Η ακτινοβολία επί πολλές δεκαετίες του Καζαντζάκη ως μυθιστοριογράφου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μας κάνει συχνά να ξεχνάμε ότι για ένα σεβαστό μέρος της ζωής και της συγγραφικής του δράσης ήταν ποιητής, ότι η ποίηση αποτέλεσε για τον ίδιο πάγια φιλοδοξία και προνομιακό πεδίο έκφρασης.

Δημήτρης Κόκορης
Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη
Εκδόσεις Πεδίο,
σελ. 288, τιμή 15 ευρώ

Με την ωραία γραμμένη και προσεκτικά αρθρωμένη μελέτη του, ο Δημήτρης Κόκορης έρχεται να ανακινήσει το θέμα του ποιητή Καζαντζάκη όχι μόνο φιλολογικά, ως στοιχείο ενταγμένο στην ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά και κριτικά-ερμηνευτικά, ως ένα καλλιτεχνικό σύνολο το οποίο ευτύχησε σε κάθε σημείο του. Δεν είναι τυχαίο βεβαίως πως ο Κόκορης συνδυάζει στο ανά χείρας βιβλίο με εντελή τρόπο τις δύο ιδιότητές του: πρώτα του ακαδημαϊκού δασκάλου και μελετητή και ύστερα του κριτικού λογοτεχνίας (η σειρά δεν είναι αξιολογική).

Πρώτα ποιήματα, «Ασκητική» και θέατρο

Η διαδρομή ξεκινάει με τα πρώιμα καζαντζακικά ποιήματα (1906-1914): δοκιμές σε ανομοιοκατάληκτο κομβικό δεκατρισύλλαβο, πεζά ποιήματα και σονέτα. Κυρίαρχους παράγοντες αποτελούν εν προκειμένω ο αισθητισμός (αποθέωση της φύσης, ωραιολατρία και μεσσιανισμός), η έντονη παρουσία του Νίτσε και ο συνακόλουθος ηρωικός μηδενισμός, σε συνδυασμό με έναν εθνοκεντρισμό ο οποίος έχει παραληφθεί από τον Ιωνα Δραγούμη, αλλά και με τη «ζωτική ορμή» του Ανρί Μπερξόν, το εσωτερικό ρεύμα που διαπερνά την ύπαρξη, κρατώντας τη μακριά από τους κανόνες της σιδερένιας λογικής και του ορθολογισμού. Δίπλα στα πρώιμα ποιήματα ο Κόκορης βάζει την Ασκητική (1927 / 1945). Η Ασκητική βέβαια, όπως όλοι ξέρουμε, εμφανίζεται πρωτίστως με τη μορφή φιλοσοφικού δοκιμίου, ο μελετητής όμως προτιμά να τονίσει στην προσέγγισή του τους λυρικούς της τρόπους και τον μυστικιστικό της χαρακτήρα, που αναδεικνύουν την ποιητική αγωγή και πνοή της, βάζοντας εκ παραλλήλου στο παιχνίδι τον γνωστικισμό, τον «μετακομμουνισμό» (ο όρος του Καζαντζάκη) και τη μεγάλη φυγή προς την ελευθερία – προς την απαλλαγή από τη δυναστική συνθήκη τόσο του φόβου όσο και της ελπίδας.

Με την ωραία γραμμένη και προσεκτικά αρθρωμένη μελέτη του, ο Δημήτρης Κόκορης έρχεται να ανακινήσει το θέμα του ποιητή Καζαντζάκη όχι μόνο φιλολογικά αλλά και κριτικά-ερμηνευτικά

Το θέατρο απασχόλησε τον Καζαντζάκη όσο και η ποίηση, με τη διαφορά πως τα θεατρικά του δράματα, γραμμένα σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο και δεκατρισύλλαβο στίχο, απλωμένα στις πιο διαφορετικές περιόδους (αρχαιοελληνικά, βυζαντινά ή νεότερης εποχής), και με μια πορεία από την ηρωική άνοδο προς την ηρωική πτώση, ανήκουν στο ποιητικό του corpus και συνιστούν αναπόσπαστο μέρος του ποιητικού του έργου. Αγκιστρωμένος με τα πρώιμα ποιήματά του στην παραδοσιακή στιχουργική, ο Καζαντζάκης θα προβάλει μέσω των τραγωδιών του τον μύθο και την Ιστορία στο παρόν, κάτι που μπορεί να μας θυμίζει μια ρητή επιταγή του μοντερνισμού, αλλά η ρυθμολογία του και η πρόσδεσή του στο λογοτεχνικό παρελθόν δεν θα επιτρέψουν ούτε στο θέατρό του ένα ριζικό άνοιγμα.

