Η περιγραφή «αλβανόφωνοι διπλωμάτες, πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, με τουρκική εκπαίδευση» ίσως να ακούγεται ευφάνταστη ή και παράξενη. Είναι όμως πραγματικότητα. Το τουρκικό Ιδρυμα Νεολαίας (TÜGVA) διοργάνωσε πρόσφατα 10ήμερη ακαδημία για νέους διπλωμάτες στην αλβανόφωνη περιοχή του Τετόβου στη Βόρεια Μακεδονία. Παρά τις διακηρύξεις του τούρκου πρέσβη στα Σκόπια ότι οι νεόκοποι διπλωμάτες «πέραν των εθνικών συμφερόντων θα συμβάλουν στη διεθνή ειρήνη», το μήνυμα είναι σαφές προς πάσα κατεύθυνση. Η Αγκυρα επιδιώκει συνεχώς και ποικιλοτρόπως να διευρύνει την επιρροή της στη Βαλκανική – περιοχή την οποία θεωρεί προνομιακή για την άσκηση «ήπιας» και «σκληρής» ισχύος.

Τα βασικά «όπλα» ενίσχυσης της «μακράς χειρός» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι ο πολιτισμός, το Ισλάμ και η οικονομία. Η Αγκυρα επιχειρεί μέσω αυτών να χτίσει μια ζώνη χωρών, αν όχι απόλυτα ελεγχόμενων, σίγουρα πολύ φιλικών προς αυτή, που εντάσσονται στο παζλ του νεο-οθωμανικού οράματος του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το «δόγμα Νταβούτογλου»

Η διπλωματία της Αγκυρας στην περιοχή της Βαλκανικής φέρει την υπογραφή του Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός, άλλοτε στενότατος συνεργάτης του Ερντογάν και σήμερα πολιτικός του αντίπαλος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Στρατηγικό Βάθος», στο οποίο είχε διαπιστώσει ότι η ανάδειξη της Τουρκίας ως παγκόσμιας δύναμης περνά μέσα από την ηγεμονία της σε Μέση Ανατολή, Καύκασο και Βαλκάνια. Σχετικά με την τρίτη περιοχή, είχε χαρακτηρίσει ως «εκπλήρωση του τουρκικού πεπρωμένου» την άσκηση ήπια ισχύος στα άλλοτε οθωμανικά εδάφη, ενώ εστίασε σε δύο έθνη: στους Αλβανούς και στους βόσνιους μουσουλμάνους. Η σημασία των Βαλκανίων για την Τουρκία έγκειται επίσης στο ότι αποτελούν διάδρομο για τα τουρκικά προϊόντα προς την ΕΕ. Παράλληλα, η περιοχή αποτελεί σημείο ανταγωνιστικών συμφερόντων, καθώς εκτός από την ΕΕ, δραστηριοποιούνται εκεί οι ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα.

Τεμένη, υποτροφίες και τηλεοπτικά σίριαλ

Κλειδί της τουρκικής ήπιας ισχύος στη Βαλκανική είναι η Τουρκική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (ΤΙΚΑ). Διατηρεί 62 γραφεία σε 60 χώρες, δραστηριοποιούμενη σε 150 κράτη. Οι δράσεις της περιλαμβάνουν: ανέγερση τεμενών και οθωμανικών κτιρίων, διάδοση του πολιτισμού και της τουρκικής γλώσσας (σε αυτό συνδράμει το Ινστιτούτο Yunus Emre) αλλά και παροχή υποτροφιών για σπουδές στην Τουρκία. Αρωγός είναι και η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet), με τεράστιο προϋπολογισμό, που χρηματοδοτεί μεταξύ άλλων την ανέγερση τεμένους στα Τίρανα, που όταν ολοκληρωθεί θα είναι το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια.

Στον πολιτισμικό τομέα, «μεγάλη είναι η επιρροή μέσω των τουρκικών σίριαλ, που έχουν υψηλή θεαματικότητα. Μέσω της πολιτισμικής επιρροής και των ιστορικών δεσμών, η Αγκυρα προσπαθεί να έχει ακροατήριο και στήριξη» σημειώνει στο «Βήμα» η Μαριλένα Κοππά, καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Η πολιτισμική στάση δημιουργεί μια ζώνη φιλικών επιρροών που προοπτικά μπορεί να είναι σημαντική» προσθέτει.

