Στην ερμηνευτική θεώρηση παλαιότερων λογοτεχνικών έργων διαμορφώνονται κατά καιρούς κυρίαρχες τάσεις οφειλόμενες σε ένα σύνθετο πλέγμα αιτίων. Στην περίπτωση της πρόσληψης της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη ορόσημο για τη μετάβαση από την παλαιότερη στη νεότερη – και κυρίαρχη μέχρι σήμερα – τάση στάθηκε η δεκαετία του 1970. Εκτοτε το μικρής έκτασης ποιητικό έργο του, παρουσιασμένο σε έγκυρες εκδόσεις, αποτέλεσε ένα από τα επίκεντρα της φιλολογικής και της λογοτεχνικής κριτικής. Η ομόφωνη αισθητική αναγνώριση της καρυωτακικής ποίησης ως σημαντικής, σε συνοδοιπορία με την άνοδό της στην κλίμακα των αναγνωστικών προτιμήσεων, συνδυάστηκε με την ερμηνεία της ως ανανεωτικής, ως ποίησης που, ιδίως με την τελευταία τρίτη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες (1927) και τα πεζά ποιήματα, επέφερε ρήξεις με το παρελθόν ή και άνοιξε δρόμους για το μέλλον.

Νάσος Βαγενάς
Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2021,
σελ. 184, τιμή 10,60 ευρώ

Το βιβλίο του Νάσου Βαγενά Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη με τη σταδιακή πρόσθεση κριτικών μελετών από την πρώτη (2005) στη δεύτερη (2015) και τώρα στην τρίτη έκδοσή του, συγκεντρώνει συγγενικά ή συναφή στη θεματική και την οπτική τους γραπτά πρωτοδημοσιευμένα από το 2003 μέχρι το 2019. Εχει νόημα να κριθεί εδώ η τρίτη έκδοση, επειδή το βιβλίο κρίθηκε ελάχιστα στο σύνολο της εκδοτικής πορείας του. Ισως πέρασε απαρατήρητο ακριβώς επειδή υποστηρίζει σταθερά, εμπλουτίζοντάς τη, μια θέση αντίθετη με την κυρίαρχη τάση θεώρησης της καρυωτακικής ποίησης. Ο Βαγενάς, συγκεκριμένα, αμφισβητεί την ισχύουσα τις τελευταίες δεκαετίες άποψη της κριτικής ως προς την πρωτοποριακότητα της ποίησης του Καρυωτάκη. Συγκεκριμένα, κατά τον Βαγενά, η συγκεκριμένη κριτική παραμόρφωση, που συν τω χρόνω οδήγησε στην κατασκευή λογοτεχνικού μύθου ή μύθων, εστιάστηκε σε δύο πεδία. Το πρώτο είναι η αναγνώριση ιδίως της μορφής της εν λόγω ποίησης ως του σημείου της μετάβασης από τον παλαιότερο, τον αυστηρά έμμετρο, στον ελεύθερο στίχο της μοντέρνας ποίησης. Το δεύτερο αφορά την εκτίμηση ότι εκείνο το μέρος της καρυωτακικής ποίησης που έχει στοιχεία σύγχρονης κοινωνικής αναφοράς είναι έκφραση της αριστερής ιδεολογικής τοποθέτησης του ποιητή.

 

Επανεξετάζοντας αρκετά κριτικά και φιλολογικά κείμενα, σε μεγάλο χρονικό διάστημα, από τον Μεσοπόλεμο μέχρι την εποχή της Μεταπολίτευσης κυρίως (Αγρας, Λορεντζάτος, Βούλγαρης, Τζιόβας, Δημήτρης Παπανικολάου κ.ά.), αναφερόμενα πρωτίστως στο έργο του Καρυωτάκη και δευτερευόντως στο έργο άλλων ποιητών, όπως ο Καβάφης, ο Παπατσώνης και ο Σεφέρης, που με διάφορους τρόπους συνδέθηκαν από την κριτική με τον πρώτο, ο Βαγενάς δείχνει τις γνωστές από το σύνολο της εκτεταμένης κριτικοφιλολογικής συνεισφοράς του μεθοδικότητα και ευαισθησία: η μέριμνά του να αναθεωρηθούν διάφορες κριτικές παραναγνώσεις στηρίζεται στον θεμελιωμένο σε αναντίρρητα πραγματολογικά δεδομένα θετικισμό του και εκβάλλει στις οξυδερκείς κριτικές αναγνώσεις μελετών και ποιημάτων.

Είτε συμφωνεί είτε δεν συμφωνεί κάποιος με την άποψη του Βαγενά για την παραμόρφωση του Καρυωτάκη, δεν μπορεί να μη δεχτεί ότι το γεγονός πως μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ένας συστηματικός αντίλογος σε αυτή την άποψη από τους κρινόμενους ως παραμορφωτές -αναφέρομαι βέβαια σε όσους, όχι λίγους, βρίσκονται ανάμεσά μας – είναι σύμπτωμα κριτικής καχεξίας. Ο Βαγενάς δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο την αξία της καρυωτακικής ποίησης, καθώς αναφέρεται ρητά στη «σπουδαιότητα της ποίησης του Καρυωτάκη, που έχει γράψει μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του ελληνικού 20ού αιώνα». Αντιδρά όμως με αυστηρή τεκμηρίωση και με κριτικά επιχειρήματα στο να φτιάχνονται κριτικοφιλολογικά κάστρα ή καστράκια στην άμμο που οι δημιουργοί τους τα θεμελίωσαν σε παραναγνωστικές τακτικές ή και σε ιδεοληψίες.

Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.