Οι άνθρωποι καθώς μεγαλώνουν αλλάζουν, μαλακώνουν (ίσως) και αφήνουν να διαφανούν ευαισθησίες που είχαν επιλέξει, συνειδητά, να κρύβουν. Ερχονται και τα γεγονότα, εξωτερικοί παράγοντες που δεν ελέγχουμε, οπότε αυτές οι αλλαγές γίνονται πιο διακριτές. Κι όλο αυτό αντικατοπτρίζεται στο έργο τους, εν προκειμένω στις παραστάσεις τους.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, μια από τις εξέχουσες καλλιτεχνικές προσωπικότητες που διαθέτει η σύγχρονη Ελλάδα, μπορεί, εν αγνοία του, να εκφράζει αυτό ακριβώς. Ο σκηνοθέτης που ανήκει στους ανανεωτές του θεάτρου, ο εμπνευστής και δημιουργός του Θεάτρου του Νότου, ο μετέπειτα (καθοριστικός) καλλιτεχνικός  διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, με μια πορεία εντός και εκτός συνόρων, γίνεται πια πιο προσωπικός. Είτε αυτό αφορά τις επιλογές του είτε τον τρόπο που εκφράζεται.

Οπως τώρα: Αφορμή, η συνέντευξη για την πρεμιέρα του έργου «Κάποιος θα έρθει» του Γιον Φόσε, που θα παρουσιάσει στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ). Αφήνεται και ξεδιπλώνει πτυχές του εαυτού του, σκέψεις και απόψεις – πάντα όμως με τον τρόπο του.

Πώς θα περιγράφατε το «Κάποιος θα έρθει»;

«Σαν ένα σκηνικό ποίημα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Και μετά θα πρόσθετα τα εξής: Πόσο ανατριχιαστικά επίκαιρο, πόσο κοντά στις ζωές μας αυτή την εποχή είναι ένα έργο που μιλάει για αγάπη, συμβίωση, απομόνωση, φόβο του «άλλου», εισβολή του «άλλου» στις ζωές μας, αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το μέλλον, κοντινότητα ζωής και θανάτου, επίδραση της φύσης πάνω μας, κι όλα αυτά με τον απλούστερο, αλλά και πιο ανθρώπινο και φωτεινό τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς;».

«Μόνοι, μαζί» μοιάζει να είναι το μότο του έργου. Ουτοπία ή ρεαλιστικός στόχος; Ποιο δύσκολο το «μόνος» ή το «μαζί»;

«Το «μόνοι μαζί» είναι η απόλυτη ουτοπία. Μια γυναίκα και ένας άνδρας, ζευγάρι, αποφασίζουν να απομονωθούν από όλους τους άλλους ανθρώπους, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα παλιό, σχεδόν ερειπωμένο, σπίτι, σε μια μακρινή περιοχή δίπλα στη θάλασσα. Ηδη από τα πρώτα λόγια του έργου, στη βεβαιότητα της απομόνωσης, του «μόνοι μαζί», υφέρπει πολύ φυσικά και εν τέλει εγκαθίσταται η αβεβαιότητα μήπως υπάρχει και κάποιος τρίτος κάπου κοντά τους, που θα απειλήσει τη μονωμένη ευτυχία τους. Και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ο φόβος τους ενσαρκώνει τον τρίτο, τον «Άλλον». Το τι επακολουθεί, ανάγεται στη σφαίρα του (υπαρξιακού) θρίλερ μυστηρίου. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, μπορώ μόνο να απαντήσω με προσωπικό, αλλά κρυπτογραφικό τρόπο: είναι εξίσου δύσκολα, αλλά το καθένα για διαμετρικά αντίθετους λόγους. Το «μόνος» λυτρώνει αλλά ταυτόχρονα πονάει, το «μαζί» δεσμεύει αλλά ταυτόχρονα ζωογονεί. Φυσικά το εύθραυστο και υπερφίαλο αυτό αξίωμα μπορεί εύκολα να αναποδογυριστεί από κάποιον με άλλα βιώματα από τα δικά μου».

Τι είναι αυτό που σας συνδέει με τον Γιον Φόσε; – είναι το τρίτο έργο του που ανεβάζετε.