Δύο πανεπιστήμια στη Βοσνία

Οταν ο Ερντογάν επισκέφθηκε (2017) το βοσνιακό πολιτιστικό κέντρο «Novi Pazar», οι παρευρισκόμενοι φώναζαν: «Σουλτάνε, σουλτάνε!». «Η επιρροή της Αγκυρας στη Βοσνία είναι βαριά» υπογραμμίζει ο Ντίμιταρ Μπέτσεβ, ερευνητής στην αμερικανική δεξαμενή σκέψηςAtlantic Council. Η ανάπτυξη των τουρκο-βοσνιακών σχέσεων χρονολογείται από την έναρξη του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου και εντάθηκε μετά τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα. Τότε, η τουρκική κοινή γνώμη ένιωσε οίκτο για όσα συνέβαιναν στους «αδελφούς» Βόσνιους.

Η Τουρκία διατηρεί σημαντικές επενδύσεις στη Βοσνία, συντηρεί την οθωμανική κληρονομιά, ενώ άνοιξε δύο τουρκικά πανεπιστήμια. Παράλληλα στηρίζει την ευρωατλαντική ενσωμάτωση της χώρας. Εν τούτοις, η επιρροή της περιορίζεται στη μουσουλμανική κοινότητα. «Ορισμένες ομάδες είναι ευχαριστημένες με τη θρησκευτική προσέγγιση της Τουρκίας, ενώ άλλες ανησυχούν σοβαρά. Η Τουρκία είναι διφορούμενος δρων που έχει συντελέσει στην οργάνωση της ισχύος και του αντικτύπου της με υβριδικούς τρόπους» εκτιμά ο Ερντι Οζτούρκ, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Με τη Σερβία, οι άλλοτε «παγωμένες» σχέσεις έδωσαν τη θέση τους σε διμερή στρατηγική και εταιρική συνεργασία. Σημειώνεται ότι στη Σερβία λειτουργούν 33 καταστήματα της τουρκικής τράπεζας Halkbank και υπάρχει έντονη δραστηριότητα της ΤΙΚΑ.

Βροχή επενδύσεων στο Κόσοβο

Ηταν Μάρτιος του 2018, όταν άνδρες των κοσοβαρικών μυστικών υπηρεσιών απήγαγαν έξι Τούρκους, θεωρώντας ότι είναι μέλη του (τρομοκρατικού κατά την Αγκυρα) κινήματος Γκιουλέν. Οι απαχθέντες, που εργάζονταν σε γκιουλενικά σχολεία, μεταφέρθηκαν αυθημερόν στην Τουρκία με ιδιωτικό αεροπλάνο. Η δίκη τους εκκρεμεί ακόμη. Ο Ραμούς Χαραντινάι, πρώην πρωθυπουργός του Κοσόβου, υποστήριξε ότι δεν γνώριζε για την επιχείρηση, απολύοντας τον υπουργό Εσωτερικών και τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών. Ο τέως πρόεδρος Θασίμ Χάτσι αρχικά χαρακτήρισε τους απαχθέντες πρόβλημα «εθνικής ασφαλείας», κάτι που έσπευσε να ανασκευάσει.

Τα δεδομένα «εξηγούν» τη συμπεριφορά της Αγκυρας, που αποτελεί τον 3ο μεγαλύτερο επενδυτή στο Κόσοβο. Τουλάχιστον 500 τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνται σε μια χώρα με πληθυσμό μικρότερο των δύο εκατομμυρίων. Μεταξύ αυτών που βρίσκονται υπό τουρκικό έλεγχο είναι το αεροδρόμιο και το δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος. Παράλληλα «τρέχουν» κατασκευές αυτοκινητοδρόμων αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ προγραμματίστηκε η ανέγερση ενός οθωμανικού τζαμιού στην Πρίστινα. Στο Κόσοβο διαμένει τουρκική μειονότητα 20.000 ατόμων, περί τους 300.000 Κοσοβάρους μιλούν τουρκικά  (εκ των επίσημων γλωσσών στο Σύνταγμα), ενώ υπάρχει πολιτική εκπροσώπηση από τούρκο υπουργό, βουλευτές και δήμαρχο.

Η βουλγαρική ιδιαιτερότητα

Οι σχέσεις Σόφιας – Αγκυρας δεν είναι τόσο στενές όσο ορισμένοι, εκ πρώτης όψεως, πιστεύουν. Η τουρκική μειονότητα, που αριθμεί περί τις 600.000, εντοπίζεται κυρίως στη Νοτιοδυτική Βουλγαρία και αποτελεί περί το 8% του πληθυσμού της χώρας. Το τουρκικό μειονοτικό κόμμα MRF (Κίνημα Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) αποτελεί τον βασικό πολιτικό εκφραστή της μειονότητας, αλλά σύμφωνα με διπλωματικές πηγές που μίλησαν στο «Βήμα», η ελίτ του είναι φίλα προσκείμενη στη Μόσχα και όχι στην Αγκυρα. Αλλωστε, ο ιστορικός του ηγέτης, ο Αχμέτ Ντογκάν, εφέρετο να είναι στέλεχος των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών επί του κομμουνιστή ηγέτη Τοντόρ Ζίφκοφ.

