Κυριακή απόγευμα στην πλατεία Αλεξάνδρας του Πειραιά… Ο Σαρωνικός να στραφταλίζει κι ένας ανατολικός άνεμος να χαϊδεύει τα πρόσωπα, τα μαλλιά σαν το χέρι του Θεού. Ηλιος, ζέστη και ένα φως σχεδόν μεταφυσικό.

Πλήθος πιτσιρίκοι, ακόμη και νήπια, παίζουν με το γλυπτό του Τανιμανίδη, το μνημείο για τη Γενοκτονία των Ποντίων, ανεβαίνουν επάνω στους κυλίνδρους του, τους χρησιμοποιούν ως μπασκέτες, κρύβονται(!) στα ελάσματα, κάνουν παράτολμα σάλτα, με τους γονείς να φωτογραφίζουν ευτυχείς τα βλαστάρια τους.

Μία μαμά λέει στην πεντάχρονη κόρη της που έχει εξαφανιστεί στους σιδερένιους δαιδάλους της κατασκευής: «Μπέτυ, πρόσεχε το μνημείο!».

Γελάω. Σκέφτομαι, γιατί όχι; Το έργο έχει καταστεί οικείο τοπόσημο, μέγα πλην προσιτό αντικείμενο, ένας καλοκάγαθος γίγαντας μήκους δεκατεσσάρων μέτρων που αξιοποιείται έτσι, κατά τις ανάγκες των χρηστών του, των περιπατητών της Ζέας και της Καστέλλας. Σύμφωνα με τις παραστάσεις τους. Η δημόσια γλυπτική, ακόμη και η πιο πρωτοποριακή, δεν φτιάχτηκε για τεχνοκριτικούς ή συλλέκτες. Φτιάχτηκε για τον δήμο. Αποκλειστικά!

Δηλαδή, το θέμα είναι να φέρουμε κοντά τον κόσμο στην τέχνη χωρίς στόμφο ή πόζα. Να την καταστήσουμε οικεία σαν σχολικό τραγουδάκι. Αφήνοντας τον κόσμο να αποφασίσει τι θα αγαπήσει και τι όχι. Το έχω ξαναπεί: Στη χώρα της γλυπτικής, η γλυπτική, ιδιαίτερα η δημόσια, βρίσκεται εν διωγμώ.

Η πιτσιρικαρία, λοιπόν, γύρω απ’ το μνημείο φλερτάρει, κάνει πάρτι, χαίρεται την ελευθερία πριν το ρολόι δείξει έξι. Βέβαια έχουν σημειωθεί λόγω… κατάχρησης κάποιες αβαρίες. Στη βάση του μνημείου λείπουν αρκετά ελάσματα, με αποτέλεσμα να είναι εμφανέστερο το περιεχόμενο των «βαρελιών». Τα ευαγγέλια, οι κλειδαριές, τα δισκοπότηρα, τα λιβανιστήρια κ.λπ. Τώρα αυτό το «Μεγάλο Κύμα», το «Πέταγμα του Αετού», το «Πυρρίχιο Αλμα», αποκαλύπτει, έτσι ξεγυμνωμένο, περισσότερο γενναιόδωρα τις ιστορίες του. Την κρυμμένη του μαστοριά. Τα κρυμμένα δράματά του. Αρα το γλυπτό συνδιαμορφώνεται από όσους το χαίρονται, έστω κι έτσι. Σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσές τους. Παίζοντας. Αποκτάει μια καινούργια ζωή. Αλλάζει. Παίρνει άλλο σχήμα. Δεν είναι άσχημα!

