Ομολογώ ότι με εξέπληξε ο θόρυβος και οι αντιδράσεις που ξεσηκώθηκαν από τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι δέχεται το ρίσκο επέκτασης της κορωνοϊού από τον συγχρωτισμό και τον συνωστισμό των πολιτών σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας (Alpha, 9/2).

Το ρίσκο των άλλων, φυσικά.

Ο άνθρωπος δεν είπε τίποτα περισσότερο από ό,τι λέει (και κάνει…) συνήθως η Αριστερά.

Με το ρίσκο των άλλων έσυρε τη χώρα στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Με το ρίσκο των άλλων υποσχόταν να καταργήσει τα Μνημόνια «με έναν νόμο και ένα άρθρο». Με το ρίσκο των άλλων πήγε να μας βγάλει από το ευρώ.

Η διαφορά είναι πως (σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’40…) η Αριστερά του 2015 είχε την ευγενή καλοσύνη να ρωτήσει τη γνώμη μας με εκλογές και δημοψήφισμα.

Αλλά η γνώμη φυσικά δεν αναιρεί το ρίσκο. Ετσι αναιρέθηκε η γνώμη.

Το ρίσκο των άλλων αποτελεί θεμελιώδη παράμετρο κάθε αριστερής επιλογής. Για τον απλούστατο λόγο ότι η Αριστερά θεωρεί πως τίποτα δεν υπέρκειται των στόχων της.

Αν χρειάζεται να αιματοκυλιστεί μια χώρα για να ανέβει η Αριστερά στην εξουσία, η εξουσία της Αριστεράς αξίζει το ρίσκο της αιματοχυσίας.

Πόσες φορές δεν το έχουμε δει στην παγκόσμια ιστορία;

Αν η απόρριψη του αντιπάλου οδηγεί σε αγριότητες τύπου Marfin ή Αγανακτισμένων, η απόρριψη αξίζει το ρίσκο της αγριότητας.

Αν η πολιτική επικράτηση περνάει μέσα από την οικονομική καταστροφή, η επικράτηση αξίζει το ρίσκο της καταστροφής.

Αν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης υπάρχει κίνδυνος να εκτοξεύσουν τα κρούσματα του κορωνοϊού, η διαμαρτυρία αξίζει το ρίσκο της εξάπλωσης μιας πανδημίας…

Σε όλες τις περιπτώσεις, το παραταξιακό πρόταγμα προέχει οιασδήποτε άλλης έγνοιας, φροντίδας, αναφοράς ή κόστους. Αξίζει το ρίσκο.

Υπό αυτή την έννοια ο Τσίπρας ούτε είπε ούτε έκανε κάτι πρωτοφανές ή ασυνήθιστο στις σημερινές συνθήκες. Και για αυτό ήταν αμήχανη η ανασκευή του.

Είχε προηγηθεί το ΚΚΕ με τις καταλήψεις των σχολείων και τις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο. Ακολούθησαν διάφοροι του ΣΥΡΙΖΑ με τις εκδηλώσεις για τον Γρηγορόπουλο. Και φυσικά ο Βαρουφάκης ως γενικός ανυπάκουος μαϊντανός.

Διότι αυτό που αισθάνεται συνολικά η Αριστερά είναι ότι τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία δεν είναι παρά μια υπερβολή, ένα κατασκεύασμα ή ένα πρόσχημα το οποίο αποβλέπει να περιορίσει τα δικαιώματά της και να φιμώσει τη φωνή της.

Ο Τσίπρας (αλλά και ο Κουτσούμπας και ο Βαρουφάκης) το είπαν περίπου καθαρά στη Βουλή. «Να μη νομοθετείτε για να μη διαδηλώνουμε» διότι «δεν γίνεται να νομοθετείτε και να μη διαμαρτυρόμαστε» (11/2).

Η νομοθέτηση και η διακυβέρνηση έχουν ως προϋπόθεση τη διαμαρτυρία!

Στην ουσία πρόκειται για μια δυστοπική αντίληψη, η οποία παραπέμπει στο πρόσφατο προηγούμενο των «ψεκασμένων» και η οποία (για να είμαστε δίκαιοι) δεν κυκλοφορεί μόνο στην Ελλάδα.

Σε πολλές δημοκρατικές χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία κ.λπ.) οι αναγκαίοι υγειονομικοί περιορισμοί εκλαμβάνονται από διάφορες ανορθολογικές μειοψηφίες ως σχέδιο εγκλωβισμού τους.

