«Νομίζω ότι αυτή τη γενιά δεν θα τη θυμόμαστε τελικά ως την Covid generation αλλά ως τη γενιά που επανεφηύρε την εκπαίδευση» λέει στο «Βήμα» ο κ. Αντρέας Σλάιχερ, γερμανός μαθηματικός, στατιστικός και ερευνητής στον τομέα της εκπαίδευσης, διευθυντής και συντονιστής του προγράμματος του ΟΟΣΑ για τη Διεθνή Αξιολόγηση Φοιτητών και του προγράμματος Δείκτες του Εκπαιδευτικού Συστήματος του ΟΟΣΑ.

Ο «αρχιτέκτονας» και υπεύθυνος για την ολοκλήρωση των περίφημων εκθέσεων του «PISA» (Πρόγραμμα για τη διεθνή αξιολόγηση των μαθητών), με τις οποίες μετριέται η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά την υφήλιο, ξεκαθαρίζει στο «Βήμα» ότι η εκπαίδευση όπως την ξέραμε τελείωσε: ψηφιοποίηση, νέες κοινωνικές δεξιότητες, κριτική σκέψη και ενσυναίσθηση. Αυτά θα διδάσκουμε κατά προτεραιότητα τα παιδιά μας στο μέλλον.

Τα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως πρέπει να κάνουν μια μεγάλη παιδαγωγική στροφή, και στην Ελλάδα οι σκέψεις αυτές αποτελούν τροφή για σκέψη, σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία μελετάται η σύνταξη νέων αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων στα σχολεία. Και ενώ μάλιστα ένα ελληνικό «PISA», με διαγνωστικά τεστ αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά, θα γίνεται ανώνυμα από τον Σεπτέμβρη και στα σχολεία της χώρας μας και σε μαθητές και μαθήτριες της Στ’ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου (χωρίς να συνεκτιμάται βεβαίως ο βαθμός τους). «Η κρίση έφερε τους ανθρώπους κοντά» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σλάιχερ, σε περίοδο μάλιστα τεράστιας εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης σε όλο τον πλανήτη.

«Ψηφιοποίηση, νέες κοινωνικές δεξιότητες, κριτική σκέψη και ενσυναίσθηση, τα νέα «μαθήματα» για τα εκπαιδευτικά συστήματα όλης της υφηλίου»

O κόσμος μετά την κρίση της πανδημίας δεν είναι ίδιος. Και μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του νέου παγκόσμιου «χάρτη» είναι εκείνη των υπό… ανοικοδόμηση εκπαιδευτικών συστημάτων, τα οποία δέχτηκαν μεγάλα πλήγματα. Τι πρέπει να κάνουν οι σύμβουλοι της εκπαίδευσης σε όλον τον κόσμο για να αντιστρέψουν τις εντυπώσεις και να «θεραπεύσουν» της παρενέργειες σχεδόν δύο χρόνων εκπαιδευτικής κρίσης;

