Ελληνικό άρωμα διαθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Yale University Press. Στο «Göering’s Man in Paris: The Story of a Nazi Art Plunderer and His World», ο Τζόναθαν Πετρόπουλος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Claremont McKenna College της Καλιφόρνιας και από τους πλέον έγκυρους ειδικούς παγκοσμίως σχετικά με τις λεηλασίες έργων τέχνης από τους Ναζί, επιχειρεί να αποκαλύψει την προσωπικότητα και τη δράση του Μπρούνο Λόζε.

Ο διαβόητος Ναζί λαφυραγωγός έργων τέχνης υπήρξε στενός συνεργάτης του Χέρμαν Γκέρινγκ, «Αντικαγκελαρίου του Γερμανικού Ράιχ» και δεξιού χεριού του Χίτλερ, και είχε λεηλατήσει περισσότερα από 30.000 έργα από το Παρίσι κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιουργώντας μια αξιοζήλευτη προσωπική συλλογή.

Αυτή την περίοδο ο 60χρονος ακαδημαϊκός ετοιμάζει ήδη το επόμενο πόνημά του, με θέμα τις τελευταίες ημέρες του Χάινριχ Χίμλερ, του αρχιτέκτονα της γενοκτονίας των Εβραίων. «Θα ήθελα να επισκεφθώ τα αρχεία στη Γερμανία, στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, αλλά είναι όλα κλειστά λόγω πανδημίας. Εχω να έρθω στην Ευρώπη από τον Νοέμβριο του 2019, το μεγαλύτερο διάστημα στην ενήλικη ζωή μου που δεν έχω ταξιδέψει στην Ευρώπη. Και θέλω πολύ να φέρω τον 90χρονο πατέρα μου ξανά στην Ελλάδα. Μόλις έκανε το εμβόλιό του, οπότε ίσως τα καταφέρουμε προτού να είναι πολύ αργά» λέει. Παρότι η μητέρα του είναι από τον Καναδά, ο Πετρόπουλος θεωρεί εαυτόν Ελληνα. Ερχεται συχνά στη χώρα μας και διατηρεί στενές σχέσεις με τους συγγενείς του που ζουν οι περισσότεροι στο Παλαιό Φάληρο και κοντά στο Σούνιο. Με τη σημερινή Ελλάδα τον συνδέει και κάτι ακόμη, μια και υπήρξε καθηγητής του Κυριάκου Μητσοτάκη: «Ο έλληνας πρωθυπουργός ήταν φοιτητής μου στο Χάρβαρντ. Είχα εντυπωσιαστεί από τη γνωριμία μας και εξακολουθώ να δηλώνω θαυμαστής του. Διέθετε κριτική σκέψη, ορμητικότητα, και έγραφε με μια αίσθηση επείγοντος, οι ιδέες είχαν σημασία για εκείνον. Επρόκειτο για εξαιρετικό σπουδαστή».

Κύριε Πετρόπουλε, γιατί γίνατε ιστορικός;

«Μεγάλωσα με ένα ενδιαφέρον για την Ιστορία, το οποίο οφειλόταν εν πολλοίς στον πατέρα μου που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 και έχει παιδικές αναμνήσεις από τη γερμανική Κατοχή. Η οικογένειά μου ζούσε στο Θησείο, κάτω από την Ακρόπολη. Ο παππούς μου, του οποίου πήρα το όνομα, είχε ένα μαγαζί με ρούχα κοντά στο Μοναστηράκι, εξ ου και βαφτίστηκα στην Παντάνασσα. Εχω ακούσει πολλές ιστορίες για τον Πόλεμο, οι συγγενείς μου είχαν μάλιστα βοηθήσει μια οικογένεια Εβραίων να δραπετεύσει στην Αίγυπτο για να καταλήξει εν συνεχεία στην Παλαιστίνη. Για εμένα, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το σημαδιακό γεγονός του 20ού αιώνα και ήθελα να μάθω όλο και πιο πολλά για αυτόν. Ομολογώ όμως πως νόμιζα ότι θα γινόμουν δικηγόρος, παρόλο που αρχικά σπούδασα Ιστορία. Προτού κάνω αίτηση στη Νομική με δέχθηκαν για Μεταπτυχιακό στο Τμήμα της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εκεί συνειδητοποίησα ότι είχα αγαπήσει πολύ το συγκεκριμένο αντικείμενο. Αποφάσισα ότι θα έμενα για να κάνω διδακτορικό. Το θέμα που επέλεξα για τη διατριβή μου ήταν οι συλλογές τέχνης των ηγετών των Ναζί και τι αυτές φανέρωναν για το καθεστώς αλλά και για τους ιδιοκτήτες τους».