Στο βάθος το ανακαινισμένο κτίριο του Τσίλλερ λάμπει στην καθαρή ατμόσφαιρα και επιβλέπει αγαπητικά τη γύρω κατάσταση. Εχει δει, στα πάνω από εκατό χρόνια της ζωής του, ουκ ολίγες αλλαγές. Ουκ ολίγες θεομηνίες, συμφορές, εξάρσεις, και πάλι απ’ την αρχή. Η ιστορία των ανθρώπων σωματοποιείται στην ιστορία των πραγμάτων. Η «ομιλία» του γλυπτού, οι φωνές, τα κλάματα ή οι αναστεναγμοί των προσφύγων πάνω στο κύμα ακούγονται εκκωφαντικά στ’ αφτιά μου. Ισως είμαι ο μόνος που νιώθει έτσι ανάμεσα στο πλήθος που απολαμβάνει τη λιακάδα. Γύρω αληθινά χαρά Θεού. Είμαι όμως επίσης βέβαιος πως τα παιδιά, έστω κι ασυνείδητα, αντιλαμβάνονται τη δυναμική των ιστοριών. Σαν να τους την αφηγούνταν οι παππούδες κι οι γιαγιάδες τους. Οι κεκοιμημένοι πρόγονοι.

Στην τελευταία φωτογραφία το νεοκλασικό που πέρασε ο Γιάννης Τσαρούχης τα παιδικά του χρόνια. Πολύ κοντά στο Πασαλιμάνι. Δείγμα ενός αστικού πολιτισμού οριστικά χαμένου. Σήμερα είναι άδειο, αφού έχει υπάρξει, κατά καιρούς, φροντιστήριο, εστιατόριο, καταστήματα πολυτελών ενδυμάτων κ.λπ. Οι πήλινοι άτλαντες και τα μαρμάρινα φουρούσια των μπαλκονιών του χρυσίζουν στο δειλινό. Ανάμεσα σε απρόσωπες πολυκατοικίες και γυάλινα κουτιά, ανάμεσα σε αναπλάσεις και «αναπλάσεις», το κτίσμα αυτό υποστηρίζει το αδιαπραγμάτευτο της ομορφιάς.

Η ώρα όμως του εγκλεισμού πλησιάζει. Οπου φύγει-φύγει λοιπόν οι πολυάριθμοι αργόσχολοι, μαζί με την Αριάδνη και τον μπαμπά της.

ΥΓ.: Σήμερα που οι ποικίλοι ρομαντικοί και μεγαλόστομοι ορισμοί έχουν εκπέσει, θα ονόμαζα απλά «έθνος» εκείνη τη συλλογική ψυχή που συγκροτεί – και ενίοτε συγκρατεί – ένα κοινωνικό σώμα. Αυτή η συλλογική ψυχή που φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά – η ψυχή αυτής της ψυχής είναι πάνω από όλα η κοινή γλώσσα – διαμορφώνεται από τις εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Οι πιτσιρικάδες εμπρός στο μνημείο του Τανιμανίδη είναι τα νέα κύτταρα της, βασανισμένης, συλλογικής μας ψυχής.

Φέρ’ ειπείν η συλλογική μας ψυχή τραυματίστηκε βαριά από την επτάχρονη δικτατορία. Τραυματίστηκε η μορφή της, δηλαδή η αισθητική της, τραυματίστηκε το σώμα της – μην τρομάζετε, και οι ψυχές έχουν σώμα – ως προς τη ρωμαλεότητα και την αξιοπρέπειά του, τραυματίστηκε η ψυχή της ψυχής της ως προς τη σχέση με το παρελθόν, τους προγόνους, την παράδοση. Τέλος, αυτή η συλλογική ψυχή υπέφερε και υποφέρει από την οικονομική κρίση. Και βέβαια από την πανδημία και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιούργησε. Αυτή η ψυχή σήμερα νοσεί βαριά καθώς βλέπει το κοινωνικό σώμα, το οποίο εκπροσωπεί και εκφράζει, να διαλύεται σε μικρές, ατομικές, έντρομες περιπτώσεις. Τη διάσπαση του ατόμου. Ε, τα παιδιά είναι αλώβητα απ’ αυτή τη λοιμική. Ακόμα…