«Είναι σαφές ότι η πανδημία έχει ενισχύσει τις πολλές ανεπάρκειες και ανισότητες στα εκπαιδευτικά μας συστήματα, είτε μιλάμε για ανισότητες στη μάθηση, είτε για άνιση πρόσβαση στις ψηφιακές ευκαιρίες μάθησης. Οι μαθητές που είχαν μάθει πώς να μαθαίνουν και είχαν γύρω τους σωστή υποστήριξη ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν το κλείσιμο του σχολείου. Εκείνοι όμως που είχαν συνηθίσει έτοιμες λύσεις από τους εκπαιδευτικούς τους ήταν εκείνοι που ταλαιπωρήθηκαν και αγωνίστηκαν. Η πανδημία ενίσχυσε συνολικά την ανισότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών συστημάτων. Ετσι, τα εκπαιδευτικά συστήματα που είχαν συνηθίσει σε υψηλές επιδόσεις και μεγάλη ικανότητα στην πρώτη γραμμή προσαρμόστηκαν γρήγορα και πάτησαν ξανά στα πόδια τους, ενώ αντίθετα εκείνα που έδιναν πάντα χαμηλής απόδοσης εκπαιδευτικά αποτελέσματα παρέμειναν ως και σήμερα σε αναταραχή. Βλέπετε, η πανδημία δεν έθεσε απλώς υπό αμφισβήτηση τα αποτελέσματα της μάθησης, αλλά μας ώθησε να σκεφτούμε σοβαρά ποιες είναι τελικά οι γνώσεις και οι νέες δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές και οι μαθήτριες για να προετοιμαστούν για το μέλλον τους, σε σύγκριση με όσα ξέραμε ήδη από το παρελθόν το δικό μας. Ως σήμερα ξέραμε πώς να εκπαιδεύσουμε (υπό μορφή, μπορείτε να πείτε, ρομπότ δεύτερης κατηγορίας) ανθρώπους στο να είναι καλοί να επαναλαμβάνουν αυτά που τους είπαμε. Ομως τώρα πρέπει να κατανοήσουμε πώς θα εκπαιδεύσουμε τους νέους για έναν κόσμο στον οποίο τα είδη που είναι εύκολο να διδαχθούν και να δοκιμαστούν έχει γίνει επίσης εύκολο να ψηφιοποιηθούν. Νομίζω τελικά ότι το πιο σημαντικό μάθημα που πήραμε από την πανδημία είναι ότι η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο το πώς να διδάσκουμε τους μαθητές ένα επιστημονικό αντικείμενο, αλλά το πώς να τους βοηθήσουμε να αναπτύξουν τη δική τους αξιόπιστη πυξίδα και τις δεξιότητες και τα εργαλεία που τους χρειάζονται τελικά για να περιηγηθούν με αυτοπεποίθηση σε έναν ολοένα και πιο περίπλοκο, ασταθή και αβέβαιο κόσμο. Και η επιτυχία των εκπαιδευτικών συστημάτων σήμερα είναι το να αλλάξουμε την οπτική μας γωνία: αφορά την οικοδόμηση της περιέργειας, το να ανοίξουμε το μυαλό των μαθητών και των μαθητριών μας. Το να ανοίξουμε το μυαλό τους αφορά τη συμπόνια, το να ανοίξουμε τις καρδιές τους αφορά το θάρρος, το να κινητοποιήσουμε τους γνωστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς πόρους τους και όλοι μας να αναλάβουμε δράση. Και αυτά είναι επίσης το καλύτερο όπλο μας ενάντια στις μεγαλύτερες απειλές της εποχής μας: την άγνοια, το κλειστό μυαλό δηλαδή, το μίσος, άρα την κλειστή καρδιά και τον φόβο, τον εχθρό της αντιπροσωπευτικότητας και της διαφορετικότητας».

Αυτό θα διαμηνύατε στην αποκαλούμενη «Covid generation», τους νέους δηλαδή τού σήμερα;

«Νομίζω ότι αυτή τη γενιά δεν θα τη θυμόμαστε τελικά ως την Covid generation αλλά ως τη γενιά που επανεφηύρε την εκπαίδευση. Εχουμε δει τον τελευταίο χρόνο περισσότερη κοινωνική και τεχνολογική καινοτομία στην εκπαίδευση από όση είχαμε δει πιθανώς και σε όλη την προηγούμενη δεκαετία. Και τόσο οι μαθητές όσο και η κοινωνία ήταν στο κέντρο της. Αν κοιτάξετε τα τελευταία 10, 15 χρόνια, κυριαρχούνται από μια τάση προς την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, με τους μαθητές να γίνονται καταναλωτές, τους γονείς να γίνονται πελάτες, τους δασκάλους να γίνονται πάροχοι υπηρεσιών. Και αυτό έχει δημιουργήσει μεγάλη απόσταση μεταξύ όλων των εκπροσώπων του εκπαιδευτικού συστήματος. Ομως, αυτή η κρίση έφερε τους ανθρώπους κοντά. Οι γονείς έχουν καταλάβει πλέον στην πράξη τι σημαίνει να εκπαιδεύουμε. Και οι ίδιοι είναι πολύ περισσότερο σήμερα από ό,τι στο παρελθόν μέρος της λύσης των προβλημάτων. Οι εκπαιδευτικοί έχουν δει ότι δεν αρκεί να είναι σπουδαίοι εκπαιδευτές, καθώς πρέπει επίσης να είναι σπουδαίοι μέντορες, σπουδαίοι προπονητές, σπουδαίοι διευθυντές, σπουδαίοι αξιολογητές. Και βεβαίως, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής ανά τον κόσμο γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να το πιέσεις για να έχεις αποτέλεσμα. Πρέπει να εμπλέξεις, ουσιαστικά, όλες τις πτυχές της κοινωνίας στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».

