Συνήθως τα πραξικοπήματα, όταν αποτυγχάνουν σηματοδοτούν την ισχύ της δημοκρατικής λογικής σε μια χώρα, κάτι που ανοίγει το δρόμο σε δρόμους ακόμη μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού.

Όμως, στην περίπτωση της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τα πράγματα είναι αρκετά πιο διαφορετικά. Το σοκ του πραξικοπήματος του 2016 ενεργοποίησε μια τάση αυταρχισμού και βοναπαρτισμού που με έναν τρόπο ενυπήρχε στο πολιτικό σχέδιο του AKP και άλλωστε είχε φανεί ήδη από τα προηγούμενα τα χρόνια. Απλώς το πραξικόπημα έδωσε και την αναγκαία νομιμοποίηση για μια εκτεταμένη ποινικοποίηση ουσιαστικά της πολιτικής διαφωνίας.

Ένα πραξικόπημα που έδειξε ότι η εποχή των πραξικοπημάτων είχε τελειώσει

Η Τουρκία είναι μια χώρα με μεγάλη ιστορία στρατιωτικών πραξικοπημάτων, στοιχείο που αποτύπωνε διαχρονικά τον ιδιαίτερο ρόλο του στρατού ως κατεξοχήν έκφραση αυτού που ονομάστηκε «βαθύ κράτος» αλλά και την αντίληψή ότι είναι ο εγγυητής της κεμαλικής κληρονομιάς.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι είχαμε δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα το 1960 και το 1971 με σχετικά σύντομη επιστροφή στην κοινοβουλευτική διαδικασία, την κήρυξη ουσιαστικά στρατιωτικής δικτατορίας του 1980 και το «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα του 1997 που ανέκοψε την πρώτη εμφάνιση του πολιτικού Ισλάμ.

Ωστόσο, η διακυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σφραγίστηκε από έναν σταδιακό περιορισμό της ικανότητας του στρατού να παίζει τανοιχτά πολιτικό ρόλο. Αυτό, άλλωστε, ήταν που το επεδίωξε, εφόσον γνώριζε πολύ καλά ότι ο στρατός ποτέ δεν είδε ευνοϊκά το AKP. Μια σειρά από πολυπροβεβλημένες δίκες για συνωμοσίες, υποτιθέμενες και μη, του έδωσαν τη δυνατότητα να κάνει κρίσιμες τομές.

Σε αυτό το φόντο το πραξικόπημα του 2016, που ακόμη δεν γνωρίζουμε την πλήρη δυναμική του, καθώς η συλλήβδην απόδοση του χαρακτηρισμού «Γκιουλενιστές» σε αυτούς που το ανέλαβαν δεν αποτυπώνει πιθανώς πλήρως τον χαρακτήρα του, δεν είχε μεγάλες πιθανότητες να πετύχει. Αυτό φάνηκε και στον τρόπο που κρίσιμες μονάδες στάθηκαν στο πλευρό της κυβέρνησης, αλλά και στη σημαντική λαϊκή κινητοποίηση.

Ο αυταρχισμός που προϋπήρχε

Παρότι ο Ερντογάν  διεκδίκησε υψηλή νομιμοποίηση από το γεγονός ότι κατάφερε να αντέξει ένα πραξικόπημα εναντίον του, η μετέπειτα πορεία της Τουρκίας θα παραπέμπει σε κλιμακούμενο αυταρχισμό, καθώς η κυβέρνηση θα βρει μια ευκαιρία να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό, τις ένοπλες δυνάμεις και το δικαστικό σώμα, όχι μόνο από τους γκιουλενιστές αλλά και ένα φάσμα άλλων απόψεων, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών αριστερών στο δημόσιο ή την εκπαίδευση.

Αυτό δίνει και ένα στοιχείο συνέχεια ανάμεσα στην περίοδο πριν από το πραξικόπημα και μετά. Ουσιαστικά, η Τουρκία σε όλη τη δεκαετία του 2010 είχε μετατοπιστεί σε πιο αυταρχική συνθήκη. Ο αυταρχικός και βάναυσος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι μεγάλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες γύρω από το ζήτημα του Πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη, που σύντομα έγιναν σύγκρουση ακριβώς με τον αυταρχισμό του Ερντογάν, ήταν ενδεικτικός.