«Αχ… Η σχέση μου με τον Γιον Φόσε – δεν εννοώ την προσωπική, παρόλο που υπάρχει κι αυτή – είναι πολύ βαθιά. Ταυτίζομαι απόλυτα μαζί του σε πολλά ζητήματα – π.χ. τον ασύλληπτα συμπονετικό και καθόλου κριτικό τρόπο με τον οποίο βλέπει τον άνθρωπο – και παράλληλα γοητεύομαι από την ακραία οικονομία του στον λόγο, τις εικόνες, τα συναισθήματα, τις ιδέες, κάτι με το οποίο παλεύω χρόνια ολόκληρα και γνωρίζω ταπεινωτικές ήττες. Τον θεωρώ χωρίς επιφύλαξη τον σημαντικότερο θεατρικό, και όχι μόνο, συγγραφέα της εποχής μας. Απλώς, όπως συνήθως, οι πολύ μεγάλοι μοιάζουν είτε δυσπρόσιτοι, και άρα αποθαρρύνουν την οικειότητα και τη δημοφιλία, είτε υπερβολικά απλοί – ο Φόσε μάλιστα οριακά απλοϊκός -, οπότε μας δίνουν την απατηλή εντύπωση της έλλειψης βάθους και πολυπλοκότητας. Στην περίπτωση του Φόσε βέβαια τα πράγματα είναι εντελώς αντίθετα. Αν καταφέρεις να μπεις ήρεμα, απαλά, από την πόρτα στο οικοδόμημά του, είναι σίγουρο πως θα χαθείς μέσα σε υπέροχες, συνταρακτικές, δαιδαλώδεις αίθουσες, που τραγουδούν με εξαίσιους αντίλαλους για όλα όσα μας απασχολούν, χωρίς ποτέ να φαλτσάρουν ή να ξεκουφαίνουν».

Καταγγελίες στο θέατρο, καλλιτέχνες στη φυλακή, άνθρωποι που ξέρατε, που είχατε συνεργαστεί. Ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σας;

«Δυσάρεστο, πολύ δυσάρεστο. Και πολύ οδυνηρό. Το συγκεκριμένο ζήτημα με έχει αναστατώσει βαθιά και με έχει κάνει ακόμα πιο εσωστρεφή και λιγομίλητο απ’ ό,τι ήδη ήμουν. Οχι μόνο για την προφανή του διάσταση, βαριές κατηγορίες για κακοποίηση ψυχών, σωμάτων, εμπιστοσύνης, δικαιωμάτων κ.λπ., εκ μέρους ανθρώπων σε θέσεις εξουσίας ή «εξουσίας», αλλά και για τις άλλες του διαστάσεις, τις λιγότερο προφανείς. Οπως, π.χ., ότι με αφορμή το ξέσπασμα αυτής της υπόθεσης αποκαλύφθηκαν τέρατα προς όλες, μα όλες, τις κατευθύνσεις. Ως προς αυτό το τελευταίο, δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο. Φυσικά, η μεγαλύτερη στενοχώρια και ο σκληρότερος πόνος έπληξε τα θύματα. Και από πάνω τους πρέπει να ανοίξει η πιο μεγάλη ομπρέλα προστασίας.

Αλλά εκφράζω μια ευχή. Ολοι, μα όλοι μας, να ενδοσκοπήσουμε λίγο περισσότερο και, λιγότερο με λόγια, ποσταρίσματα και φανφάρες, και πολύ περισσότερο με πράξεις, να βοηθήσουμε τόσο το θέατρο όσο – και κυρίως – την κοινωνία μας να επανέλθει στις ράγες του ανθρώπινου μέτρου. Γιατί μπορεί τα σεξουαλικά σκάνδαλα να ξέσπασαν πρόσφατα, αλλά η κοινωνία μας είναι βαθιά άρρωστη και εκτροχιασμένη εδώ και πολλά χρόνια. Και αν η κορυφή του παγόβουνου φαίνεται εντυπωσιακή, φανταχτερή και «πουλάει», η σύγκρουση με τον κύριο όγκο του θα σημάνει τη βύθιση του «Τιτανικού»».

