Κάμερες που καταγράφουν τα πάντα, όχι μόνο στην περιοχή ενός εγκλήματος, αλλά και σε πολλά τετράγωνα τριγύρω. Κινητά τηλέφωνα και έξυπνα ρολόγια που μπορούν να δώσουν πληροφορίες για τις μετακινήσεις μας και για τις ζωτικές μας λειτουργίες. Ηλεκτρονικά «αποτυπώματα» που αφηγούνται με λεπτομέρειες τις κινήσεις μας στον κυβερνοχώρο, από τις αναζητήσεις μας μέχρι τις ηλεκτρονικές μας συνομιλίες. Στην εποχή μας οι νέες τεχνολογίες δίνουν σύγχρονα εργαλεία στις αρχές βοηθώντας στην αποτροπή και την εξιχνίαση εγκλημάτων. Ταυτόχρονα αναδεικνύονται νέες ειδικότητες, όπως για παράδειγμα οι ειδικοί υπολογιστικοί γραφολόγοι που μπορούν με τις γνώσεις τους να κατευθύνουν τις έρευνες και να βάλουν και αυτοί το λιθαράκι τους στη διαλεύκανση εγκλημάτων κατά της ζωής και όχι μόνο.

Ακολουθώντας τα ηλεκτρονικά ίχνη

Η υπόθεση που συγκλονίζει τις τελευταίες εβδομάδες το πανελλήνιο, το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, φέρνει στο επίκεντρο των συζητήσεων, εκτός των κοινωνιολογικών ή ψυχαναλυτικών προβληματισμών που τη συνοδεύουν, μια νέα πραγματικότητα: η εξιχνίαση των εγκλημάτων κινείται πλέον… ηλεκτρονικά. Στο ηλεκτρονικό περιβάλλον οι «ψηφιακοί» μας εαυτοί αποκαλύπτονται, παρανομούν, προσπαθούν να κρυφτούν, να κρύψουν ή να αναζητήσουν και να αναλύσουν στοιχεία. Η αποκάλυψη του ενόχου στο ειδεχθές έγκλημα έγινε μέσω των στοιχείων που έδωσαν τα ψηφιακά «αποτυπώματα» του θύτη, ενώ ψηφιακό ήταν και το ημερολόγιο του θύματος. Υπάρχουν μέθοδοι εξακρίβωσης της ταυτότητας στις ηλεκτρονικές καταγραφές;

«Ο ψηφιακός κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος ευκολίες και παράλληλα παγίδες και κινδύνους» λέει ο καθηγητής υπολογιστικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γιώργος Μικρός, από το Πανεπιστήμιο Hamad Bin Khalifa (HBKU) στο Κατάρ όπου διδάσκει τα τελευταία χρόνια. «Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης λειτουργούν ως ενισχυτές μεμονωμένων και πολλές φορές ακραίων απόψεων με αποτέλεσμα ψευδείς, συκοφαντικές ή ακόμα και κακόβουλες πληροφορίες να μπαίνουν σε τροχιές εκθετικής διάδοσης και να διασπείρονται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων επηρεάζοντας μεγάλες μάζες του πληθυσμού και διαστρεβλώνοντας σημαντικά θεμελιώδεις εικόνες της πραγματικότητάς μας» αναφέρει. «Ζούμε σε μια εποχή όπου το σύνολο της συμπεριφοράς μας καταγράφεται ψηφιακά και είναι πλέον ανακτήσιμο και ως έναν βαθμό προβλέψιμο μέσα από αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης. Και φυσικά σε αυτό το αμιγώς ψηφιακό περιβάλλον το έγκλημα παίρνει και αυτό ψηφιακή μορφή. Διαπράττεται ψηφιακά, αλλά και εντοπίζεται με ψηφιακά μέσα. Είναι σίγουρο ότι οι αστυνομικοί στο μέλλον θα είναι όλο και πιο κοντά σε επίπεδο κατάρτισης στους μηχανικούς υπολογιστών».

Πράγματι, πριν από μερικές δεκαετίες, οι εξετάσεις DNA ήταν από τις πλέον καθοριστικές διαδικασίες για την επίλυση εγκλημάτων. Σήμερα υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα είναι τα πρώτα αντικείμενα που συλλέγονται από τον τόπο του εγκλήματος. Κάποια κλήση ή κάποιο μήνυμα ή ακόμα και η ανάλυση του σήματος ρίχνουν συχνά φως στην υπόθεση.