Τι βρήκατε ενδιαφέρον στο ζήτηµα της λεηλασίας έργων τέχνης από τους Ναζί;

«Υπήρχαν δύο προβληματισμοί που με οδήγησαν εκεί. Ο πρώτος ήταν φιλοσοφικής φύσεως. Πώς μπορούσαν οι πιο βάρβαροι και μοχθηροί άνθρωποι στην ανθρώπινη Iστορία να δίνουν τόση σημασία στις τέχνες και στον πολιτισμό; Πάντα πίστευα ότι η Τέχνη είχε εκπολιτιστική επίδραση, ότι μας κάνει πιο ευαίσθητους, ότι μας ωθεί στην ενδοσκόπηση και στην κατανόηση του κόσμου, όμως αυτή η πεποίθηση ήταν προφανώς αφελής. Παράλληλα, ήμουν πραγματιστής. Εχουν γραφτεί περισσότερα από 100.000 βιβλία για το Γ΄ Ράιχ και το Ολοκαύτωμα, όμως την περίοδο που έκανα το διδακτορικό μου δεν είχε εκδοθεί κάποια ακαδημαϊκή έρευνα για την αρπαγή έργων τέχνης από τους Ναζί – υπήρχαν μόνο τα απομνημονεύματα των «Monuments Men» και κάποιες δημοσιογραφικές μαρτυρίες. Ηταν δηλαδή και μια πρακτική ανάγκη που μπορούσα να καλύψω. Αισθάνομαι όμως σαν να με διάλεξε το θέμα. Στις αρχές των 00s έγραψα ένα βιβλίο, το «Royals and the Reich: The Princes von Hessen in Nazi Germany», για τους γερμανούς πρίγκιπες την περίοδο του Γ΄ Ράιχ, και ερευνώντας για το συγκεκριμένο εγχείρημα συνειδητοποίησα πως το μεγάλο μου πάθος ήταν η αρπαγή έργων τέχνης. Εχω ήδη υπογράψει δύο σχετικά πονήματα και έχω καταλάβει πως έτσι θα αφήσω το στίγμα μου: βοηθώντας τα θύματα ή τους κληρονόμους τους να αποκτήσουν ξανά τα λεηλατημένα έργα».

Πώς ενεπλάκητε τελικά σε υποθέσεις που αφορούσαν διάσηµα έργα όπως η «Προσωπογραφία της Adele Bloch-Bauer I» του Κλιµτ;