Από εκεί και πέρα φυσικά ο καθένας καλείται να επιλέξει ποια λογική θα ακολουθήσει.

Μια λογική που θα ελαχιστοποιεί το ρίσκο των πολλών; Ή μια λογική που θα τζογάρει με το ρίσκο των άλλων;

Περιττό να σημειώσω πως η κάθε επιλογή έχει και τις συνέπειές της.

Οι εχθροί

Ο Μητσοτάκης κάνει την πατάτα με τον συνωστισμό στην Ικαρία.

Δεν πρόλαβαν να περάσουν 48 ώρες και ο Τσίπρας εμφανίζεται αυτοβούλως στην τηλεόραση του Alpha να πλειοδοτήσει στην πατάτα του Μητσοτάκη εκστομίζοντας την απίστευτη ατάκα ότι «βεβαίως δέχομαι» το ρίσκο του κορωνοϊού στις διαδηλώσεις.

Και πριν κλείσει άλλο ένα 24ωρο ο Ερντογάν πλειοδοτεί του Τσίπρα με μια απρόκλητη και ακατανόητη προσωπική επίθεση στον Μητσοτάκη.

Ειλικρινά δεν ξέρω ποιες είναι οι προσωπικές σχέσεις του Μητσοτάκη με τον Ερντογάν και τον Τσίπρα.

Αλλά αν έχεις τέτοιους εχθρούς, τι να τους κάνεις άραγε τους φίλους;

Δυστυχώς, χάνει στροφές

Πρώτα ήταν η αποτυχία της Μέρκελ και της γερμανικής προεδρίας απέναντι στην Τουρκία και στον Ερντογάν.

Ακολούθησε ο προβληματικός χειρισμός των εμβολίων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Και το κερασάκι ήλθε με την ντροπιαστικά αποτυχημένη επίσκεψη του Μπορέλ στη Ρωσία.

Είναι προφανές νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση χάνει στροφές. Σχεδόν εξήντα πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία της δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει μια ενιαία διεθνή προσωπικότητα, η οποία να επιβάλλεται και στον Ερντογάν και στον Πούτιν και στις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες.

Για την ακρίβεια, η Ευρώπη δεν τρομάζει κανέναν. Η λογική του κατευνασμού έχει τόσο πολύ διαποτίσει το πολιτικό λογισμικό της που έχει γίνει δεύτερη φύση. Δεν φαίνεται να διαθέτει άλλη λογική.

Υποθέτω πως οι νέες απειλές Μπορέλ για κυρώσεις στη Ρωσία θα έγιναν δεκτές στο Κρεμλίνο με ομοβροντίες τρανταχτού γέλιου. Αλλωστε και εκείνες οι άλλες κυρώσεις που θα έφερναν τη δημοκρατία στη Λευκορωσία τι έχουν γίνει εν τω μεταξύ;

Αποτέλεσμα; Σε έναν πλανήτη όπου ακόμη και η Βραζιλία ή η Ινδονησία υποδύονται τις μεγάλες δυνάμεις, η Ευρώπη παρακολουθεί κρυπτόμενη και ασθμαίνοντας.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό αλλά νομίζω καίριο. Τι συμβαίνει;

Διανύει η Ευρωπαϊκή Ενωση μια κακή περίοδο επειδή έτυχε να βρεθεί στα χέρια μιας μετριότατης πολιτικής ηγεσίας;

Ή μήπως το «μοντέλο της Ρώμης» που τη γέννησε και τη συντρόφευσε έως τώρα έχει εξαντλήσει τα όριά του;

Προσωπικά δεν θα απέκλεια και μια τρίτη εξήγηση.

Οτι η λογική του κατευνασμού, του αργόσυρτου παζαριού και της νεφελώδους διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί απλώς μέθοδο λειτουργίας αλλά έχει εξελιχθεί κυριολεκτικά σε δόγμα άσκησης πολιτικής.

Το βέβαιο είναι ότι δρόμος της Ευρωπαϊκής Ενωσης γίνεται όλο και πιο δύσβατος.

Για πολλούς λόγους αλλά και για έναν εξαιρετικά απλό.

Οπως έλεγε κι ο Μπίσμαρκ για τα συστήματα διεθνών συμμαχιών, σε ένα σύστημα ή θα είσαι ένα από τα κέντρα του ή δεν είσαι τίποτα.