Παραβιάζει κανείς ανοιχτές πόρτες λέγοντας πως σπουδαία λογοτεχνία δεν είναι μόνο αυτή που έχει επιβάλει ο αγγλοαμερικανικός εκδοτικός «δεινόσαυρος». Για χρόνια παρέμεναν άγνωστοι στη χώρα μας κορυφαίοι συγγραφείς της Ευρώπης – αν εξαιρέσει κανείς τους Γάλλους. Το ότι το ενδιαφέρον των ελλήνων εκδοτών στρέφεται εδώ και λίγα χρόνια στα σημαντικά λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν και εξακολουθούν να γράφονται στις «μικρές» ή, πιο σωστά, στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες, είναι ένδειξη ωρίμασης της αγοράς του βιβλίου.

Μερσέ Ροδορέδα

Σπασμένος καθρέφτης

Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός. 

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021,

σελ. 384, τιμή 18 ευρώ

Στους συγγραφείς των «μικρών» γλωσσών ανήκει και η Καταλανή Μερσέ Ροδορέδα (1908-1983) που η έκδοση του μυθιστορήματός της Πλατεία διαμαντιού πριν από δύο χρόνια προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο απαιτητικό αναγνωστικό κοινό του τόπου μας. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε εδώ το 1987 αλλά τότε πέρασε απαρατήρητο. Οι καιροί όμως αλλάζουν. Και στη λογοτεχνία τα σπουδαία έργα δεν χάνονται. Σπουδαίο μυθιστόρημα είναι και ο Σπασμένος καθρέφτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα και συνοδεύεται από έναν γοητευτικό και εν μέρει αυτοβιογραφικό πρόλογο της συγγραφέως.

Οικογενειακή σάγκα

Η Ροδορέδα, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή παράδοση, κάνει υψηλή λογοτεχνία, χωρίς όμως να αφήνει από τα μάτια της τον αναγνώστη. Ο Σπασμένος καθρέφτης είναι μια ασυνήθιστα σύντομη για το είδος οικογενειακή σάγκα και εντούτοις καταφέρνει να αναπλάσει την ιστορία τριών γενεών, να αναδείξει με ενάργεια, άκρα ποιητικότητα και αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου πλήθος χαρακτήρες και ταυτόχρονα μια ολόκληρη εποχή: από τη δεκαετία του 1870 ως την περίοδο του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Να μας δώσει την ακμή και την παρακμή μιας εύπορης οικογένειας, τον μικρόκοσμό της, που ωστόσο είναι ένας κοινωνικός μεγάκοσμος, ένας καθρέφτης που έχει σπάσει κι εκείνη συνθέτει τα κομμάτια του και τον σηκώνει μπροστά μας με απαράμιλλη ευαισθησία και δύναμη.

Αυτό είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα και η κάθε φωνή που αφηγείται έχει τα δικά της γνωρίσματα. Η συγγραφέας έτσι δεν εξιδανικεύει το παρελθόν, αλλά και δεν γράφει καταδικαστικά για το παρόν. Η ζωή η ίδια είναι πάνω από αυτά, γοητευτική, μελαγχολική, γλυκιά και πικρή. Οφείλουμε όμως να τονίσουμε την κυρίαρχη παρουσία της κεντρικής ηρωίδας, της Τερέζας Γκοντάι, κόρης μιας ιχθυοπώλισσας που παντρεύεται έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της τραπεζίτη, ο οποίος πολύ σύντομα πεθαίνει. Στη συνέχεια παντρεύεται τον διπλωμάτη Σαλβαδόρ Βαλντάουα, έναν άστατο χαρακτήρα που έχει καταγοητευθεί από το πηγαίο γέλιο και τα ωραία της μάτια. Η Ροδορέδα στον πρόλογό της μας λέει πολλά και για την Πλατεία διαμαντιού και για τον Σπασμένο καθρέφτη – και γι’ αυτό, μολονότι πρόκειται για δύο διαφορετικά μυθιστορήματα τόσο από υφολογικής όσο και από δομικής πλευράς, το ένα προϋποθέτει το άλλο. Εκεί λοιπόν μας πληροφορεί ότι δημιουργώντας την Τερέζα Γκοντάι της έδωσε τα μάτια μια γυναίκας που την είδε να βγαίνει από μια Ρολς Ρόις κοντά στη λίμνη Λεμάν της Ελβετίας, όπου η Ροδορέδα πέρασε αρκετά χρόνια αυτοεξόριστη.

Ζωή στην εξορία: Η Μερσέ Ροδορέδα θεωρείται η σημαντικότερη ίσως σύγχρονη καταλανή συγγραφέας. Εγκατέλειψε την Ισπανία λίγο πριν από τη νίκη των φρανκιστών το 1939 και παρέμεινε αυτοεξόριστη ως το 1972 στη Γαλλία και στην Ελβετία. Ολοκλήρωσε τον «Σπασμένο καθρέφτη» μετά την επιστροφή της, το 1974.

