Η γενναιότητα να μιλήσει δημόσια για τη φρικτή εμπειρία του βιασμού της από αθλητικό παράγοντα άνοιξε τον δρόμο για το ελληνικό #ΜeΤoo. Η Σοφία Μπεκατώρου, στη συνέντευξη στα «ΝΕΑ» περιγράφει ακόμα τις κρίσεις και τα χρόνια της βουλιμίας και της απόρριψης. Τα όνειρα και τις αγωνίες της στον σκληρό χώρο του αθλητισμού. Την ανάγκη αγάπης και αποδοχής αλλά και τις τωρινές λαβές της ζωής της – τα παιδιά της και τη θάλασσα.

Αν σας ζητούσα να μου διηγηθείτε τώρα μια ιστορία που ζήσατε, τι θα μου λέγατε;

Θυμάμαι μια μέρα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας στον Αγιο Κοσμά, το 2007 – εκείνη την περίοδο το πρόγραμμά μου περιελάμβανε και κολύμβηση -, έτυχε να βρεθώ μπροστά σε ένα περιστατικό κάκιστης συμπεριφοράς που μου προκάλεσε έντονη δυσφορία και προβληματισμό: είδα μια ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης να εκτελεί μια άσκηση. Ξαφνικά η προπονήτριά τους άρχισε να βρίζει μία από τις αθλήτριες και να την απαξιώνει, σε σημείο που η κοπέλα δεν άντεξε την ψυχολογική πίεση και αποχώρησε ταπεινωμένη. Κανένας δεν αντέδρασε από το περιβάλλον και σύντομα η προπονήτρια παρότρυνε τις άλλες αθλήτριες να συνεχίσουν το πρόγραμμά τους. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα φριχτά ως άνθρωπος και αθλήτρια. Ηθελα να βγω από το νερό και να της ζητήσω τον λόγο, αλλά σκέφτηκα ότι η παρέμβασή μου μπορεί να επηρέαζε αργότερα με χειρότερο τρόπο την κοπέλα.

Δεν είναι μέρος της προετοιμασίας και αυτό το δύσκολο κομμάτι;

Ο πρωταθλητισμός με στόχο την ολυμπιακή διάκριση απαιτεί τεράστια πειθαρχία. Θυμάμαι αρκετές φορές να με σχολιάζουν και να μου κάνουν παρατηρήσεις άσχετα πρόσωπα, ότι είμαι υπερβολικά πολύ σκληρή απέναντι στις συναθλήτριές μου. Αυτό δεν συνέβαινε όμως στην πραγματικότητα. Απλά πάντοτε προσπαθούσα να κρατηθεί σε πολύ υψηλό επίπεδο η προπόνηση, ώστε να μας φανεί πιο εύκολος ο αγώνας.

Το συζητήσατε με τις συναθλήτριές σας;

Είχα εξηγήσει στις κοπέλες πριν ξεκινήσουμε την προσπάθειά μας για τις υψηλές απαιτήσεις που είχε ο πρωταθλητισμός, όμως τις ανησυχίες μας τις αναλύαμε με την κυρία Μ. Ψυχουντάκη, την αθλητική ψυχολόγο που είχαμε. Προσωπικά θεωρώ ότι στάθηκα σαν αδερφή στις συναθλήτριές μου προσπαθώντας να απορροφήσω πολλές από τις ευθύνες και τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε, σε σημείο που τελικά να το μετανιώνω. Διότι αν ζούσαμε όλες τις δυσκολίες μαζί, ίσως αργότερα καταλάβαιναν πολύ περισσότερα για τον αγώνα μας. Οταν φτάσαμε στο χάλκινο μετάλλιο, ήταν μεγάλη η ανακούφιση και η δικαίωση. Κάτι άλλο που καλούμασταν να αντιμετωπίσουμε ήταν οι αλλαγές στο σώμα μας. Σε άλλες κατηγορίες πρέπει να έχουμε περισσότερο βάρος, ενώ σε άλλες να είμαστε ελαφρότερες. Στην τελευταία προετοιμασία που έκανα ως πλήρωμα του 470 πήρα 10 κιλά.

