Οι αναφορές του Νίκου Δένδια και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στον συγκλονιστικό τελικό της Ευρωλίγκας μεταξύ της Μπαρτσελόνα και της Αναντολού Εφές κατά τις επίσημες δηλώσεις τους μετά το πέρας των συναντήσεων του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην Αθήνα ίσως να οδηγούν ορισμένους στο συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε να γίνουν επειδή η τουρκική ομάδα κέρδισε. Υπάρχει όμως και μία άλλη ανάγνωση, πιο ουδέτερη και διπλωματική. Όπως και χθεσινός τελικός, έτσι και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ντέρμπι μακράς διαρκείας.

Η παραδοχή του έλληνα υπουργού Εξωτερικών ότι υπάρχουν ζητήματα στα οποία οι δύο πλευρές έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις είναι μία πραγματικότητα. Όπως πραγματικότητα συνιστά αυτό που είπε ο τούρκος ομόλογός του ότι το Διεθνές Δίκαιο και τα κοινά συμφέροντα πρέπει να είναι η βάση για την επίλυση όσων ζητημάτων εκκρεμούν. Όσοι εθελοτυφλούν στο σημείο αυτό οδηγούν τα πράγματα σε αδιέξοδο.

Αναμφίβολα όμως, οι δύο πλευρές εμφανίζονται, η κάθε μία για τους δικούς της λόγους, έτοιμες να εμπλακούν σε έναν διάλογο. Πόσα «ημίχρονα» ή «παρατάσεις» θα έχει δεν το γνωρίζει κανείς. Η πλήρης πραγματικότητα που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις δεν αρέσει ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία. Και οι δύο χώρες δεν έχουν, ως φαίνεται, την πολυτέλεια για ένα θερμό καλοκαίρι. Η Τουρκία μοιάζει να έχει περισσότερο ανάγκη μία προσέγγιση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, αλλά όσοι εκτιμούν ότι θα το κάνει χωρίς να απαιτήσει κάποιου είδους ισοτιμία, πλανώνται.

Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να επιθυμεί μία Τουρκία απομακρυσμένη από την ΕΕ, τις ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ. Οφείλει όμως εντός αυτής της τριάδας να έχει λόγο και να επιδιώξει λύσεις που προωθούν τα συμφέροντά της. Ας μην βιάζονται όσοι θεωρούν την Τουρκία «ξοφλημένη» για την Ουάσιγκτον. Δεν αποκλείεται να διαψευστούν για άλλη μία φορά, αγνοώντας τη μεγάλη εικόνα και εστιάζοντας στο δέντρο αντί για το δάσος. Οι Αμερικανοί ακόμη «ψάχνονται» σε σχέση με τη στάση τους έναντι της Άγκυρας. Και πριν «καθίσει η μπίλια» σε αυτό το ζήτημα, οριστικές αποφάσεις δεν θα ληφθούν.

Η οικονομική συνεργασία είναι ένας καλός τομέας για να αναζωογονηθεί η σχέση. Τα μέτρα της θετικής ατζέντας είναι αναγκαία. Και οι δίαυλοι οφείλουν να μένουν ανοικτοί. Η Αθήνα έχει, είναι αλήθεια αυτό, υπάρξει πιο συνεπής στο σημείο αυτό. Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στα 14 Ιουνίου στις Βρυξέλλες όμως ίσως αποδειχθεί κομβική. Πρέπει να προετοιμαστεί σωστά και να επιτρέψει στους δύο ηγέτες να μιλήσουν με άνεση, χωρίς πολλούς ενδιάμεσους.

Αυτή η συνάντηση θα παράσχει την πολιτική κατεύθυνση για τα επόμενα βήματα. Σε αυτή θα πρέπει να ξεκαθαριστεί τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει, ποια θέματα ενοχλούν την κάθε πλευρά, με ποια μπορεί να ζήσει και με ποια όχι. Σε αυτή θα φανεί αν μπορεί να ανοίξει ένας νέος – τρίτος – κύκλος ουσιαστικών συνομιλιών (μετά από εκείνους των δεκαετιών 1970 και 1990-2000) ή όχι. Κυνικά μιλώντας, ακόμη και η διαπίστωση ενός απόλυτου αδιεξόδου, χωρίς ασάφειες, θα συνιστά πρόοδο.