Είναι μία από τις κλασικές περιπτώσεις όπου τα πράγματα δείχνουν αυτονόητα και ταυτόχρονα εξαιρετικά περίπλοκα.

Αναφέρομαι στο περιστατικό που έχει κυριαρχήσει στη διεθνή επικαιρότητα, με τον τρόπο που οι αρχές της Λευκορωσίας υποχρέωσαν ένα αεροπλάνο να παρεκκλίνει της πορείας του, να προσγειωθεί στο Μινσκ και να συλλάβουν έναν αντιπολιτευόμενο δημοσιογράφο που είχε έρθει στην Ελλάδα συνοδεύοντας την αρχηγό της αντιπολίτευσης.

Εάν μείνει κανείς σε αυτό, είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια απόλυτα καταδικαστέα ενέργεια που παραπέμπει σε ένα αυταρχικό καθεστώς που δεν σέβεται το κράτος δικαίου.

Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Λουκασένκο δεν είναι ακριβώς ο μεγαλύτερος δημοκράτης του κόσμου.

Μόνο που κανείς δεν πρέπει να μείνει στα αυτονόητα. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να στηριζόμαστε ποτέ σε μονοδιάστατα αφηγήματα. Όσο και εάν τα συμπαθεί ενίοτε η Δύση.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ίδιο τον συλληφθέντα Ρομάν Προτάσεβιτς. Δεν ήταν μόνο ένας μπλογκερ που αντιπολιτευόταν τον Λουκασένκο. Ταυτόχρονα ήταν και κάποιος που οι φωτογραφίες του που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο αλλά και άλλες πληροφορίες είχε και μια ακροδεξιά ιδεολογία ή ακόμη και αισθητική.

Ξέρω ότι αυτή την αισθητική και αυτή την ιδεολογία τη συναντάμε σε τμήματα των «αντιπολιτεύσεων» στις μετακομμουνιστικές χώρες, με πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα τις διαδηλώσεις στην Ουκρανία το 2013-2014, όταν σε μεγάλο βαθμό τον τόνο είχε δώσει και η ακροδεξιά.

Καταλαβαίνω γιατί οι ΗΠΑ ή άλλες δυτικές χώρες μπορεί να κάνουν τα «στραβά μάτια» στα στοιχεία ακροδεξιάς ιδεολογίας και πρακτικής σε τέτοια κινήματα, γιατί αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να υπάρξουν φιλοδυτικές κυβερνήσεις που να έρθουν σε ρήξη με τη Μόσχα. Είναι η λογική του «νέου Ψυχρού Πολέμου». Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε αυτή τη στάση ως αυτονόητη.

Έπειτα, χρειάζεται να δούμε πιο συνολικά τις πρακτικές για τις οποίες συζητάμε. Ότι η κίνηση της κυβέρνησης της Λευκορωσίας ήταν ακραία και παράνομη, δεν σημαίνει ότι μόνο η Λευκορωσία το έχει κάνει.

Και δυτικές χώρες έχουν κάνει ανάλογες ενέργειες. Το 2013 η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία έκλεισαν τον εναέριο χώρο τους για το αεροπλάνο που μετέφερε τον τότε πρόεδρο της Βολιβίας Έβο Μοράλες, υποχρεώνοντάς το να προσγειωθεί στην Αυστρία, με το σκεπτικό ότι ήθελαν να δουν εάν επέβαινε σε αυτό ο Έντουαρντ Σνόουντεν, ο άνθρωπος που αποκάλυψε ουκ ολίγα μυστικά των αμερικανικών υπηρεσιών.

Για να μην αναφερθούμε σε ένα φάσμα από εμφανώς παράνομες πρακτικές που κάνουν χώρες όπως οι ΗΠΑ, όταν π.χ. αποφασίζουν μόνες τους να εκτελέσουν διάφορους τρομοκράτες χωρίς να υπάρξει σύλληψη και κανονική δίκη.

Αλλά και στο πλαίσιο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτά που δείχνουν. Ο Λουκασένκο κατηγορείται ότι παραμένει στην εξουσία παρότι η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι αυτή κέρδισε τις εκλογές του 2020. Όμως, την ίδια στιγμή τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την ανατροπή του δεν είναι πάντα απλώς οι «ειρηνικές διαμαρτυρίες».

Τον Απρίλιο του 2021 οι ρωσικές αρχές ανακοίνωσαν ότι πρόλαβαν μια απόπειρα πραξικοπήματος σε βάρος του. «Ρωσική προπαγάνδα», θα έλεγε ίσως κάποιος. Μπορεί, αλλά όλα αυτά είναι ενδεικτικά.

Ιδίως, όταν π.χ. το 2020, λίγο μετά τις εκλογές η κυβέρνηση της Λευκορωσίας ανακοίνωσε ότι ρώσοι μισθοφόροι είχαν έρθει στη Λευκορωσία με σκοπό να οργανώσουν πραξικόπημα. Είδηση που προκάλεσε αίσθηση γιατί παρέπεμπε σε ρήξη ανάμεσα στη Λευκορωσία και τη Ρωσία. Όμως, λίγες μέρες αποκαλύφθηκε ότι οι συγκεκριμένοι μισθοφόροι δεν γνώριζαν ότι είχα στρατολογηθεί για να κάνουν πραξικόπημα, αλλά πίστευαν ότι θα πήγαιναν στη Συρία για να δουλέψουν στη φύλαξη πετρελαιοπηγών εκεί και στη Βενεζουέλα.

Μόνο που λίγο μετά αποκαλύφθηκε ότι καμιά εταιρεία πετρελαιοειδών δεν τους είχε προσλάβει αλλά αντίθετα φαίνεται ότι την υπόθεση την είχαν μάλλον στήσει οι Ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες, με σκοπό ακριβώς να οδηγήσουν σε επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα σε Λευκορωσία και Ρωσία.

Γι’ αυτό λέω ότι χρειάζεται πάντα να σκεπτόμαστε και ότι τα πράγματα είναι αρκετά πιο περίπλοκα από εύκολα αφηγήματα που από τη μια έχουν «αυταρχικούς δικτάτορες» και από την άλλη «δημοκρατικές αντιπολιτεύσεις», όταν μιλάμε για τέτοιες χώρες και μέσα στη συνθήκη του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.

Δεν έχω καμιά συμπάθεια σε αυταρχικούς ηγέτες που χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να μείνουν στην εξουσία και που συνήθως είναι και διεφθαρμένοι ή ανέχονται τη διαφθορά (που στις μετακομμουνιστικές χώρες συχνά δείχνει ενδημική).

Δεν έχω, όμως, και καμιά συμπάθεια στην υποκρισία και τον κυνισμό που ορίζει το εάν κάποιος είναι δημοκράτης με βάση το κριτήριο εάν συμφωνεί με τις επιδιώξεις της Δύσης.