 

Μεταφράσεις, «Οδύσσεια» και «Τερτσίνες»

Κανείς δεν ξεχνά πως ο Καζαντζάκης υπήρξε πολύγλωσσος και ακάματος μεταφραστής. Υπενθυμίζοντας τους μεταφραστικούς του σταθμούς (1912-1965), μεταξύ άλλων Ουναμούνο, Λόρκα, Θεία Κωμωδία του Δάντη, Φάουστ του Γκαίτε, αλλά και Ιλιάδα και Οδύσσεια, ο Κόκορης σημειώνει πως ο καζαντζακικός λόγος φέρνει τον Δάντη και τον Γκαίτε κοντά στη δική του ποιητική γλώσσα, δίνοντας τον γλωσσικό τόνο και στη μετάφραση του Ομήρου (συνεργασία Καζαντζάκη – Κακριδή). Η ομηρική Οδύσσεια, άλλωστε, και η Θεία Κωμωδία αποτελούν και τα ποιητικά πρότυπα του Καζαντζάκη στην επική σύνθεση της δικής του Οδύσσειας (1938) με τους 33.333 στίχους. Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος, ο θηριώδης οίστρος και η ακατάβλητη πολυσυλλεκτικότητα της γλώσσας της Οδύσσειας, με έναν Οδυσσέα που περιπλανιέται στην οικουμένη για να καταλήξει στους αντίποδες και στον θάνατο, προδίδουν ένα έπος προσανατολισμένο εξ ολοκλήρου στην έκταση και όχι στην ένταση. Ενα έργο που αδυνατεί να ποδηγετήσει τη δυσκινησία και το υπέρβαρο των γλωσσικών του υλικών, επιτρέποντας στην αγγλική μετάφρασή του (από τον Κίμωνα Φράιερ) να αναπνεύσει πολύ πιο ελεύθερα από το πρωτότυπο. Κι αν σκεφτούμε να συγκρίνουμε τον Οδυσσέα του Τζόις, το μνημείο του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τον Καζαντζάκη της Οδύσσειας, ο τελευταίος παραμένει για άλλη μια φορά δέσμιος της παράδοσης, αφού ούτε θέλει ούτε και μπορεί να επικοινωνήσει με αυτό που αντιπροσωπεύει η τζοϊσική ροή της συνείδησης: τον πολυδιασπασμένο κόσμο της νεωτερικότητας. Κι αν επιπλέον τύχει να διακρίνουμε εκ νέου στον καζαντζακικό Οδυσσέα κάποια ίχνη της ιστορικής-μυθικής μεθόδου, η απουσία της οργανικής ασυνέχειας του μοντερνιστικού βλέμματος θα αποθαρρύνει και πάλι οποιαδήποτε περαιτέρω υπόθεση.

Σύμφωνοι. Οι καλλιτεχνικές αποτυχίες έχουν πάντοτε μια ιστορική βάση, όπως με σαφήνεια το δείχνει ο Κόκορης. Διασώζεται όμως εν τέλει κάτι από τον ποιητικό Καζαντζάκη; Απερίφραστα θα κρατήσει, και θα προτείνει, ο μελετητής τις μεταθανατίως δημοσιευμένες Τερτσίνες (1960): τα δαντικά τρίστιχα σε ενδεκασύλλαβο με θέμα τις καζαντζακικές πνευματικές οφειλές. Η πυκνότητα, η αποφυγή των γλωσσικών εξτρεμισμών και το σαφώς μικρότερο μέγεθος μετατρέπουν τις Τερτσίνες σε σανίδα σωτηρίας εφόσον είναι το μοναδικό έργο με το οποίο μπορεί στις ημέρες μας ο Καζαντζάκης να επιβιώσει ως ποιητής, αν μπορεί όντως να επιβιώσει.

Φιλολογική επάρκεια, πολλαπλότητα και εύρος επιχειρημάτων, περισκοπική κίνηση (όλος ο ποιητικός Καζαντζάκης), σαφείς και τολμηρές ερμηνείες, καθώς και ιστορική αίσθηση των ποιητικών μεγεθών: αυτά είναι τα απαραγνώριστα χαρακτηριστικά με τα οποία μάς συστήνεται η δουλειά του Κόκορη. Πρωταρχική της παράμετρος, ο εις βάθος κριτικός έλεγχος: το κοίταγμα της καζαντζακικής ποίησης πέρα από κάθε μυθολογία και σύμβαση, αλλά και η διάσωση κάποιων δεδομένων που ενδεχομένως τη συνέχουν ακόμη, μαζί με τον πολυστρωματικό διάλογο ο οποίος αναπτύσσεται με την κριτική πρόσληψη του ποιητή Καζαντζάκη, όπως καταγράφεται, εξιστορείται, αλλά και ενσωματώνεται σε όλο το μήκος του βιβλίου.