Ποια είναι τα κέρδη και ποιες οι ζημιές από τις εξελίξεις του περασμένου χειμώνα για τον θεατρικό χώρο;

«Αν εννοείτε αυτά στα οποία αναφέρομαι στην προηγούμενη ερώτηση, προφανώς υπάρχει κέρδος, αλλά φοβάμαι πενιχρό. Ναι, όλοι οι δυνητικά δυνατοί θα σκέφτονται δυο και τρεις φορές τι λένε και τι κάνουν, ναι, οι δυνητικά αδύναμοι θα αισθάνονται ασφαλέστεροι (με κίνδυνο πάντα είτε οι αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές να συνεχίζονται στο σκοτάδι είτε, όπως κινδύνεψε – κι ακόμα ίσως κινδυνεύει – να συμβεί, ο χώρος του θεάτρου να βιώνεται, εντελώς άδικα, ως ένας απέραντος ανώμαλος δρόμος), αλλά το παιχνίδι θα κερδηθεί πραγματικά όταν οι κανόνες αλλάξουν μέσα στις οικογένειες, από τις πολύ τρυφερές κιόλας  ηλικίες. Και δεν εννοώ τις λίγες προβεβλημένες οικογένειες των σόσιαλ και άλλων μίντια, αλλά όλες τις οικογένειες. Αυτό που λέμε «αγία ελληνική οικογένεια». Πάντως για να μην τρέφουμε αυταπάτες (και θυμίζω μια δυσάρεστη αλήθεια που όλοι ξέρουμε): ιδανική κοινωνία δεν υπάρχει.

Αν πάλι εννοείτε την πανδημία, το λοκντάουν και τα συνεπακόλουθα, η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι δεν υπάρχουν κέρδη, μόνο ζημίες. Και χρειάζεται πανστρατιά και ενωτικό πνεύμα από μας τους ανθρώπους που υπηρετούν το θέατρο αλλά και από το κοινό. Ο χειμώνας θα είναι δύσκολος, αλλά πρέπει να κρατήσουμε ψηλά το κεφάλι, να μη μας πάρει από κάτω αυτό το καταραμένο ζωύφιο που χώθηκε απρόσκλητο στις ζωές μας».

 

Εθνικό Θέατρο και διαγωνισμός με επιτροπή αξιολόγησης για νέο καλλιτεχνικό διευθυντή. Πιστεύετε ότι αυτός είναι ο πλέον δόκιμος τρόπος για την επιλογή του; Από την εμπειρία σας, ποια είναι τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής;

«Προσωπικά πιστεύω πως όλοι οι τρόποι επιλογής είχαν, έχουν και θα έχουν τα προβλήματά τους. Απλούστατα, διότι κάποιος ή κάποιοι άνθρωποι – οι αρμοδιότεροι, δικαιότεροι και πιο καλοπροαίρετοι άνθρωποι του κόσμου, σας λέω εγώ – θα επέλεγαν ως υποκείμενα έναν συνάνθρωπό τους. Δηλαδή η κρίση και η επιλογή είναι πάντα υποκειμενική. Με αυτή την έννοια, δεν έχει και πολλή σημασία το σύστημα. Βέβαια, περισσότερες πιθανότητες για λιγότερο προβληματική επιλογή δίνει ένα σύστημα σαν το ισχύον, είναι ας πούμε κάτι σαν την απλή αναλογική στις εκλογές. Αλλά και πάλι δεν θα επιλέξει από τη βραχεία λίστα η υπουργός; Πάλι δεν θα υπεισέλθουν υποκειμενικά κριτήρια; Πάντως, ίσως το πιο προβληματικό σύστημα ήταν το μέχρι τώρα, να αποφασίζει δηλαδή με απροσδιόριστα και συνήθως – με ελάχιστες εξαιρέσεις – τουλάχιστον μερικώς πολιτικοποιημένα κριτήρια μόνος/μόνη ο/η υπουργός. Από την άλλη όμως, είχε και ακέραια την ευθύνη. Ξέρετε ποιο θα ήταν το ιδανικό; Δεν υπάρχει.

Ως προς τα προσόντα του καλλιτεχνικού διευθυντή, προεξέχοντα μέσα σ’ αυτά πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι το εμπνευστικό και μακρόπνοο όραμα, οι πολυτραγουδισμένες «διοικητικές» ικανότητες – ή εναλλακτικά, ή και σωρευτικά, η ικανότητα να κινητοποιεί ψυχικά όλες τις δυνάμεις εντός του θεάτρου -, το αίσθημα της δικαιοσύνης και της ταπεινότητας, η ικανότητα του έγκαιρου εντοπισμού μιας δυνητικά επικίνδυνης εστίας κρίσης, και βέβαια η βαθιά κατανόηση και αγάπη προς τον ανθρώπινο παράγοντα. Υπάρχουν και πολλά άλλα, ίσως όμως στην εποχή μας δεν πρέπει να ζητάμε πάρα πολλά».