Η εσωτερική ζωή

Η Τερέζα και ο Σαλβαδόρ εγκαθίστανται μετά τον γάμο τους σε μια τεράστια έπαυλη στα περίχωρα της Βαρκελώνης. Τα άνθη και τα φυτά παίζουν τεράστιο ρόλο. Η φύση είναι ομόλογη του περιβάλλοντος και ο αναγνώστης που θέλει να κολυμπήσει στα βαθιά νερά θα βρει εδώ πολλά από τον κόσμο δύο μεγάλων φυσιοδιφών: του Λινναίου και του Λαμάρκ. (Παρενθετικά: και οι δύο είχαν γοητεύσει στη δεκαετία του 1930 έναν σπουδαίο ρώσο ποιητή, τον Οσιπ Μαντελστάμ.) Οταν η ποίηση γονιμοποιεί την πρόζα, όπως στο έργο της Ροδορέδα, έχουμε θαυμαστά αποτελέσματα. Αλλά η έξοχη ποιητική της συγγραφέως δεν σημαίνει ότι μεταφράζεται σε ποιητικίζουσα αφήγηση. Βοηθάει όμως να αναδειχθούν η εσωτερική ζωή και ο αληθινός χαρακτήρας των προσώπων, ιδίως όταν μένουν μόνοι με τον εαυτό τους και όταν παρατηρούν τις λεπτομέρειες. Σε αυτές υπάρχουν οι κρυμμένες αλήθειες. Και τα κύρια πρόσωπα είναι βεβαίως γυναίκες, αφού ο χαρακτήρας αυτής της δυναστείας είναι μητριαρχικός, που μας θυμίζει πως οι κοινωνίες της Ιβηρικής δεν είναι μόνο macho, όπως νομίζουμε. Οι γυναίκες γνωρίζουν τους άντρες πολύ καλύτερα από όσο εκείνοι τις γυναίκες, γνωρίζουν η μία την άλλη, η ηδυπάθειά τους, καλά κρυμμένη, είναι μέρος της αληθινής τους φύσης και βέβαια γνωρίζουν τον τεράστιο κήπο, τα δέντρα, τα πουλιά, τις μέλισσες, κάθε γωνιά του – και όλα αυτά είναι εικόνες του εσωτερικού τους κόσμου και σε μεγάλο βαθμό της ψυχοσύνθεσής τους.

Η Σοφία, κόρη της Τερέζας, πολύ διαφορετική και αυστηρότερη από τη μητέρα της, μετά τον θάνατο της τελευταίας έχει αλλάξει και αρχίζει να μοιάζει με αντίγραφό της, αλλά τούτο δεν αναιρεί το γεγονός της παρακμής. Παρακμή ωστόσο χωρίς αίσθηση του περάσματος του χρόνου δεν νοείται. Και αυτή επέρχεται αργά, χωρίς ουσιαστικά να την καταλαβαίνει κανείς. Εδώ η ζωή των ανθρώπων στην έπαυλη ανθίζει και μαραίνεται όπως τα φυτά στον κήπο. Και στο τέλος τα πάντα χάνονται, η έπαυλη γκρεμίζεται για να χτιστεί στη θέση της ένα συγκρότημα πολυκατοικιών, ενώ στο μεταξύ η φύση έχει εισβάλει στα χαλάσματα. Δεν είναι τυχαίο που το μυθιστόρημα κλείνει με την εικόνα ενός νεκρού αρουραίου.

Λέγεται, καθ’ υπερβολήν βέβαια, από πολλούς πως τους σημαντικότερους γυναικείους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα μας τους έχουν δώσει άντρες συγγραφείς. Η Ροδορέδα όμως με τη Νατάλια στην Πλατεία διαμαντιού και την Τερέζα στον Σπασμένο καθρέφτη τούς διαψεύδει. Υπάρχουν στις ηρωίδες της αρκετά από τα δικά της γνωρίσματα, αλλά δεν αποτελούν περσόνες της, δηλαδή δεν αυτοβιογραφείται. Η Τερέζα είναι μια μεγάλη μητέρα, μια φυσιογνωμία κυρίαρχη, που φροντίζει την αχανή έπαυλη, τα οικονομικά της, το μέλλον των παιδιών και των εγγονών της, το υπηρετικό προσωπικό, στο οποίο φέρεται με καλοσύνη αλλά όποτε χρειάζεται και με αυστηρότητα, ώστε να ζει αρμονικά με την οικογένειά της. Οι δύο αυτές ηρωίδες (ιδιαίτερα η Τερέζα) μπορούν να σταθούν δίπλα στις αντίστοιχες των αδελφών Μπροντέ – για να μείνω σ’ ένα μόνο παράδειγμα.

Πολλές φορές δεν αποδίδουμε στους καλούς μεταφραστές τον έπαινο που τους αξίζει. Ο Ευρυβιάδης Σοφός έκανε εξαιρετική δουλειά, αν κρίνουμε από την ποιότητα της γλώσσας του – και ας μη γνωρίζουμε τα καταλανικά. Ελπίζω κάποτε να μεταφράσει και μερικά από τα θαυμάσια διηγήματα της Ροδορέδα.