Πέραν όμως των αξιών μας, που τις επανακαθορίσαμε καταλυτικά, πολλοί λένε σήμερα ότι μεγάλο κομμάτι και των κανόνων που χτίζαμε τόσα χρόνια στα σχολεία σε πρακτικό, καθημερινό επίπεδο, έχει επίσης σχεδόν εξ ολοκλήρου καταρρεύσει…

«Συμφωνώ απολύτως. Πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας για να υποστηρίξουμε εκείνους τους μαθητές που έχουν χάσει περισσότερο, ιδίως εκείνους που ανήκουν στις πιο απομονωμένες ομάδες πολιτών και εκείνες τις ομάδες που είναι κοινωνικά και οικονομικά αδύναμες. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι αν προέρχεστε από ένα πλούσιο υπόβαθρο, θα βρείτε πάντα ανοιχτές τις πόρτες στη ζωή. Εάν προέρχεστε από ένα αδύναμο και σε μειονεκτική θέση κοινωνικό υπόβαθρο, έχετε αυτή τη μία, τη μοναδική ευκαιρία στη ζωή: έναν σπουδαίο δάσκαλο και ένα υπέροχο σχολείο. Εάν χάσετε αυτό το βαγόνι, και αυτή η πανδημία έχει κάνει πραγματικά πολλούς μαθητές να το χάσουν, τότε είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να καλύψετε το χαμένο έδαφος. Αλλά ας μην ξεχνάμε ένα πράγμα: Ενώ πολλά πράγματα χάθηκαν αυτή την περίοδο, πολλά άλλα, εξίσου σημαντικά δημιουργήθηκαν.

Περισσότεροι μαθητές έμαθαν να μαθαίνουν μόνοι τους, να χτίζουν αυτή τη δυνατότητα και να κατακτούν αυτή… την αυτο-αποτελεσματικότητα που πλέον θα τους κάνει διά βίου εκπαιδευόμενους».

Στις χώρες του κόσμου υπήρξαν μεγάλες διαφορές σε σχέση με το άνοιγμα ή το κλείσιμο των σχολείων στη διάρκεια της πανδημίας κατά την τελευταία χρονιά. Στην Ελλάδα κρατήσαμε τα σχολεία κλειστά το μεγαλύτερο διάστημα της σχολικής χρονιάς. Ποιο νομίζετε θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα για το φθινόπωρο ώστε να βρουν τον δρόμο τους για την επιστροφή στην κανονικότητα;

«Επιτρέψτε μου να πω, πρώτα απ’ όλα, ότι πολλές χώρες που επλήγησαν χειρότερα από την πανδημία από ό,τι η Ελλάδα μπόρεσαν να ανοίξουν και να λειτουργήσουν ασφαλή σχολεία. Αυτό δεν ήταν αδύνατον. Οι πρακτικές κοινωνικής απόστασης και τα μέτρα προστασίας σε υγειονομικό επίπεδο αποδείχθηκαν τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης του κορωνοϊού, αλλά επέβαλαν και σημαντικούς περιορισμούς χωρητικότητας στα σχολεία, ενώ απαίτησαν από τα εκπαιδευτικά συστήματα να κάνουν δύσκολες επιλογές όσον αφορά την κατανομή των εκπαιδευτικών ευκαιριών. Ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών υπήρξε επίσης μέρος των εθνικών στρατηγικών, με 19 από τα 27 εκπαιδευτικά συστήματα που έχουν συγκρίσιμα δεδομένα να εφαρμόζουν εθνικά μέτρα που έδωσαν προτεραιότητα ακριβώς σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού, στο πρόγραμμα των εμβολιασμών.