Σύμφωνα με την κυρία Βασιλική Αρτινοπούλου, καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η χρήση των νέων τεχνολογιών δεν αλλάζει μόνο την κοινωνία, αλλά και το ίδιο το έγκλημα, καθώς και την αντιμετώπισή του. «Το σύγχρονο οργανωμένο έγκλημα, το ηλεκτρονικό έγκλημα, η διακίνηση παράνομων αγαθών, η κρυπτογράφηση και η «κρυπτο-οικονομία» και άλλες μορφές εγκληματικότητας χρησιμοποιούν τις νέες εξελιγμένες τεχνολογίες ως βασικό στοιχείο του τρόπου διάπραξης (modus operandi), ξεπερνώντας τους γεωγραφικούς περιορισμούς, τα σύνορα και τις εθνικές νομοθεσίες. Από την άλλη πλευρά, οι διωκτικές αρχές έχουν ενσωματώσει τη χρήση νέων τεχνολογιών στη διερεύνηση και την αντιμετώπισή του. Ηδη χρησιμοποιούνται οι μεγάλες βάσεις δεδομένων (big data), DNA, βιομετρικών στοιχείων, καμερών, συστημάτων εντοπισμού κ.ά. στην εξιχνίαση και τη διερεύνηση του εγκλήματος». Οπως επισημαίνει η κυρία Αρτινοπούλου, η πρόκληση που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η χώρα μας αφορά την επέκταση της χρήσης των νέων τεχνολογιών πέραν της αστυνομίας και στα άλλα πεδία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης (e-justice), καθώς και στη χρήση των νέων τεχνολογιών στην πρόληψη του εγκλήματος και της θυματοποίησης.

 

Νέοι ορίζοντες στην Ιατροδικαστική

«Η νέα ψηφιακή εποχή έχει αναδείξει νέους ορίζοντες στην Ιατροδικαστική, σε πολλά από τα ιατροδικαστικά περιστατικά είτε στα εν ζωή, είτε στα νεκροτομικά. Ιδίως δε στον χώρο της αυτοψίας, όπου όταν φτάνουν οι ιατροδικαστές, μαζί με τα συνεργεία των Εγκληματολογικών Ερευνών, συλλέγουν ο καθένας τα δικά τους στοιχεία. Ο συγκερασμός αυτών των στοιχείων με τη βοήθεια των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων που διαθέτουν μπορεί να φέρει άριστα αποτελέσματα» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο αναπληρωτής καθηγητής, ιατροδικαστικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), κ. Φώτιος Χατζηνικολάου.

«Ο έμπειρος ιατροδικαστής στην πολυσύνθετη εργασία του που απαιτεί γνώσεις, εξασκημένη προσοχή, παρατηρητικότητα, ευστροφία, ενίοτε φαντασία, διορατικότητα, μεθοδικότητα για την ορθή τοποθέτηση και αξιολόγηση των ευρημάτων, συγκροτημένη και μετρημένη πάντοτε τακτική σε ό,τι αφορά την πρόωρη ανακοίνωση οποιασδήποτε σκέψης, τον βοηθά, στη σύγχρονη εποχή. Κυρίως δε, όταν έχουμε συμβάντα στα οποία εμπλέκονται νέοι, βλέπουμε ότι η εγκληματικότητα και η ψηφιακή πραγματικότητα στον χώρο του συμβάντος δίνουν πολύτιμες πληροφορίες. Τα πειστήρια λοιπόν δεν υπάρχουν μόνο στον φυσικό κόσμο, αλλά και στον ψηφιακό. Τα κλιμάκια των Εγκληματολογικών Ερευνών βοηθούν το έργο μας είτε με το γενετικό υλικό, το DNA δηλαδή, που συλλέγουν από τον χώρο του συμβάντος, είτε με τα ψηφιακά πειστήρια, που συλλέγονται από ηλεκτρονικές συσκευές, κινητά τηλέφωνα, «έξυπνα» ρολόγια κ.ά. Χάρη σε αυτά ξεκαθαρίζει το τοπίο των ευρημάτων είτε στον ίδιο τον χώρο της αυτοψίας, είτε στον χώρο του νεκροτομείου» εξηγεί.