Το ότι διαμορφώνατε το σώμα σας ανάλογα με το ποια κατηγορία σκάφους θέλατε να αγωνιστείτε σας επηρέαζε ψυχολογικά;

Πάρα πολύ, κυρίως στην εικόνα που είχα για τον εαυτό μου. Στο 470 που κάναμε με την Αιμιλία, έπρεπε ως κυβερνήτης να είμαι αδύνατη λόγω ύψους. Κάποια στιγμή απέκτησα διαταραχές στην πρόσληψη της τροφής. Τηρούσα για χρόνια ευλαβικά το πρόγραμμα της δίαιτας, ώσπου κάποια στιγμή κατέρρευσα ψυχολογικά και άρχισα να αντιδρώ. Η βουλιμία με ταλαιπώρησε σχεδόν 15 χρόνια. Το παράδοξο είναι ότι όσο πιο άρρωστη ήμουν, τόσο πιο όμορφη με έβλεπαν οι άλλοι. Οσο πιο πολλούς εμετούς έκανα, τόσο πιο στεγνή ήμουν, τόσο πιο πολύ διαγράφονταν οι κοιλιακοί μου και τόσο πιο sexy με θεωρούσαν. Αντί να σκέφτομαι ότι κάνω κακό στον εαυτό μου, επικρατούσε στη σκέψη μου η ανάγκη για αποδοχή, στεκόμουν μόνο στην αποδοχή που έπαιρνα. Και πρόσεξε ποιο είναι το χειρότερο: αποδοχή από τους στενούς ανθρώπους. Ο πατέρας μου, ο οποίος είχε κιλά παραπάνω – όπως και η μητέρα μου -, έκανε πάντα παρατηρήσεις για το βάρος μας.

Αποζητούσατε την αποδοχή, όπως είπατε.

Ακριβώς. Τώρα που ο πατέρας μου ζει μαζί μου, γιατί έχει άνοια, οπότε τον φροντίζω – η αδερφή μου και η μαμά μου έχουν πεθάνει -, πολλές φορές εξακολουθεί να μου κάνει παρατηρήσεις για το βάρος μου. Συχνά του απαντώ ότι αποφάσισα να ζω με παραπάνω κιλά για να μη με κρίνει. Του επισημαίνω ότι οι «ζουμερές» κοπέλες τώρα έχουν περισσότερη πέραση. Ξέρετε, είναι σημαντικό οι γονείς να ρωτάνε τα παιδιά τους πώς είναι, τι κάνουν, αν χρειάζονται κάτι άλλο από το να ακούνε συνεχή κριτική… Αλλωστε, ούτε εκείνοι είναι τέλειοι.

Ο τρόπος που μεγαλώσατε συνδέεται με τη διαδρομή σας και τα τραύματά σας.

Πράγματι. Πρέπει να σου πω ότι ποτέ δεν πίστευα πως θα γινόμουν ολυμπιονίκης. Μικρή έκανα ενόργανη, κολύμπι και τένις. Κολύμπι έκανα γιατί είχα μια κολλητή, την Ελενίτσα, και ήθελα να περνάω χρόνο μαζί της. Την ενόργανη τη σταμάτησα γιατί κάποια στιγμή ο προπονητής με προσέβαλε και δεν ξαναπήγα. Ενας συμμαθητής μου, ο Ακης Καρνούτσος, όταν ήμασταν ακόμη στη Δευτέρα Δημοτικού, με παρότρυνε να πάω στον όμιλο όπου ήταν και αυτός. Είχε ένα καλό επιχείρημα: «Είμαστε πολλά παιδιά με τα σκαφάκια, παίζουμε. Μπορεί να σ’ αρέσει». Εν τω μεταξύ, και ο πατέρας μου είχε ήδη αγοράσει ένα σκαφάκι, αλλά για κακή του τύχη δεν άρεσε η ιστιοπλοΐα στα αδέρφια μου. Οπότε, όταν του είπα ότι θα ασχοληθώ εγώ, κατά κάποιο τρόπο ένιωσε περηφάνια και με παρότρυνε. Ετσι ξεκίνησα να κάνω ιστιοπλοΐα.