Στις περιπτώσεις στις οποίες το κλείσιμο του σχολείου ήταν απολύτως απαραίτητο, πολλές χώρες κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να μετριάσουν τον αντίκτυπο αυτής της επιλογής για τους μαθητές, τις οικογένειες και τους εκπαιδευτικούς, συχνά με ιδιαίτερη προσοχή σε εκείνους που ανήκουν στις πιο περιθωριοποιημένες ομάδες.

Οπου η παρουσία στο σχολείο ήταν περιορισμένη λόγω των μέτρων για την πανδημία, οι κυβερνήσεις έδωσαν προτεραιότητα σε μικρά παιδιά και μαθητές από μειονεκτούντα υπόβαθρα για μαθήματα διά ζώσης, γεγονός που δείχνει ότι το κοινωνικό πλαίσιο της μάθησης είναι το πιο σημαντικό για αυτές τις ομάδες, καθώς οι ψηφιακές εναλλακτικές λύσεις είναι λιγότερο αποτελεσματικές για αυτές. Το 71% των χωρών με συγκρίσιμα δεδομένα παρείχαν διορθωτικά μέτρα για τη μείωση των μαθησιακών κενών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 64% το έκανε στο κατώτερο επίπεδο της δευτεροβάθμιας (γυμνάσια) και το 58% στο ανώτερο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (λύκεια). Περίπου οι μισές από τις χώρες εφάρμοσαν άμεσα συγκεκριμένα μέτρα που εστίασαν στους μειονεκτούντες μαθητές, ενώ περίπου το 30% παρουσίασε μέτρα που στόχευαν σε μετανάστες, πρόσφυγες, εθνοτικές μειονότητες ή αυτόχθονες ομάδες.

Εγιναν έτσι σημαντικές προσπάθειες για να διασφαλιστούν η αξιοπιστία και η προβλεψιμότητα των υπηρεσιών για μαθητές και γονείς και για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι μαθητές έχουν τακτική και αφοσιωμένη επαφή μεταξύ τους και με την εκπαιδευτική διαδικασία, ακόμη και όταν τα σχολεία έκλεισαν. Πολλές χώρες δε έφτιαξαν νέα κανάλια επαφής για να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ μαθητών, οικογενειών, δασκάλων και σχολείων ή τοπικών αρχών. Αλλες χώρες αναζήτησαν και εφάρμοσαν μια μεγάλη γκάμα εναλλακτικών προσεγγίσεων για να διασφαλίσουν ότι θα συμπεριληφθούν όσα περισσότερα παιδιά γίνεται στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Αυτό περιελάμβανε ευέλικτες και αυτοσχέδιες ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και συμφωνίες με εταιρείες παρόχους κινητής τηλεφωνίας και εταιρείες Διαδικτύου για την ενίσχυση της πρόσβασης των πολιτών στην τηλεκπαίδευση, ιδίως σε επίπεδο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ενα σημείο ωστόσο έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα: Οι τοπικές κοινότητες και η ικανότητά τους να αντεπεξέλθουν στην επίλυση προβλημάτων είναι το κλειδί για ένα ασφαλές άνοιγμα σχολείων. Η επιτυχία το προηγούμενο χρονικό διάστημα συχνά εξαρτήθηκε από τον συνδυασμό διαφανών και καλά διατυπωμένων προς στην κοινή γνώμη κριτηρίων, για τη λειτουργικότητα των υπηρεσιών. Και βέβαια με ευελιξία για την τοποθέτηση και χρησιμοποίησή τους στην πρώτη γραμμή. Η ίδια επιτυχία συχνά συμπεριέλαβε τοπικές αποφάσεις σχετικά με το πότε θα εφαρμοστούν μέτρα κοινωνικής απόστασης, υγείας, καραντίνας ή το κλείσιμο τάξεων ή σχολείων».