Πώς βιώσατε τη μακρά περίοδο της πανδημίας; Αναθεωρήσατε ιδέες, απόψεις για τη ζωή, το θέατρο; Νιώσατε φόβο, απειλή;

«Η «μακρά περίοδος της πανδημίας», η οποία συνεχίζεται βεβαίως βεβαίως, συνέπεσε στη δική μου περίπτωση με κάποιες βαθιές, ανατρεπτικές τομές στην προσωπική μου ζωή – που μου προκάλεσαν και φόβους και φοβίες και απειλή και πανικό και μικροπροβλήματα υγείας και όλα τα καλά. Οπότε είχα και τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ακόμα μέσα στη στενωπό είμαι. Αν βγω πάντως σώος από τον πορθμό, σίγουρα δεν θα οφείλεται στις πλοηγικές μου ικανότητες, ούτε στην αναθεώρηση των απόψεών μου (ποιες απόψεις; δοξασίες κενές είναι), αλλά σε κάποια εντελώς τυχαία, στιγμιαία χαλάρωση των δύο θαλάσσιων τεράτων, έναν πολύ σύντομο μεσημεριανό υπνάκο δηλαδή – μην ξεχνάμε ότι δουλεύουν εικοσιτετράωρο».

«Κάποιος θα έρθει» του Γιον Φόσε.

Μετάφραση Ερι Κύργια, σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνικά-κοστούμια Νίκη Ψυχογιού, μουσική Ανρί Κεργκομάρ, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου, σχεδιασμός βιντεοπροβολών Παντελής Μάκκας. Παίζουν: Αλκηστις Πουλοπούλου, Αντώνης Μυριαγκός, Χάρης Φραγκούλης. Παραστάσεις στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ, από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 12 Οκτωβρίου 2021.Η προπώληση έχει ξεκινήσει.

Η επιστροφή στο Οσλο για την πρεμιέρα

Με τη φράση «Μόνοι μαζί…» οι ήρωες του έργου – ένα ζευγάρι που επιλέγει να ζήσει απομονωμένα, μακριά από όλους τους άλλους – διεκδικούν το αδύνατο. Παράλληλα διακατέχονται από την αόρατη απειλή μιας εισβολής, την απειλή ότι κάποιος θα έρθει. Κι όταν έρχεται, οι επιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι ανατρεπτικές.
Πρόκειται για ένα από τα πρώτα, χρονολογικά, έργα του Φόσε, που πρωτοπαίχτηκε το 1996 στο Εθνικό Θέατρο της Νορβηγίας. Ακολούθησε, για τον 62χρονο σήμερα συγγραφέα, μια πλούσια δημιουργική πορεία, γεμάτη διακρίσεις και βραβεία, με περισσότερα από σαράντα θεατρικά έργα, που έχουν παιχτεί από το Λονδίνο ως τη Μόσχα και από το Παρίσι ως το Τόκιο.
Πριν από την Αθήνα, το έργο θα παρουσιαστεί στο Νορβηγικό Θέατρο (Det Norske Teatret) του Οσλο, την κρατική σκηνή της χώρας που παίζει αποκλειστικά έργα στα νέα νορβηγικά. Η πρεμιέρα θα δοθεί την προσεχή Τρίτη, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Γιον Φόσε. Και έτσι, κατά σύμπτωση, ο Γιάννης Χουβαρδάς θα επιστρέψει, σαράντα χρόνια μετά, στο θέατρο όπου είχε κάνει την πρώτη του σκηνοθεσία εκτός Ελλάδος («Μήδεια», 1981). Ηταν τότε που ένας νέος έλληνας σκηνοθέτης ανέβαζε μια διάσημη ελληνική τραγωδία στον μακρινό Βορρά.
Το «Κάποιος θα έρθει» είναι το τρίτο έργο του Φόσε που σκηνοθετεί – προηγήθηκαν τα «Τόσο όμορφα» (Αμόρε, 2004) και «Παραλλαγές Θανάτου» (Πορεία, 2013). Ειδικά σχεδιασμένη για τον Θόλο, που βρίσκεται στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, η παράσταση προγραμματίζεται να κάνει πρεμιέρα στις 24 Σεπτεμβρίου.