Είναι από τους κανόνες που επιβεβαιώνονται ακόμη και από εκείνους που έχουν ταχθεί να τους σπάνε: Δεν υπάρχει οικονομική πρόταση χωρίς πολιτικό περιεχόμενο. Και το πολιτικό περιεχόμενο στο οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε πριν από λίγες ημέρες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το βρίσκει εύκολα κανείς στους δικαιούχους της πρότασης. Στους «μικρομεσαίους», στα «νοικοκυριά» και στους «εργαζομένους». Στη «μεσαία τάξη» και στα 5,7 δισ. ευρώ που προορίζει για τις τσέπες της.

Το πρόγραμμα, με άλλα λόγια, δεν αφορά μόνο την ανάκαμψη της οικονομίας. Αφορά και την ανάκαμψη του ίδιου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και αυτός είναι ο άλλος κανόνας που επιβεβαιώνεται για ακόμη μία φορά: Στις αστικές δημοκρατίες κανένα κόμμα εξουσίας δεν μπορεί να ανακάμψει εάν δεν κυριαρχήσει στο πολιτικό Κέντρο. Εάν δεν κερδίσει τους «μικρομεσαίους», τους «νοικοκυραίους» και τους επαγγελματίες της μεσαίας τάξης. Το μήνυμα της συριζαϊκής εκδήλωσης προς αυτή την κρίσιμη εκλογική μάζα είναι πως το κόμμα δεν θα επιστρέψει στην εξουσία για να κατεβάσει ξανά στον δρόμο το κίνημα της γραβάτας. Πως δεν θα κάνει ασκήσεις ταξικής μεροληψίας διά μέσου της «συνειδητής υπερφορολόγησης» των μεσαίων εισοδημάτων, όπως είχε παραδεχθεί την εποχή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη Βουλή ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Το βάρος που δίνει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό Κέντρο δεν αποτελεί έκπληξη. Το πρόβλημα είχε διαγνώσει ακόμη και ο Παύλος Πολάκης: «Επειδή γ@σαμε τους μεσαίους», είχε εξηγήσει με πολακική διάλεκτο, «πήραν οι άλλοι 40%». Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε το μάθημά του στην πολιτική, το πήρε και στην οικονομία; Είναι η οικονομική του πρόταση ρεαλιστική και αξιόπιστη; Ή τα «τσιπρανόμικς» θα τον εκθέτουν πάντα ως ένα κόμμα που πλειοδοτεί σε παροχές στη θεωρία για να υπερφορολογεί τους μεσαίους στην πράξη; Ως μια γενναιόδωρη αντιπολίτευση που διαπρέπει ως φοροεισπράκτορας όταν γίνεται κυβέρνηση;

Με λίγη καλή πίστη, μπορεί να δει κανείς τη διαβεβαίωση του Αλέξη Τσίπρα ότι το πρόγραμμά του είναι κοστολογημένο ως μια υπόσχεση πως έχει ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες του προμνημονιακού εαυτού του, τα νταούλια, το Κούγκι και τους ζουρνάδες. Πως έχει αλλάξει. Δεν χρειάζεται όμως καμία καλή πίστη για να αντιληφθεί κανείς πως στο μεταξύ έχει αλλάξει το διεθνές περιβάλλον. Πως η πανδημική κρίση έκανε πράγματι να φυτρώσει ένα λεφτόδεντρο όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ακόμη και στην πιο δειλή και πάντα πιο φειδωλή Ευρώπη. Και πως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έως την Παγκόσμια Τράπεζα το χρέος δεν νοείται πια ως μια απειλή που μπορεί να καταπιεί οικονομίες και ανθρώπους, αλλά ως ένα παρεμπίπτον και διαχειρίσιμο πρόβλημα.

Το λεφτόδεντρο, με λίγα λόγια, υπάρχει. Και επειδή θα ισχύει πάντα και ένας τρίτος κανόνας, πως «είναι η οικονομία, ανόητε», θα βγάλει και την επόμενη κυβέρνηση.