Ούτε είναι τυχαίο ότι με αφορμή και τις εξελίξεις στη Συρία, η τουρκική κυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις είχαν ξεκινήσει ξανά τον «βρώμικο πόλεμο» κατά των Τούρκων αρκετά πριν από το πραξικόπημα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μόνο ανάμεσα στον Απρίλιο του 2015 και τον Ιανουάριο του 2016 επιβλήθηκαν δεκάδες απαγορεύσεις κυκλοφορίες σε περιοχές μεγάλων κουρδικών πόλεων, ενώ ανάμεσα στον Ιούλιο του 2015 και τον Δεκέμβριο του 2016 περίπου 2000 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε επιχειρήσεις των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας στις κουρδικές περιοχές, 1200 κάτοικοι και 800 μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, με βάση τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

Τον Ιανουάριο του 2016 κατατέθηκε ένα κείμενο με 1128 υπογραφές τούρκων πανεπιστημιακών (που τελικά θα φτάσουν τις 2212) που ζητούσαν μια ειρηνική επίλυση του ζητήματος. Οι διώξεις εναντίον τους θα ξεκινήσουν σχεδόν αμέσως και βέβαια θα κλιμακωθούν μετά το πραξικόπημα με αποτέλεσμα συνολικά 406 απολύσεις και αρκετές δικαστικές καταδίκες.

Οι διώξεις μετά το πραξικόπημα

Τα μέτρα που σχετίζονται με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε μετά το πραξικόπημα σε μεγάλο βαθμό παραμένουν σε ισχύ και πρόσφατα κατατέθηκε πρόταση για να εγκριθεί από την Εθνοσυνέλευση η παράτασή τους.

Στο μεταξύ το πραξικόπημα ακολουθήθηκε από ένα τεράστιο κύμα απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων. Μόνο τα τελευταία τρία χρόνια, δηλαδή από το 2018 και μετά έχουν απολυθεί πάνω από 16.000 δημόσιοι υπάλληλοι, που ήρθαν να προστεθούν στους πάνω από 125.000 που έχασαν τη δουλειά τους τα πρώτα δύο χρόνια μετά το πραξικόπημα. Σε όλα αυτά γίνεται χρήση των μέτρων έκτακτης ανάγκης.

Παράλληλα, σε όλη αυτή την περίοδο κλιμακώθηκε και η προσπάθεια να ποινικοποιηθεί η δράση του HDP, του αριστερού και φιλοκουρδικού κόμματος που αποτελεί πραγματικό «αγκάθι στο μάτι» του Ερντογάν, ιδίως από όταν με την τακτική συνέβαλε στο να χάσει η κυβερνητική παράταξη τον δήμο της Κωνσταντινούπολης. Η ηγεσία του βρέθηκε στη φυλακή, οι δήμαρχοί του καθαιρέθηκαν και τώρα είναι σε εξέλιξη καινούρια προσπάθεια να απαγορευτεί η δράση του.

Η βοναπαρτιστική στροφή

Το γεγονός ότι ο Ερντογάν κατάφερε να ολοκληρώσει τις θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές που ενίσχυσαν πάρα πολύ τον ρόλο του Προέδρου (δικαιώνοντας σε κάποιες περιπτώσεις τον χαρακτηρισμό «σουλτάνος»), αποτυπώνει ότι ουσιαστικά αξιοποίησε το πραξικόπημα για να επιταχύνει τη δική του εκδοχή «βοναπαρτισμού», μια αυταρχική εκδοχή μετα-δημοκρατίας, με μεγάλες αρμοδιότητες στον πανίσχυρο πρόεδρο, που με την παράταση των μέτρων έκτακτης ανάγκης γίνονται ακόμη μεγαλύτερες. Η πολιτική συμμαχία ανάμεσα στο AKP και τους εθνικιστές του MHP, κατεξοχήν κόμμα που εκφράζει μια αυταρχική λογική, απλώς επιτείνει αυτές τις τάσεις. Την ίδια ώρα τα προβλήματα στην οικονομία ολοένα και περισσότερο περιορίζουν την απήχηση (και νομιμοποίηση) που αντλούσε από εκεί.