα της Επιτροπής, η οποία δεν έλαβε κρατική χρηματοδότηση – διοχετεύθηκε για την αγορά 18 κινητών κλινών ΜΕΘ, οι οποίες τοποθετήθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης, ενώ στο ίδιο νοσοκομείο χρηματοδοτήθηκε και η έρευνα, με πολύ καλά αποτελέσματα, για την παραγωγή ενός καινοτόμου φαρμάκου κατά του κορωνοϊού. Αλλά και μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου, η Επιτροπή αποφάσισε να διαθέσει τα έσοδα του Νομισματικού Προγράμματος, από τις 23 Αυγούστου μέχρι το τέλος του, για την αποκατάσταση των πληγών, πιστεύοντας ότι «αυτά που κάηκαν ήταν δικά μας». Αρα όλοι πρέπει να βάλουμε το χεράκι μας για να τα ξαναφτιάξουμε.

Οι παραδοσιακές ενδυμασίες, οι πόρπες, τα κοσμήματα, τα φουλάρια που φορά στις δημόσιες εμφανίσεις της η κυρία Αγγελοπούλου δεν είναι ένα επικοινωνιακό καπρίτσιο. Είναι ένας τρόπος προβολής της ελληνικής χειροτεχνίας. Η αναβίωση και η ανάδειξή της μπορούν να μετεξελιχθούν σε μοχλό ανάπτυξης και πηγή εισοδήματος για τις περίπου 15.000 μικρές επιχειρήσεις που ασχολούνται με αυτήν, καθώς και για τις τοπικές κοινωνίες.

Επιπλέον, σε συνεργασία με το υπουργείο Εσωτερικών, η Επιτροπή έχει διαμορφώσει το πλαίσιο ώστε προτάσεις με αναπτυξιακό χαρακτήρα που υποβάλλονται από δήμους και μπορούν να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα που συντονίζει η Επιτροπή, να εντάσσονται σε ειδικό κονδύλι του προγράμματος «Αντώνης Τρίτσης». Με αυτή τη διαδικασία έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα έργα σχετικά με τον τουρισμό, την εκπαίδευση, την ψηφιοποίηση μουσείων, την αναβάθμιση υποδομών, με συνολικό ύψος χρηματοδότησης 50 εκατ. ευρώ.

Ακόμα και επιμέρους δράσεις, όπως η πρωτοβουλία Connect the Dots, για την οποία συνεργάστηκε η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα με την οργάνωση The Hellenic Initiative και η οποία τέθηκε υπό την αιγίδα της Επιτροπής, έχουν έντονα αναπτυξιακή διάσταση. Πρόκειται για μια online πλατφόρμα επιχειρηματικής καθοδήγησης, η οποία φέρνει σε επαφή ομογενείς μέντορες από τις ΗΠΑ με καινοτόμους έλληνες επιχειρηματίες, προκειμένου να ανταλλάξουν γνώσεις, εμπειρίες, δίκτυα παραγωγής και διακίνησης αγαθών. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε πιλοτικά με 11 επιχειρηματικά ζεύγη και μόλις δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες, εγγράφηκαν στην πλατφόρμα 40 ενδιαφερόμενοι!

Στις 26 Αυγούστου, η έλευση του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ, ενός από τους πλέον εξέχοντες φιλέλληνες στις ΗΠΑ, έστρεψε τους προβολείς στο φόρουμ «Η Ελλάδα το 2040». Ο κ. Μενέντεζ ήταν ο πρώτος από τους ξένους ομιλητές που θα συμμετάσχουν σε αυτό, ενώ στις 18 Οκτωβρίου θα παρουσιαστεί η Λευκή Βίβλος, με τις προτάσεις των κοινωνικών και παραγωγικών φορέων για τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα 20 χρόνια.

Στην απτή κληρονομιά της επετείου συμπεριλαμβάνεται, μετά από πρωτοβουλία και συγκεκριμένες ενέργειες της Επιτροπής, και η δημιουργία ενός ερευνητικού Ινστιτούτου για την Τεχνητή Νοημοσύνη, την Επιστήμη Δεδομένων και τους Αλγορίθμους. Η ίδρυσή του έχει ήδη ενταχθεί στο Ελληνικό Πρόγραμμα του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και αναμένεται να φέρει την Ελλάδα στην πρωτοπορία ενός από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους επιστημονικούς τομείς, με τεράστιο αντίκτυπο σε πολλές εφαρμογές του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου.

Παράλληλα με την υλική, η επετειακή χρονιά μάς άφησε και άυλη κληρονομιά: την υπενθύμιση της εφευρετικότητας, της προσαρμοστικότητας, της αντοχής στις δυσκολίες, που έχει δείξει ιστορικά ο ελληνικός λαός. Τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για συνεργασίες και συνέργειες προκειμένου να στοιχηθούν οι παραγωγικές και καινοτόμες δυνάμεις πίσω από έναν κοινό στόχο. Την ανάδειξη των δυνατοτήτων της νέας γενιάς. Μια καινούργια πατριδογνωσία και την αίσθηση του «ανήκειν» σε ένα μέλλον που μπορούμε να το διαμορφώνουμε όλοι μαζί.