«Κλειδί η διδασκαλία λιγότερων πραγμάτων σε μεγαλύτερο βάθος»

Και η κουβέντα μας βρίσκει την Ελλάδα σε περίοδο νέας εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης και αλλαγής των προγραμμάτων στα σχολεία. Με το δεδομένο ότι η Ελλάδα μένει επί δεκαετίες αρκετά χαμηλά στις εκπαιδευτικές αξιολογήσεις του ΟΟΣΑ, ποια είναι η συμβουλή σας;

«Νομίζω ότι το κλειδί για την Ελλάδα είναι να διδάξει λιγότερα πράγματα σε μεγαλύτερο βάθος! Αυτό που μαθαίνουν οι μαθητές στην Ελλάδα είναι συχνά ένα μίλι σε πλάτος, αλλά σε βάθος φτάνει μόλις μια ίντσα, οπότε γρήγορα απομνημονεύεται και στη συνέχεια ξεχνιέται, καθώς δεν σχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο γύρω από τους μαθητές και τις μαθήτριες. Πιο ελπιδοφόρες φαίνεται να είναι οι εκπαιδευτικές προσεγγίσεις άλλων χωρών που αποφασίζουν να διδάξουν λιγότερα πράγματα, εμβαθύνοντας όμως σε αυτά περισσότερο, και ταυτόχρονα διευρύνοντας τη μαθησιακή εμπειρία με το να ενσωματώνουν σε αυτήν την έρευνα παράλληλων θεμάτων, φαινομένων και σχετιζόμενων ερευνών. Εισάγοντας δηλαδή αυτά τα σχετιζόμενα θέματα και φαινόμενα στους παραδοσιακούς τομείς του προγράμματος σπουδών.

Αυτές οι προσεγγίσεις στηρίζονται στη βαθιά κατανόηση ενός αντικειμένου, π.χ. το να μάθεις ένα παιδί να σκέφτεται σαν επιστήμονας είναι πιο σημαντικό από την απλή γνώση συγκεκριμένων τύπων ή εξισώσεων. Το να σκέφτεται σαν ιστορικός, δηλαδή η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η αφήγηση μιας κοινωνίας έχει αναδυθεί, αναπτυχθεί, εξελιχθεί και μερικές φορές ξεδιπλωθεί όταν αλλάξει το πλαίσιο, ξεπερνάει πολύ τη μνήμη ημερομηνιών, ονομάτων και τόπων…».

Περί αξιολόγησης των εκπαιδευτικών: Στην Ελλάδα μετά από πολλές δεκαετίες το σύστημα οικοδομείται πάλι, με μερίδα των εκπαιδευτικών βέβαια να αντιδρά.

«Βεβαίως, η ποιότητα της εκπαίδευσης δεν θα είναι ποτέ καλύτερη από την ποιότητα των εκπαιδευτικών της».

«Αλλαγή των εξετάσεων και επένδυση σε εκπαιδευτικούς»

Στην Ελλάδα μπορεί να πει κανείς ότι οι οικογένειες έχουν πάψει, τις τελευταίες δεκαετίες, να εμπιστεύονται τη δημόσια εκπαίδευση, κρίνοντας συχνά ως πιο σημαντική την επιλογή του ιδιωτικού φροντιστηρίου των παιδιών τους. Αυτό φυσικά αφήνει πίσω τα παιδιά ασθενότερων οικονομικά τάξεων…

«Ειλικρινά, δεν νομίζω ότι η ιδιωτική διδασκαλία στην Ελλάδα έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία στη φράση που χρησιμοποιήσατε. Αφορά κυρίως τη συσσώρευση απαραίτητων γνώσεων για τις εξετάσεις. Εάν αλλάξετε τις εξετάσεις σας για να αξιολογήσετε την πραγματική ικανότητα στη γνώση και εάν επενδύσετε σε εκπαιδευτικούς για να βοηθήσετε τους μαθητές να μάθουν αυτή την ικανότητα, αυτό το είδος διδασκαλίας (τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά μαθήματα) θα είναι γρήγορα εκτός λειτουργίας».