Τα τελευταία χρόνια, το κόμμα GERD του πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ και κυρίως ο ίδιος επεδίωξαν να μη διαταράξουν τις σχέσεις με την Αγκυρα λόγω του Μεταναστευτικού. Ωστόσο, μία σειρά από κινήσεις, όπως το γεγονός ότι το κράτος καταβάλλει τους μισθούς των ιμάμηδων, καταδεικνύει την καχυποψία έναντι των τουρκικών προθέσεων. Φιλικές, αν και διακριτικές, σχέσεις με την τουρκική μειονότητα φέρεται επίσης να διατηρεί η υπουργός Εξωτερικών Εκατερίνα Ζαχάριεβα. Παραδοσιακά πάντως, το MRF έχει συμμετάσχει ή συνεργαστεί με όλες τις βουλγαρικές κυβερνήσεις μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1990, και αυτό αναμένεται να συμβεί και μετά τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές στις 4 Απριλίου.

Οι Βρυξέλλες και οι τρίτοι παίκτες

Η συνάθροιση επιρροών στα Δυτικά Βαλκάνια αυξάνει τον περιφερειακό ανταγωνισμό.  Αραγε η Τουρκία ανταγωνίζεται την ΕΕ; «Δεν την ανταγωνίζεται ανοιχτά. Οσο απομακρύνεται η δική της ευρωπαΐκή προοπτική τόσο το όραμα της Τουρκίας εμφανίζεται ανταγωνιστικό σε σχέση με την ΕΕ. Η Τουρκία στήριξε την ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων γιατί θεωρούσε ότι θα μπορούσε να τραβήξει και την ίδια» εξηγεί η κυρία Κοππά.

«Καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την επιρροή της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια εάν οι Βρυξέλλες προωθούσαν αποφασιστικά την ενσωμάτωσή τους στους κόλπους της. Τα 2/3 περίπου των εμπορικών συναλλαγών, των επενδύσεων και της αναπτυξιακής βοήθειας προέρχονται από την ΕΕ» παρατηρεί ο Νίκος Τζιφάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Στους  στόχους και στις διακριτές απευθύνσεις των τρίτων χωρών εστιάζει ο κ. Μπέτσεβ. «Η Ρωσία επιζητεί να υπονομεύσει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Αυτό δεν ισχύει για την Τουρκία. Η Κίνα έχει τα χρήματα και απευθύνεται σε όλους. Η Τουρκία είναι περισσότερο δημοφιλής στις τουρκικές και μουσουλμανικές κοινότητες» σημειώνει.

Προσεκτική παρακολούθηση, περιορισμένη επιρροή

Τα Δυτικά Βαλκάνια εντάσσονται στο εγγύς γεωστρατηγικό περιβάλλον της Ελλάδος και γι’ αυτό παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην περιοχή. Η Συμφωνία των Πρεσπών με τη Βόρεια Μακεδονία έδωσε νέα δυναμική, ενώ πλέον ξεπροβάλλουν ευκαιρίες πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας. Στον οικονομικό τομέα η κατασκευή διασυνδετήριου αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας κρίνεται ως κομβικό σημείο. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα ανέλαβε την επιτήρηση του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας. Ουσιαστικά, οι «Πρέσπες» ανέσχεσαν την ξέφρενη τουρκική επιρροή στη γειτονική χώρα.

«Η Ελλάδα πρέπει να έχει παρουσία στα Βαλκάνια. Η ελληνική επιρροή είναι σήμερα ανύπαρκτη. Μετά την τρομερή έκρηξη εξωστρέφειας στις αρχές του 2000, ήρθε η οικονομική κρίση. Εκλεισαν πολλές επιχειρήσεις και σταμάτησε μια ουσιαστική πολιτιστική δράση» τονίζει η κυρία Μαριλένα Κοππά. «Χρειάζεται εθνική αυτοπεποίθηση, όχι βλέμμα στραμμένο στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση» συμπληρώνει. Για τον κ. Νίκο Τζιφάκη, «η Ελλάδα πρέπει να συσφίξει τις διμερείς σχέσεις στην περιοχή. Παράλληλα, χρειάζεται να στηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία των χωρών της περιοχής». Προκρίνει δε να αναλάβει η Αθήνα διαμεσολαβητικό ρόλο στη διένεξη Σκοπίων – Σόφιας.