Γιάννα Αγγελοπούλου, Πρόεδρος Επιτροπής «Ελλάδα 2021»: 

«Οταν φοβάσαι την αποτυχία, οι πράξεις σου έχουν πολύ μικρό αποτύπωμα»

Κυρία Αγγελοπούλου, έχοντας πλέον ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του επετειακού έτους, τι κρατάτε από αυτή τη διαδρομή;

«Τη συμμετοχή της κοινωνίας, την ελπίδα και την πίστη ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, να πάμε μπροστά, να πρωτοπορήσουμε και να καινοτομήσουμε. Πριν ξεκινήσω τις επισκέψεις δεν μπορούσα να φανταστώ την ωριμότητα του κόσμου, τον βαθμό συμφιλίωσής του με το παρελθόν. Την αποδοχή της ήττας και του λάθους, αλλά και την υπερηφάνεια για όσα έχουμε πετύχει ως χώρα μέχρι σήμερα. Στην Επιτροπή, όταν αποφασίσαμε να μη διαμορφώσουμε εμείς μαζί με κάποιους ειδικούς το επετειακό πρόγραμμα, ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την κοινωνία. Ηταν μεγάλος νεωτερισμός, ρίξαμε έναν σπόρο, αλλά δεν ξέραμε αν θα ανθίσει. Η ανταπόκριση ξεπέρασε τις προσδοκίες μας».

Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες χαθήκατε από το προσκήνιο για πολλά χρόνια. Τι σας παρακίνησε να αναλάβετε ξανά ένα τόσο σύνθετο και απαιτητικό εγχείρημα; Δεν φοβηθήκατε την αποτυχία;

«Οταν φοβάσαι την αποτυχία, οι πράξεις σου έχουν πολύ μικρό αποτύπωμα. Αλλά έχετε δίκιο. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες εξαφανίστηκα. Και ο κόσμος έμεινε με την ανάμνηση μιας σκυθρωπής, σοβαρής – έως αντιπαθητικής – Γιάννας, η οποία όμως τότε σήκωνε μεγάλο βάρος ευθύνης για τη χώρα. Εκείνη την εποχή ένιωσα ότι με χτυπούν άδικα, ότι είχα στερηθεί την οικογενειακή ζωή για αρκετά χρόνια, επιπλέον χρειάστηκε να αντιμετωπίσω ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ολα αυτά με φόρτισαν συναισθηματικά και έγραψα ένα βιβλίο.
Το 2019, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μού ζήτησε να αναλάβω τον συντονισμό της επετείου, είχα προχωρήσει πολλά βήματα μπροστά. Δέχθηκα να αναλάβω ένα πρότζεκτ που κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, η κυβέρνηση δεν έβαζε προδιαγραφές, τα κόμματα είχαν τις δικές τους απόψεις και οι πολίτες μετρούσαν ακόμα τις πληγές τους από την οικονομική κρίση – κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει ότι θα ζούσαμε και μια πανδημική κρίση. Τελικά όλοι αγκάλιασαν το εγχείρημα, αλλά ήταν η δυσκολία του που με προκάλεσε να το αναλάβω. Επρεπε να βρούμε τον τρόπο να γιορτάσουμε μαζί το παρελθόν και το μέλλον.
Ομως, για να αναμετρηθείς με το μέλλον πρέπει να κυλάει στις φλέβες σου το παρελθόν, τα παθήματα και τα μαθήματα. Αυτό ισχύει και για τον ατομικό και για τον συλλογικό μας εαυτό. Οταν αναλαμβάνεις την ευθύνη και βλέπεις την κοινωνία να ανταποκρίνεται, να θέλει να ξεδιπλώσει τις ικανότητές της, το συναίσθημα αυτό δεν περιγράφεται με λόγια. Η επαφή με τον κόσμο μού έλειψε πραγματικά όσα χρόνια βρισκόμουν στο εξωτερικό. Χάρηκα πολύ που με αφορμή την επέτειο συναντηθήκαμε ξανά, σαν φίλοι από τα παλιά. Μίλησα με εκατοντάδες ανθρώπους όλους αυτούς τους μήνες. Κανένας δεν μου ζήτησε κάτι για τον εαυτό του, όλοι αναζητούσαν διέξοδο για να προσφέρουν στον τόπο τους. Αυτό ονομάζω εγώ νέο πατριωτισμό».

Αναφέρεστε συχνά στις συμβουλές που σας έδωσε ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ. Ποιες άλλες προσωπικότητες που γνωρίσατε επηρέασαν τον τρόπο σκέψης σας;

«Δεν θα σας πω ονόματα γιατί με έχουν επηρεάσει πολλοί, όχι μόνο γνωστοί ή διάσημοι, αλλά και άνθρωποι της καθημερινότητας, που είχαν το θάρρος και την τόλμη να κυνηγήσουν τους στόχους τους και να πετύχουν κάτι. Από πολλούς διάσημους απογοητεύτηκα, αντί για ηγετικές φυσιογνωμίες είδα ρηχά πρόσωπα που ενώ είχαν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα δεν έκαναν τίποτα. Για εμένα σε όλα μετράει το αποτέλεσμα, έτσι κρίνω και τους ανθρώπους – μερικές φορές όχι δίκαια. Η ισχύς και ο πλούτος μπορούν εύκολα να τρελάνουν κάποιον. Εγώ που προέρχομαι από μια μέση ελληνική οικογένεια, όταν τα απόλαυσα και τα δύο, δεν είπα “μπράβο μου και τελείωσε”. Με κέντριζε η ιδέα να δω τι μπορώ να αλλάξω, ειδικά για τους νέους, να τους ενθαρρύνω, να τους ταρακουνήσω, να τους στηρίξω. Να τους δείξω ότι πάντα πρέπει να διεκδικούν το καλύτερο».

Τώρα που ξανασυστηθήκατε με την κοινωνία, τι θα κάνετε; Τι σχέδια έχετε για το μέλλον; Μη μου πείτε ότι θα ξαναγράψετε βιβλίο…

«Οχι. Αυτή τη φορά δεν θα γράψω βιβλίο. Βιβλίο γράφεις όταν πιστεύεις ότι κλείνεις τον κύκλο σου, όπως νόμιζα εγώ το 2013. Τώρα νιώθω πολύ μακριά από αυτό».