Αναζητούσατε την παρέα των συνομηλίκων σας.

Με τους γονείς μου «έχανα» στις διαπραγματεύσεις. Δεν με άφηναν να συναντώ συχνά φίλες μου. Ημουν το τρίτο παιδί και δεν υπήρχε χρόνος για μένα και την ψυχαγωγία μου. Ημουν το παιδί του αυτοκινήτου. Σήμερα αν δεν οδηγώ εγώ, ζαλίζομαι μέσα στο αυτοκίνητο. Αυτό, υποθέτω, συνδέεται με το γεγονός που σου περιέγραψα.

Οταν λέγατε ότι θα πάτε για προπόνηση, είχατε το πράσινο φως από τον μπαμπά σας.

Ναι, έτσι ήταν ακριβώς. «Χανόμουν» στον όμιλο τα Σαββατοκύριακα. Ημουν με παιδιά όλη μέρα και απολάμβανα επιτέλους την παρέα των φίλων μου. Με τα αδέρφια μου είχα έξι και επτά χρόνια διαφορά, οπότε δεν παίζαμε μαζί. Εκείνα τρέχανε από φροντιστήριο σε μάθημα και ωδείο, οπότε δεν είχαν χρόνο. Εγώ βαριόμουν μέσα στο σπίτι. Είτε θα μαγείρευα, γιατί είχα μάθει από πολύ μικρή να κάνω μερικά απλά φαγητά, ή θα διάβαζα.

Ησασταν καλή μαθήτρια;

Ναι, αγαπούσα το σχολείο. Οταν μεγάλωσα, γέμισε και ο δικός μου χρόνος με φροντιστήρια, διότι η εκπαίδευση ήταν πρώτη προτεραιότητα για τους γονείς μου. Οπότε το μόνο παιχνίδι ήταν η ιστιοπλοΐα.

Βρίσκατε ελευθερία στη θάλασσα.

Και την αγαπούσα πολύ. Οι γονείς μου έφτιαξαν ένα σπίτι στην Κεφαλονιά – ξοδεύοντας πολύ χρόνο και κόπο – και περνούσαμε εκεί τα καλοκαίρια. Ηταν η εποχή που εγώ ζούσα μια «άλλη μητέρα». Απολαμβάναμε από το πρωί μέχρι το βράδυ την παραλία. Και εκεί βέβαια περιόριζαν τις εξόδους μου. Δεν ξέρω, ίσως γιατί φοβόντουσαν επειδή ήμουν μικρή, αλλά δυστυχώς δεν κατανοούσαν την ανάγκη μου για κοινωνικοποίηση. Αυτή ερχόταν μέσα από τη διέξοδό μου στον αθλητισμό.

Εχετε σκεφτεί εάν παραβλέπετε ό,τι άσχημο ζήσατε ως παιδί στον αθλητισμό μόνο και μόνο για να έχετε την ελευθερία που μου περιγράφετε;

Χαίρομαι που με ρωτάς, γιατί αυτό δίνει και μια εξήγηση γιατί δεν έφυγα τόσα χρόνια από τον χώρο. Κάποιοι ίσως να νομίζουν ότι δεν έφυγα, γιατί μου έδινε αναγνωρισιμότητα ή καταξίωση. Δεν είναι αυτός όμως ο πραγματικός λόγος. Μέσα από τον αθλητισμό ωρίμασα, έμαθα, εξελίχθηκα. Κάποιες φορές με σκληρό τρόπο, αλλά σκληρή είναι και η ίδια η ζωή.