«Πάντα με ευχαριστούσε το ότι η ακαδημαϊκή μου δουλειά έχει και πρακτική εφαρμογή, αλλά μου πήρε χρόνο να το εμπεδώσω. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μού πρότειναν να αναλάβω τη θέση του Research Director for Art and Cultural Property στην Presidential Commission on Holocaust Asserts. Επρόκειτο για μια πρωτοβουλία του Μπιλ Κλίντον που δημιουργήθηκε με σκοπό να ερευνηθεί το αν οι εκπρόσωποι της αμερικανικής κυβέρνησης είχαν κάνει μετά τον Πόλεμο ορθή διαχείριση των περιουσιών των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό καλή δουλειά, είχαν ωστόσο σημειωθεί και κάποια λάθη. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ δεν επέστρεψαν στους νόμιμους ιδιοκτήτες του, Ούγγρους Εβραίους, το περιεχόμενο ενός από τα «χρυσά τρένα των Ναζί» που εντοπίστηκε στην Αυστρία το 1945. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πλήρωσε ως αποζημίωση 25 εκατομμύρια δολάρια στην εβραϊκή κοινότητα της Ουγγαρίας. Μέχρι σήμερα έχω υπάρξει ειδικός μάρτυρας σε περίπου 25 υποθέσεις. Γράφω βιογραφίες των έργων, σε ποιους ανήκαν και τι τους συνέβη. Πράγματι, έχω βοηθήσει τους κληρονόμους της οικογένειας Μπλοχ-Μπάουερ να επανακτήσουν τους πίνακες του Κλιμτ που είχαν αρπαχτεί από τους Ναζί μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το 1938. Η υπόθεση απασχόλησε εκτενώς τα Μέσα και το 2015 έγινε και ταινία, με τίτλο «Γυναίκα από Χρυσό». Ηταν μια σημαντική στιγμή για εμένα. Συνεργάζομαι μόνο με θύματα του Ολοκαυτώματος ή συγγενείς τους. Αισθάνομαι ότι συμβάλλω στο να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη».

Για τις ανάγκες του τελευταίου σας βιβλίου ήρθατε κοντά µε έναν διαβόητο λαφυραγωγό έργων τέχνης, τον Μπρούνο Λόζε…

«Προκειμένου να μπορέσω να γράψω το βιβλίο για τον Μπρούνο Λόζε έπρεπε να κάνω συνεντεύξεις μαζί του. Συναντηθήκαμε περί τις 30 φορές μέσα σε διάστημα εννέα ετών. Ηξερα ότι είχε κάνει φρικτά πράγματα. Ηταν μέλος των Ες Ες και είχε κλέψει χιλιάδες έργα τέχνης από τους Εβραίους της Γαλλίας. Η αύρα του ήταν τρομακτική. Ηταν τεράστιος, 1,90 μ. ύψος και 140 κιλά, και είχε τα πιο μεγάλα χέρια που είχα δει στη ζωή μου. Μετά τον θάνατό του, τον Μάρτιο του 2007, βρήκα ένα γράμμα στο οποίο υπερηφανευόταν σε έναν άλλον γερμανό αξιωματούχο ότι είχε σκοτώσει κάποιον Εβραίο με τα ίδια του τα χέρια. Εκ των υστέρων, μπορώ να πω ότι το πιστεύω. Το ότι εξακολουθούσε να θαυμάζει τον Γκέρινγκ ήταν χαρακτηριστικό τού ποιος ήταν. Με τον Χίτλερ είχε συναντηθεί πολύ λίγες φορές, επομένως δεν μιλήσαμε για εκείνον. Ο Λόζε ήταν πιστός στον Γκέρινγκ».

Πάντως η πορεία σας δεν έχει υπάρξει ανέφελη. Παραλίγο να έχετε µπλεξίµατα µε τον νόµο κατά την προσπάθεια εντοπισµού του πίνακα «Le Quai Malaquais, Printemps» του Καµίλ Πισαρό. Τι έχετε διδαχθεί από αυτή την ιστορία;

«Εμαθα ότι οι άνθρωποι δεν λένε πάντα την αλήθεια, ειδικά όταν σου μιλάνε για έργα τέχνης που η αξία τους υπολογίζεται σε εκατομμύρια δολάρια. Oσο δούλευα για εκείνη την υπόθεση, πολλοί μου είπαν ψέματα, συμπεριλαμβανομένων του Λόζε και των συνεργατών του. Ακόμη και η γυναίκα που πίστευα ότι ήταν η μοναδική κληρονόμος, μου είχε αποκρύψει την ύπαρξη ενός εξαδέλφου της που διεκδικούσε επίσης το έργο. Είμαι ωστόσο υπερήφανος διότι η προσπάθειά μου οδήγησε στην επιστροφή του Πισαρό στον νόμιμο ιδιοκτήτη του – του μόνου έργου από τη συλλογή του Λόζε που βρήκε τον δρόμο του. Δεν ήταν εύκολο, αλλά αισθάνομαι ότι έκανα το καθήκον μου».