Μέσα στα γνωστά σκαμπανεβάσματα, που σημάδεψαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις όλα αυτά τα χρόνια, μία ήταν η περίοδος που ίσως ξεχώρισε. Ηταν τότε που, μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς και στις δύο χώρες, ακολουθήθηκε η περίφημη «διπλωματία των σεισμών», χωρίς όμως και η προσπάθεια αυτή να φέρει αποτέλεσμα  Σήμερα φαίνεται πάλι να μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η «διπλωματία των tweets» και το ερώτημα είναι πότε επιτέλους θα προχωρήσουμε στη «διπλωματία της διπλωματίας». Δηλαδή σε κανονικές διαπραγματεύσεις, με στόχο να λυθούν τα γνωστά προβλήματα και αν δεν υπάρξει συμφωνία (που είναι και το πιθανότερο) να υπογραφεί το περιώνυμο συνυποσχετικό για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Προς το παρόν πάντως οι δύο υπουργοί Εξωτερικών συνεχίζουν να ανταλλάσσουν τα «tweets» τους, με πολλά  υπονοούμενα, που υποδηλώνουν ίσως ότι βρίσκεται στα σκαριά η επανάληψη των διερευνητικών επαφών.

Αν αυτό αληθεύει, τότε είναι βέβαιο ότι οι νιοστές αυτές διερευνητικές επαφές θα πραγματοποιηθούν σε ένα εντελώς νέο διεθνές περιβάλλον, που είναι φυσικό ότι θα τις επηρεάσει άμεσα. Πρώτον, διότι θα έχει αποχωρήσει από την προεδρία ο απερίγραπτος Ντόναλντ Τραμπ (λάτρης και αυτός των «tweets»), στον οποίο τόσο στηρίχθηκε ο επίσης εθνικολαϊκιστής Νεοσουλτάνος. [Εκτός αν την τελευταία στιγμή δεν εγκαταλείψει την εξουσία κηρύσσοντας, όπως διαδόθηκε, στρατιωτικό νόμο(!) ή επηρεάσει την τελική απόφαση του Κογκρέσου στις 6 Ιανουαρίου.] Και δεύτερον, στην κυλιόμενη προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν θα βρίσκεται πλέον η καγκελάριος Μέρκελ, με τις γνωστές εκλεκτικές και πολυδαίδαλες σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία, αλλά ο πρωθυπουργός της ουδέτερης ως προ αυτά Πορτογαλίας. Μένει όμως να αποδειχθεί πώς πραγματικά θα ενεργήσει ο Τζο Μπάιντεν και να μην έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις, όπως στο παρελθόν με τον Τζίμι Κάρτερ.

Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, το κύριο πρόβλημα είναι το πώς θα κινηθούμε εμείς. Διότι όποιες αποφάσεις και αν λάβει η κυβέρνηση, δεν θα πρέπει να αποτελέσουν και πάλι αντικείμενο κομματικής αντιδικίας. Διότι απλούστατα έτσι το παιχνίδι θα έχει χαθεί. Δεν μπορεί δηλαδή ο όποιος αναγκαίος συμβιβασμός τυχόν προκύψει, ο οποίος όμως θα πρέπει να στηρίζεται στις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου, να καταγγελθεί από την αντιπολίτευση ως εθνική προδοσία. Γι’ αυτό είναι επιτακτικά αναγκαίο να προηγηθεί μια ουσιαστική εθνική συνεννόηση ως προς το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να δεχθούμε και μετά να προχωρήσουμε στις όποιες διμερείς διαπραγματεύσεις. Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι προηγουμένως θα έχουν οριστικά σταματήσει οι γνωστές τουρκικές προκλήσεις. Διότι διάλογος μέσα σε κλίμα απειλών δεν νοείται.