Η συμβολή των νέων τεχνολογικών μεθόδων στο έργο της ιατροδικαστικής επιστήμης αποτελεί ήδη μέρος και της ακαδημαϊκής διαδικασίας. Οπως σημειώνει, στο πλαίσιο του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών ΠΜΣ «Ιατροδικαστική-Ψυχιατροδικαστική», το οποίο διευθύνει ο αν. καθηγητής Ιατροδικαστικής κ. Φ. Χατζηνικολάου, πέρα από τις νέες τεχνολογικές μεθόδους που διευκολύνουν το έργο των επιστημόνων, πρόσφατα παρουσιάστηκε η τρισδιάσταση σκηνή εγκλήματος, από τον αντιπρύτανη του ΑΠΘ, Καθηγητή κ. Ευστράτιο Στυλιανίδη. «Πρόκειται για μια καινοτόμο μέθοδο, μέσω της οποίας, με απόλυτα ψηφιακά μέσα, απεικονίζεται ξεκάθαρα και με λεπτομέρεια ο χώρος του συμβάντος».

Το γλωσσικό προφίλ των υπόπτων

Σύμφωνα με τον κ. Μικρό, η ψηφιακή εποχή που ζούμε έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο επικοινωνίας μας και έχει διαμορφώσει νέες συνήθειες τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική χρήση της γλώσσας.

«Το texting, η δημιουργία δηλαδή σύντομων κειμένων που κωδικοποιούνται αποκλειστικά σε ψηφιακά μέσα και έχουν υβριδική σύνθεση (αν και είναι γραπτά, έχουν έντονα στοιχεία προφορικότητας), αποτελεί πλέον τον πιο συνηθισμένο τρόπο επικοινωνίας των νέων ανθρώπων» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Πέντε δισ. άνθρωποι αυτή τη στιγμή παράγουν πάνω από 6 δισ. μηνύματα κάθε μέρα και αυτό είναι μόνο το κομμάτι των SMS μηνυμάτων χωρίς να υπολογίζουμε τα μηνύματα που ανταλλάσσονται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Αυτό δείχνει ότι πλέον ζούμε σε έναν πολιτισμό ψηφιακών κειμένων, σε μια πραγματικότητα που πλέον καταγράφεται συνεχώς γλωσσικά και αποθηκεύεται σε ψηφιακή μορφή» συνεχίζει.

Πειστήρια που σκιαγραφούν προσωπικότητες

«Είναι λογικό επομένως η εγκληματολογία να αντιμετωπίζει προκλήσεις και πειστήρια σε αποκλειστικά ψηφιακή μορφή. Τα κείμενα πλέον αποτελούν κεντρικό πόλο συμπεριφορών που οδηγούν σε παραβατικές ή και εγκληματικές συμπεριφορές και είτε πιστοποιούν την έκνομη πράξη, είτε την προκαλούν. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας, η δικαστική γλωσσολογία – ο κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με την ανάλυση της γλώσσας στο ευρύτερο πλαίσιο της νομικής επιστήμης – έχει αναπτύξει κλάδους που ασχολούνται με την ανάλυση των γλωσσικών μοτίβων των υπόπτων και την αναγνώριση της ταυτότητάς τους ή ακόμα και της ιχνογράφησης χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους» λέει ο κ. Μικρός.
Εξηγεί έτσι ότι τα ψηφιακά κείμενα «μιλάνε» περισσότερο από τα συμβατικά, καθώς αποκαλύπτουν τμήματα της συμπεριφοράς και της προσωπικότητάς μας, τα οποία δεν βρίσκονται στον γραφικό χαρακτήρα μας, αλλά εντοπίζονται κρυμμένα ως ποσοτικά μοτίβα χρήσης συγκεκριμένων γλωσσικών στοιχείων.
«Κάθε φορά που συντάσσουμε ένα κείμενο εκτός από το μήνυμα που θέλουμε να μεταδώσουμε, διαχέουμε πληροφορίες για το φύλο μας, την ιδεολογία μας, την κοινωνικοοικονομική μας θέση και την ψυχολογική μας κατάσταση» λέει ο κ. Μικρός. «Αυτές οι πληροφορίες δεν βρίσκονται στον γραφικό χαρακτήρα μας, αλλά εντοπίζονται κρυμμένα ως ποσοτικά μοτίβα χρήσης συγκεκριμένων γλωσσικών στοιχείων. Για παράδειγμα, η χρήση των προσωπικών αντωνυμιών συχνά συνδέεται με τον τρόπο γραφής των γυναικών. Η αυξημένη χρήση του “εγώ” συνδέεται με νευρωτικές και καταθλιπτικές προσωπικότητές. Η υπολογιστική υφολογία μάς δίνει τη δυνατότητα να μετρήσουμε χιλιάδες τέτοια γλωσσικά χαρακτηριστικά και με τη βοήθεια της Μηχανικής Μάθησης να αναπτύξουμε υπολογιστικά μοντέλα που μπορούν να διαβάσουν ένα ηλεκτρονικό κείμενο και να το χαρακτηρίσουν ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας του συγγραφέα του. Με παρόμοια μεθοδολογία μπορούμε να αξιολογήσουμε αν ένα ηλεκτρονικό κείμενο, π.χ. ημερολόγιο, έχει όντως γραφτεί από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή είναι αποτέλεσμα συλλογικής συνεργατικής γραφής ή ανήκει σε ένα διαφορετικό πρόσωπο από αυτό που ισχυρίζεται ότι το έχει γράψει» αναφέρει. «Τα προβλήματα της υφολογικής πιστοποίησης είναι σαφώς πιο δύσκολα τεχνικά, αλλά τα τελευταία χρόνια η ακρίβεια αναγνώρισης του πραγματικού προσώπου πίσω από ένα πληκτρολόγιο έχει αυξηθεί σημαντικά».

Τα γλωσσικά στοιχεία και το DNA των… sms

Στην ερώτηση πώς αναλύουμε σήμερα τον «ψηφιακό» εαυτό μας ο κ. Μικρός απαντάει ακαριαία ότι «η Υπολογιστική Υφολογία αναπτύσσει ποσοτικά μοντέλα συγγραφικού ύφους τα οποία στη συνέχεια τα χρησιμοποιεί ως πρότυπα για να ταυτοποιήσει ένα κείμενο αγνώστου συγγραφικής πατρότητoς με το υφολογικό μοντέλο συγκεκριμένου συγγραφέα. Με αυτή την έννοια, η Υπολογιστική Υφολογία παράγει “υφολογικά γονιδιώματα” (stylomes) τα οποία μπορούν να ταυτίσουν έναν συγγραφέα με ένα κείμενο που έχει γράψει με την ίδια ακριβώς αναλογία όπου ένα δείγμα DNA μπορεί να ταυτιστεί με συγκεκριμένο άνθρωπο».

Οπως εξηγεί ο κ. Μικρός, ο κάθε άνθρωπος γράφει με έναν μοναδικό τρόπο και εκφράζεται επιλέγοντας γλωσσικά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την ιδιοσυγκρασία του και τα μοτίβα επικοινωνιακών δομών που χρησιμοποιεί. «Με αυτή την έννοια τα “υφολογικά γονιδιώματα” ή και τα υφομετρικά αποτυπώματα, όπως έχουν ονομαστεί, μεταφέρουν μια πυκνή δέσμη πληροφοριών για τον συγγραφέα και αποκαλύπτουν πολύ περισσότερες λεπτομέρειες για αυτόν από τον γραφικό του χαρακτήρα» αναφέρει.
Ετσι και αλλιώς πλέον τα περισσότερα κείμενα είναι ψηφιακά, οπότε η αναγνώριση του γραφικού χαρακτήρα είναι πλέον πολύ λιγότερο σημαντική για τις υπηρεσίες Δικαστικής Γραφολογίας. Αν και ακόμα η παραδοσιακή γραφολογία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπογραφών (π.χ. επιταγών) ή και σε χειρόγραφες διαθήκες, τα περισσότερα έγγραφα δικαστικού ενδιαφέροντος είναι πλέον σε ηλεκτρονική μορφή και χρειάζονται υφομετρικές μεθόδους ανάλυσης. «Θα ήθελα να κλείσω με τη διαπίστωση ότι στο ψηφιακό μέλλον μας η προσωπική μας έκφραση μέσω της γλωσσικής μας παραγωγής θα συνεπάγεται ταυτόχρονα και την αποποίηση της ιδιωτικότητάς μας. Θα ζήσουμε ένα παράδοξο όπου η ελευθερία και η ευκολία της ψηφιακής έκφρασης θα είναι παράλληλα η εγγύηση της αποδόμησης των βασικών μας προσωπικών ελευθεριών» καταλήγει ο κ. Μικρός.